Ο 54χρονος ρεπόρτερ της εφημερίδας «Washington Post» Μπάρτον Γκέλμαν είναι ένας από τους τέσσερις Αμερικανούς (οι άλλοι τρεις είναι ο τέως αρθρογράφος της «Guardian» Γκλεν Γκρίνγουολντ, η σκηνοθέτρια/δημοσιογράφος Λόρα Πόιτρας και ο ανταποκριτής της «Guardian» στην Ουάσιγκτον Γιούαν Μακ Ασκιλ) με τους οποίους ο πρώην συνεργάτης της CIA Εντουαρντ Σνόουντεν επικοινώνησε και τους έστειλε όλα τα έγγραφα που αποκάλυψαν το πρόγραμμα καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης της NSA (της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ), ειδικά του διαβόητου προγράμματος PRISM. Προ ημερών και οι τέσσερις τιμήθηκαν για τα δημοσιεύματά τους με το εγκυρότερο δημοσιογραφικό βραβείο των ΗΠΑ, το βραβείο Πούλιτζερ.
Η διαρροή αποκαθήλωσε κάθε ψευδαίσθηση περί απορρήτου στο Διαδίκτυο. Εννέα από τις μεγαλύτερες εταιρείες (Microsoft, Yahoo, Google, Facebook, PalTalk, AOL, Skype, YouTube και Apple) συνεργάζονταν με την αμερικανική κυβέρνηση αποκαλύπτοντας προσωπικά δεδομένα των πελατών τους. Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα «παρέλαβε» από την κυβέρνηση του νεοσυντηρητικού Ρεπουμπλικανού Τζορτζ Μπους ένα τεράστιο δίκτυο παρακολούθησης των επικοινωνιών εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη και το «εξέλιξε» αδίστακτα. Τα κινητά ξένων ηγετών παρακολουθούνταν, ενώ στη συνωμοσία συμμετείχαν σύμμαχες χώρες της Δύσης, οι οποίες πρώτα αντήλλασσαν παράνομες πληροφορίες με τους Αμερικανούς και ύστερα εξέφραζαν υποκριτικά τη δυσαρέσκειά τους για το σκάνδαλο!
«Το Βήμα» ρώτησε τον Μπάρτον Γκέλμαν τι θα έκανε ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση του Σνόουντεν και είχε την ίδια κρίση συνείδησης με τον πληροφοριοδότη του.

«Είμαι ευτυχής που δεν βρέθηκα στη θέση του Σνόουντεν. Ο άνθρωπος αυτός έχει ήδη πληρώσει ένα υψηλό προσωπικό τίμημα για τις επιλογές του. Πάντως δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να γράψω για τον Σνόουντεν αν δεν πίστευα μέσα μου ακράδαντα πως η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που εκείνος αποκάλυψε υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Τα ρεπορτάζ μας υπηρέτησαν το δημόσιο συμφέρον»
μας απάντησε.
Του ζητάμε να μας πει τι ακριβώς ήταν, κατά τη γνώμη του, ο πρώην αναλυτής της CIA, ένας «προδότης» της πατρίδας του, ένας «κατάσκοπος», όπως έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν η αμερικανική κυβέρνηση και αρκετοί στις ΗΠΑ, ή ένας ενσυνείδητος πολίτης που θέλησε να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα;

«Αυτές οι δύο λέξεις, οι λέξεις «προδότης» και «κατάσκοπος», έχουν πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο Σνόουντεν ουδέποτε υπηρέτησε κάποια ξένη δύναμη ούτε επεδίωξε να βλάψει την πατρίδα του, τις ΗΠΑ. Συνεπώς δεν είναι ούτε προδότης ούτε κατάσκοπος. Πίστευε ότι υπήρξε μάρτυρας μιας μυστικής και επικίνδυνης υπερσυγκέντρωσης κρατικής εξουσίας. Και πίστευε ότι ο αμερικανικός λαός είχε το δικαίωμα να το πληροφορηθεί και να διατυπώσει άποψη επ’ αυτού. Οπως φάνηκε κατόπιν από την αμερικανική αλλά και τη διεθνή αντίδραση που είχε η πράξη του, πάρα πολλοί άνθρωποι συμφωνούν μαζί του»
μας απάντησε.
Τον ρωτάμε αν σκέφτηκε ποτέ τα ρίσκα που παίρνει σε προσωπικό επίπεδο. «Φυσικά, κυρίως τους νομικούς κινδύνους που διέτρεχα και το ότι σίγουρα η κυβέρνηση θα με παρακολουθεί. Επίσης αναρωτήθηκα «τι γίνεται αν οι πληροφορίες που αφήσω να διαρρεύσουν βλάψουν κάποιους ανθρώπους;». Δεν είχα όμως κανέναν λόγο να πιστεύω –τότε ή τώρα –πως η ζωή μου κινδυνεύει» μας λέει ο αμερικανός δημοσιογράφος.


Τζόζεφ Πούλιτζερ
«Δηµοσιογράφοι, βγάλτε τα όλα στο φως!»
«Δεν υπάρχει έγκληµα, εξαπάτηση, κόλπο, βίτσιο που να µην επιβιώνει µε τη µυστικοπάθεια και τη συγκάλυψη.
Δηµοσιογράφοι, βγάλτε τα όλα στο φως! Περιγράψτε τα, επιτεθείτε τους, γελοιοποιήστε τα στον Τύπο και αργά ή γρήγορα η κοινή γνώµη θα τα εξαλείψει»: τα λόγια αυτά ανήκουν στον Τζόζεφ Πούλιτζερ, τον ουγγρικής καταγωγής εβραίο µετανάστη που έχτισε µια αυτοκρατορία στον αµερικανικό Τύπο. Ο Τζόζεφ έφυγε από την Ουγγαρία και μπάρκαρε για την Αµερική το 1864 στα 17 του με μόλις… 75 σεντς στην τσέπη και δίχως να μιλάει γρυ αγγλικά! Κι όμως, με σκληρή δουλειά και πίστη στις αξίες που πρέσβευε, κατάφερε στη δεκαετία του 1880 να έχει ήδη δύο µεγάλες εφηµερίδες, τον «New York World» και τη «St. Louis Post Dispatch». Ο Πούλιτζερ είχε «τάξει» τις εφημερίδες του σε έναν ανηλεή αγώνα εναντίον των µεγάλων επιχειρήσεων και της διαφθοράς δίνοντας στον αναγνώστη αποκλειστικά και αποκαλυπτικά ρεπορτάζ. Ο σκληρός ανταγωνισµός όμως µε τις εφηµερίδες του αντίπαλου µεγιστάνα Γουίλιαµ Ράντολφ Χιρστ, εκδότη της «New York Journal», οδήγησε αμφότερους στον «κίτρινο» Τύπο: σε εφηµερίδες που προσέφεραν στον αναγνώστη μια πρώιμη εκδοχή του σημερινού infotainment (συνδυασμός «ελαφρών» ειδήσεων και ψυχαγωγίας) εις βάρος της πραγματικής ενημέρωσης. Ο Πούλιτζερ πέθανε στις 29 Οκτωβρίου 1911. Το ομώνυμο βραβείο, που θεσπίστηκε το 1917, απονέμεται σε δηµοσιογράφους, συγγραφείς, φωτορεπόρτερ αλλά και µουσικοσυνθέτες, αποκλειστικά αµερικανούς υπηκόους.
Τα ραντεβού με τον Σνόουντεν

«Verax» και «Βrassbanner»

Ο Γκέλμαν ήρθε σε επαφή με τον Σνόουντεν μέσω της Πόιτρας. Οι δύο άντρες επικοινωνούσαν με κωδικές ονομασίες και διά μέσου ασφαλών διαύλων επικοινωνίας στο Διαδίκτυο που έβρισκε ο Σνόουντεν. «[Οταν μου έγραφε] με αποκαλούσε με την κωδική ονομασία «Brassbanner» και ο ίδιος ήταν ο «Verax», που σημαίνει «φιλαλήθης» στα λατινικά. Τον ρώτησα εξαρχής αν νιώθει να απειλείται και μου απάντησε: «Eμένα δεν μπορείς να με προστατεύσεις. Εγώ αποκλείεται να σωθώ»» θυμάται ο Γκέλμαν.

Με «παρθένα» λάπτοπ
1η Ιουνίου 2013. Ο Μακ Ασκιλ, ο Γκρίνγουολντ και η Πόιτρας φθάνουν στο Χονγκ Κονγκ έχοντας ραντεβού με τον Σνόουντεν για να παραλάβουν τα αρχεία-φωτιά της NSA. Ολοι είχαν «παρθένα» λάπτοπ που δεν είχαν μπει ποτέ στο Ιnternet. Το ραντεβού ορίστηκε στο εμπορικό κέντρο δίπλα στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο «Mira».

Μαξιλάρια πίσω από την πόρτα
Ολοι ανέβηκαν στο δωμάτιο του δέκατου ορόφου που νοίκιαζε ο Σνόουντεν, που, όπως παραδέχθηκε, σπανίως εγκατέλειπε φοβούμενος για τη ζωή του. «Ο Σνόουντεν έβαλε αμέσως μεγάλα μαξιλάρια πίσω από την πόρτα, για να μη μας ακούσει κανείς, ενώ για να έχει το κεφάλι του ήσυχο επί πολλές ημέρες δεν άφηνε την καθαρίστρια να του αλλάζει σεντόνια και πετσέτες» θυμάται ο Γκρίνγουολντ.

Ο… υπναράς και η αποχώρηση
«Επί δέκα ημέρες κάθε πρωί εμείς ξυπνούσαμε με άγχος και εκείνος, έχοντας κοιμηθεί σχεδόν εννέα ώρες, φρέσκος και ανανεωμένος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα» λέει ο Γκρίνγουολντ. Τελικά στις 10 Ιουνίου ο Σνόουντεν, με τη βοήθεια δύο δικηγόρων, αποχώρησε κρυφά από την πίσω πόρτα του «Mira» και εξαφανίστηκε. «Τότε αμφέβαλλα αν θα τον ξαναβλέπαμε» δήλωσε αργότερα ο Γκρίνγουολντ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ