Η στερεοτυπική εικόνα μιας Γερμανίας με σκληρά εργαζόμενους, λιτοδίαιτους πολίτες που ρέπουν προς την πρακτική πλευρά των πραγμάτων υπάρχει φυσικά, όμως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Μια μεγάλη μερίδα εύπορων πολιτών ρέπει όλο και περισσότερο στα είδη πολυτελείας και σε κάθε λογής απολαύσεις, με τη διαφορά όμως ότι τα χαίρεται πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς φανφάρες και διάθεση επίδειξης. Ξεπερνώντας τη βρετανική ή την ελβετική, η γερμανική αγορά ειδών πολυτελείας είναι η πλέον εύρωστη στην Ευρώπη –με ετήσιες αυξήσεις τζίρου που φθάνουν ως και το 20% -, αλλά στην πολυπληθέστερη και ισχυρότερη χώρα της Γηραιάς Ηπείρου η λαϊκή ρήση που θέλει το χρήμα να μην κρύβεται δεν ισχύει. Μιλάμε για μια Γερμανία της κρυφής χλιδής.
Ισως η καλβινιστική γαλούχηση να μην επιτρέπει σε πολλούς Γερμανούς να συγχέουν τον πλούτο με την επίδειξη. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι οι πλουσιότεροι άνθρωποι της χώρας είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Μπορεί να έχουν περιουσίες δισεκατομμυρίων, στη συντριπτική τους πλειονότητα όμως ο τόπος κατοικίας τους είναι άγνωστος και οι φωτογραφίες τους δεν κυκλοφορούν σε περιοδικά «lifestyle». «Οι Γερμανοί δεν είναι επιδεικτικοί καταναλωτές.
Υπάρχουν πλούσιοι σε επαρχίες, όχι στο Βερολίνο ή στο Μόναχο, που κατέχουν εταιρείες διεθνούς εμβέλειας με υψηλή εξειδίκευση, αλλά δεν ξεχωρίζουν, διότι δεν υιοθετούν το στυλ ζωής που συνδέεται παραδοσιακά με τον πλούτο. Συχνά ο μόνος τρόπος να φανεί ότι κάποιος έχει περιουσία είναι να χρηματοδοτήσει ένα επιστημονικό ή εκπαιδευτικό ινστιτούτο ή να αγοράσει μια αθλητική ομάδα»
εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο επικεφαλής του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Βρέμης Στέφεν Μάου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εύποροι Γερμανοί δεν ξοδεύουν τα χρήματά τους. Μόνο από τη «φτωχή» Ελλάδα, οι εξαγωγές πολύτιμων ή ημιπολύτιμων λίθων και πολύτιμων μεταλλευμάτων αυξήθηκαν σε όγκο κατά 1.172% το 2012. Πράγματι, από τα περίπου 15 δισ. ευρώ που ήταν ο τζίρος της αγοράς ειδών πολυτελείας για το 2012, σχεδόν το ένα τρίτο αυτού του ποσού δαπανήθηκε για κοσμήματα και πολυτελή ρολόγια, με έμφαση σε ό,τι περιέχει διαμάντια. Τη μερίδα του λέοντος, με περισσότερα από 5 δισ. ευρώ, κατέλαβε η αγορά πολυτελών αυτοκινήτων, σημειώνοντας αύξηση ως και 19% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Παράλληλα τελευταία είναι μόδα μεταξύ των πλούσιων Γερμανών να αποκτούν πολυτελείς και ακριβές συλλογές ως εναλλακτική μορφή επένδυσης: σπάνια κρασιά, έπιπλα αντίκες, παλιά, κλασικά αυτοκίνητα ή ακόμη και γραμματόσημα έχουν μεγάλη ζήτηση. Πολυτελή ρούχα και αξεσουάρ αρχίζουν να ενδιαφέρουν όχι μόνο τους νέους, αλλά κερδίζουν σημαντικό έδαφος και σε όσους, εύπορους φυσικά, βρίσκονται μεταξύ 50 και 60 ετών.
Από πού προέρχονται όλα αυτά τα χρήματα; Την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη στενάζει από τη λιτότητα, οι πλούσιοι Γερμανοί έγιναν πλουσιότεροι. «Σύμφωνα με κυβερνητική έκθεση για την οικονομική κατάσταση των Γερμανών, όσον αφορά τα περιουσιακά τους στοιχεία υπάρχει εξαιρετικά άνιση κατανομή του πλούτου. Τη δεκαετία του 1990 το κατώτερο 50% του πληθυσμού κατείχε το 4% του συνολικού πλούτου, σήμερα κατέχει μόλις το 1%. Το κορυφαίο 10% των πλουσίων πάλι κατείχε το 45% του συνολικού πλούτου της χώρας, ενώ σήμερα κατέχει το 53%.
Ταυτόχρονα το πλουσιότερο 1% κατέχει το 25% όλων των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία, που συνολικά αντιστοιχούν σε 12 τρισ. ευρώ –ποσό κολοσσιαίο που πληθυσμιακά αντιστοιχεί σε μόλις 80.000 άτομα»
μας εξηγεί ο καθηγητής Μάου.
Με τις 500 πιο πλούσιες οικογένειες της Γερμανίας να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου μισού τρισ. ευρώ, μεταξύ αυτών κάστρα και ολόκληρα δάση, ίσως τελικά οι Γερμανοί να παραμένουν ολιγοδάπανοι.
«Κυνηγούν και την επένδυσηκαι τις εμπειρίες»
Ο Μίλτον Πεντράζα, διευθύνων σύμβουλος του Luxury Institute, οργανισμού που πραγματοποιεί έρευνες στη βιομηχανία ειδών πολυτελείας, εξηγεί ότι για τους Γερμανούς η χλιδή συνδυάζεται με την επένδυση

Πού ξοδεύουν τα χρήματά τους οι πλούσιοι Γερμανοί;

«Θέλουν να παράγουν τα καλύτερα και να καταναλώνουν τα καλύτερα. Είναι απαιτητικοί πελάτες, αλλά σε γενικές γραμμές είναι λίγο πιο συντηρητικοί και «σφιχτοχέρηδες» σε σχέση με πλούσιους από άλλες χώρες. Ως επί το πλείστον ξοδεύουν για εμπειρίες, όπως ταξίδια, γκουρμέ εστιατόρια και καλά ξενοδοχεία και τεχνολογικά γκάτζετ –επίσης για την εμπειρία που παρέχουν και όχι τόσο για καταναλωτικούς λόγους. Οσον αφορά προϊόντα, αγαπούν τα καλά, ακριβά αυτοκίνητα και θέλουν να συμβαδίζουν με τις νέες τάσεις της μόδας. Τους αρέσει να ντύνονται αψεγάδιαστα και αυτό ισχύει φανατικά για άντρες και γυναίκες. Αγαπούν τις κλασικές ιταλικές και γαλλικές μάρκες και αργούν να πειραματιστούν με νέους σχεδιαστές από την Αμερική ή τη Γερμανία. Οσον αφορά τα κοσμήματα, επενδύουν αρκετά σε αυτά, ιδίως αν έχουν διαμάντια, και σε ακριβά ρολόγια –πάλι όμως επιδιώκουν πιο κλασικές, διαχρονικές αγορές».
Είναι επιδεικτικοί ως προς τις αγορές τους;
«Γενικά η επίδειξη θεωρείται ένδειξη κακού γούστου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι εύποροι Γερμανοί προέρχονται από οικογένειες που ήταν πλούσιες επί γενιές και έχουν συνηθίσει στα πλούτη. Οταν επιδεικνύουν τα πλούτη τους, δεν το κάνουν για να το δουν οι φτωχότεροι από αυτούς, αλλά μια περίκλειστη ομάδα ομοίων τους. Μιμούνται μόνο άτομα του στενού τους κύκλου, για παράδειγμα προτιμούν τα ίδια πεντάστερα ξενοδοχεία στο Παρίσι ή στο Μαϊάμι. Γενικά όμως είναι συντηρητικοί και προσπαθούν να συνδυάζουν την απόκτηση πολυτελών αγαθών με την επένδυση. Μια πλούσια Γερμανίδα μπορεί να δαπανήσει 20.000 ευρώ ή και περισσότερα για μια δερμάτινη τσάντα «Κέλι» ή «Μπίρκιν», όμως, ακόμη και αν δεν σκοπεύει να τη μεταπωλήσει, θέλει να είναι βέβαιη ότι δεν θα χάσει ποτέ την αξία της».

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 27 Σεπτεμβρίου 2013

HeliosPlus