Οταν ήταν οκτώ ετών, ο Μοχάμεντ είδε τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους να σέρνουν τον πατέρα του από το σπίτι τους στη Μοσούλη και να τον πυροβολούν μέχρι θανάτου έξω στον δρόμο. «Εκλαιγα και τους ούρλιαζα να τον αφήσουν ήσυχο και να φύγουν από το σπίτι μας» λέει στους «New York Times» ο Μοχάμεντ που είναι σήμερα δέκα ετών. Αφού οι μαχητές άρπαξαν τη μητέρα του, ο Μοχάμεντ και τα τρία μικρότερα αδέλφια του κατέληξαν σε έναν καταυλισμό για εκτοπισμένους και τελικά, εφέτος την άνοιξη, στο ορφανοτροφείο της πόλης.
Τα τέσσερα ορφανά είναι μερικά από τα εκατοντάδες παιδιά του Ιράκ που έχασαν τους γονείς τους εξαιτίας της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Κράτους και τις παρατεταμένες μάχες με στόχο να αποσπάσουν με βία τα εδάφη της χώρας.
Αλλά σε αντίθεση με τους κυβερνητικούς στρατιώτες που πολέμησαν σε αυτές τις μάχες και οι οποίοι τιμήθηκαν και μνημονεύονται στα μνημεία σε κάθε πόλη του Ιράκ, αυτά τα παιδιά κινδυνεύουν να ξεχαστούν και να θεωρηθούν παράπλευρες απώλειες πολέμου.
Λιγοστά κεφάλαια
Το κράτος του Ιράκ διαθέτει λιγοστά κεφάλαια για αυτά τα θύματα και οι κατεστραμμένες κοινότητες της χώρας, που ακόμη προσπαθούν να ξαναφτιάξουν από το μηδέν βασικές υποδομές και υπηρεσίες όπως την υγειονομική περίθαλψη και τον ηλεκτρισμό, είναι υπερβολικά φορτωμένες για να χειριστούν τις ανάγκες των ορφανών.
«Ολοι έχουμε δει τόσο πολλά δεινά τα τελευταία χρόνια, καθένας από εμάς έχει τις δικές του απώλειες, τη δική του ιστορία να διηγηθεί» αναφέρει στην αμερικανική εφημερίδα ο αναπληρωτής διευθυντής του ορφανοτροφείου στη Μοσούλη Αμάλ Αμπντουλάχ. «Είναι καθήκον μας τώρα να προσπαθήσουμε να δώσουμε πίσω σε αυτά τα παιδιά λίγη ευτυχία».

Κανένας ιρακινός κυβερνητικός οργανισμός ή διεθνής ανθρωπιστική ομάδα δεν έχει συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον ακριβή αριθμό των ορφανών από το καλοκαίρι του 2014, όταν δηλαδή το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε το ένα τρίτο της χώρας, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, οπότε και η κυβέρνηση του Ιράκ επανακατέλαβε τις βασικές πόλεις από τους εξτρεμιστές.
Η επικεφαλής της επιτροπής γυναικών του επαρχιακού συμβουλίου της Μοσούλης Σουκάινα Αλι Γιουνίς συνέταξε τα αρχεία περίπου 13.000 ορφανών στην πόλη. Οι κοινωνικοί λειτουργοί αναφέρουν ότι υπάρχουν και άλλες χιλιάδες ορφανά σε άλλες πόλεις και επαρχίες που απελευθερώθηκαν από την τρομοκρατική οργάνωση. Αναφέρουν ότι 20.000 χιλιάδες είναι μια συντηρητική εκτίμηση για το σύνολο των ορφανών, πολλά από τα οποία ζουν μαζί με συγγενείς τους.
Χωρίς κανέναν στον κόσμο
Υπάρχουν και τα ορφανά όμως που δεν έχουν κανέναν στον κόσμο και πολλά φιλοξενούνται σήμερα στο ορφανοτροφείο της Μοσούλης, ένα κρατικό κτίριο που επί ημερών του Ισλαμικού Κράτους ήταν ένα στρατόπεδο στρατολόγησης εφήβων.
Αυτή την άνοιξη ο διευθυντής του ορφανοτροφείου Γκαζουάν Μουχαμάντ και το προσωπικό του, επτά κοινωνικοί λειτουργοί, νοσοκόμες και μάγειρες, άνοιξαν το μέρος για να δώσουν σε 50 παιδιά ένα σπίτι για να ζήσουν, μεταξύ αυτών 17 νεογέννητα εγκαταλελειμμένα από τις μητέρες τους, που τα παράτησαν φοβούμενες το στίγμα να μεγαλώνουν το παιδί κάποιου μαχητή.
«Κανένα παιδί δεν είναι υπεύθυνο για τις πράξεις των γονιών του» λέει ο Ιμάμ Σαλίμ, κοινωνικός λειτουργός στο ορφανοτροφείο. «Καθένα από τα παιδιά μας είναι θύμα. Ολα χρειάζονται την αγάπη μας».

Οταν ένα δεκάχρονο αγόρι, ο πατέρας του οποίου υπήρξε μαχητής του Ισλαμικού Κράτους, έφθασε την άνοιξη στο ορφανοτροφείο, υπέφερε πολύ από τα ίδια ψυχικά τραύματα που είχαν και τα άλλα παιδιά. Ο ύπνος του ήταν γεμάτος εφιάλτες και οι μέρες του γεμάτες λύπη για την απώλεια των γονιών του. Το προσωπικό προσπάθησε να κρατήσει μυστική την ταυτότητα του πατέρα του προκειμένου να αποφύγει τα παρατράγουδα. Ομως τα νέα μαθεύτηκαν και ξαφνικά η ήσυχη ζωή που είχαν προσπαθήσει να οικοδομήσουν για το αγόρι κατέρρευσε.
Ουλές σε σώμα και ψυχή



Η Νουρ στην ίδια ηλικία έχασε 19 μέλη της οικογένειάς της από επίθεση αυτοκτονίας την ώρα που επιχειρούσε να δραπετεύσει από την πολιορκημένη πόλη. Η ίδια ήταν η μόνη που επέζησε. Θυμάται να πετάγεται στον αέρα και να καίγεται και τίποτα άλλο. Οι γονείς της, η μικρή της αδελφή, τα έξι ξαδέλφια της, οι έξι θείες και θείοι και η γιαγιά της, όλοι σκοτώθηκαν.
Η 63χρονη θεία της και η 21ετών αδελφή της που επέζησαν τη βρήκαν σε ένα νοσοκομείο όπου ένας στρατιωτικός αμερικανός γιατρός τής έσωσε τη ζωή. Ηταν εύθραυστη και γεμάτη επιδέσμους σε όλο της το σώμα και σε αυτή την κατάσταση την πήραν σπίτι της θείας της. Ωστόσο η οικογένειά της δεν είχε κανέναν τρόπο να φροντίσει τις ουλές της που της προκαλούσαν πόνο, στο πρόσωπο και σε όλο της το σώμα. Ούτε και τον ψυχικό πόνο από τον οποίο υπέφερε. Η Νουρ είχε εγκαύματα δεύτερου και τρίτου βαθμού από τα άκρα των δακτύλων της μέχρι τους αγκώνες, τα μάγουλα, αλλά και σοβαρή βλάβη στα νεύρα των δύο χεριών της.
Την περασμένη άνοιξη η θεία της την έγραψε στο σχολείο ελπίζοντας ότι η ρουτίνα θα τη βοηθούσε να αντιμετωπίσει τη θλίψη της. Την πρώτη βδομάδα στην τάξη οι συμμαθητές και οι δάσκαλοι γελούσαν με την εμφάνισή της. Η Νουρ σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο. Σήμερα περνά τη μέρα της παίζοντας με έναν Μίκι Μάους. Τον προτιμά από τις κούκλες που έχουν τα κορίτσια της ηλικίας τους και όπως λέει «είναι δύσκολο να παίζω με τις κούκλες μου και να προσποιούμαι ότι είμαι μια από αυτές. Αφού δεν είμαι πια όμορφη».

HeliosPlus