Αν κάτι σε κρατάει με την πρώτη ματιά εδώ είναι η άπλα του χώρου, εσωτερικού και εξωτερικού, και η καθησυχαστική διακόσμηση σε γήινα χρώματα, χωρίς υπερβολές και εξάρσεις. Αίσθηση εξοχής, όχι μόνο στον κήπο αλλά και στη σάλα, με το μεγάλο τζάκι και την κυκλική βεράντα, που μέσα από μεγάλες τζαμαρίες βλέπει φύση. Το ίδιο το κτίριο, η ατμόσφαιρα, το σέρβις και η περιοχή σού γεννούν την προσδοκία για καλό, γενναιόδωρο φαγητό «αστικού» τύπου. Δύσκολο στοίχημα στις εποχές μας, που, ωστόσο, και καθώς περνούν οι πρώτοι μήνες της λειτουργίας του εστιατορίου, μοιάζει μέρα με την ημέρα να κερδίζεται, αργά και σταθερά.

Οι άνθρωποι. Τη σεφ Ντίνα Νικολάου τη γνώρισα πριν από αρκετά χρόνια και πρώτη φορά δοκίμασα την κουζίνα της στο εστιατόριο που διατηρεί με την αδελφή της στο Παρίσι, το Evi Evane. Εκεί, στο 6ο Διαμέρισμα και κοντά στην πλατεία του Αγίου Σουλπικίου, σε ένα κτίριο του 17ου αιώνα, με πέτρινους τοίχους και ξύλινα δοκάρια, η Ντίνα έχει στήσει τη δική της Ελλάδα.

Στον μικρό χώρο και υπό το βλέμμα Ελληνίδων όπως η Κάλλας, η Μερκούρη και η Παπά, μοιράστηκα με τους παριζιάνους γειτονοτράπεζους τις θηλυκές γεύσεις της πατρίδας όπως εκείνη τις μεταφέρει στις αποσκευές της μνήμης της. Οι Γάλλοι την αγάπησαν γι’ αυτό ακριβώς και την τιμούν πολύ συχνά με την παρουσία τους. Λιτή αλλά τολμηρή στους συνδυασμούς της, υποτάσσει με τις τεχνικές της υψηλής γαλλικής κουζίνας – απόφοιτος της Cordοn Bleu βλέπετε – τις ελαφρώς… αναρχικές ελληνικές γεύσεις. Εδώ, στην Κηφισιά πια, παρουσιάζει μια κουζίνα με διεθνείς επιρροές, κυρίως μαροκινές και γαλλικές, αλλά σαφέστατα μεσογειακές, με υπογραφή αναγνωρίσιμη.

Tο φαγητό. Το καλωσόρισμα της ζεστής μανιταρόσουπας ευπρόσδεκτο, με το αφράτο συνοδευτικό αλμυρό κέικ να δίνει εξαρχής το στίγμα της σεφ. Στα ορεκτικά, από το «ο» της θάλασσας με κέρδισαν η γαρίδα με το μαυροσούσαμο και το καπνιστό χταπόδι με άρωμα πορτοκαλιού, ενώ από το στεριανό «ο» δεν μπορώ να ξεχωρίσω ανάμεσα στον αφράτο ρεβιθοκεφτέ, στο πιτάκι γιουφκά με τραχανά, σύγκλινο και πράσο και την πιτούλα φρέσκων μυρωδικών όπου το μυρώνι έδινε ρέστα.
{{{ moto }}}
Εξαιρετική και πολύ «Ντίνα» η σαλάτα με την πάπια, όπου οι λεπτές ισορροπίες στις υφές αλλά και στα αρώματα του μανταρινιού απέναντι σε εκείνα των φρούτων του δάσους δείχνουν γνώση των υλικών της. Το κότσι του αγριογούρουνου μελωμένο, με σάρκα πεντανόστιμη, συμπληρώνεται από πουρέ κάστανου που τονίζει το γήινο του πιάτου. Στο τέλος, ένα τραγανός καρυδάτος μπακλαβάς χωρίς περιττές γλύκες και σιρόπια με συνοδεία παγωτού κλείνει ένα ωραίο γεύμα.

Το σέρβις. Ικανό, εκπαιδευμένο, επαγγελματικό, χωρίς ιδιαίτερες οικειότητες, αλλά εξυπηρετικό και άμεσο. Ισως λίγο πιο απρόσωπο απ’ όσο θα το ήθελα.

Το κρασί. Μεγάλη λίστα, με εκπροσώπηση όλων των περιοχών, ποικιλιών και τάσεων της χώρας και σε καλές τιμές. Σε ποτήρι θα πιείτε Τσάνταλη.

Οι τιμές.
Για ένα πρώτο και ένα κύριο υπολογίστε περίπου 30-35 ευρώ το άτομο, με μερίδες πλούσιες. Μπορείτε, ωστόσο, να πάρετε το προτεινόμενο μενού των 5 πιάτων (2 πρώτα, 1 κύριο, σαλάτα, γλυκό και 1 ποτήρι κρασί) με 25 ευρώ, ενώ αν έχετε πιτσιρίκια, το παιδικό (πρώτο, δεύτερο, σαλάτα, γλυκό) κοστίζει 15 ευρώ.

Τελική εντύπωση. Το Ομικρον είναι πολύ νέο ακόμη, αλλά μάλλον ήρθε για να μείνει και όχι να εξαφανιστεί σε μία σεζόν. Και θα τα καταφέρει αν η κουζίνα του παραμείνει σταθερή στον προσανατολισμό της, χωρίς σκαμπανεβάσματα και δυσάρεστες εκπλήξεις στην ποιότητα, σε τιμές φιλικές στον καταναλωτή. Κατεύθυνση που είναι επιλογή και της σεφ με την οποία συζητήσαμε. Περιμένουμε να το δούμε σε βάθος χρόνου.

Ομικρον, Δρόσου 1 και Αίγλης 29, Κηφισιά, {{{ map }}}
τηλ. 210 6202 475,
www.omikronrestaurant.gr