Το 1956 ο παντοδύναμος διευθυντής της 20th Century Fox Σπύρος Σκούρας, θέλοντας να ενισχύσει την ανάπτυξη του τουρισμού στη φτωχή τότε Ελλάδα, έστειλε να γυριστεί εδώ, στην Υδρα, «Το παιδί και το δελφίνι» με τη Σοφία Λόρεν. Η Υδρα, τα τοπία, η θάλασσα αλλά και το τραγούδι του Τάκη Μωράκη «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη», που εντελώς συμπτωματικά τραγούδησε η Λόρεν, άρχισαν να κάνουν την Ελλάδα να συζητιέται. Η Υδρα έγινε της μόδας. Το 1961 «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», που γυρίστηκαν στη Ρόδο, ήταν η Νο 1 σε εισπράξεις ταινία στις ΗΠΑ. Μετά τον θρίαμβο του «Ποτέ την Κυριακή» ήρθαν κι άλλες ξένες ταινίες να γυριστούν στην Ελλάδα, ανάμεσά τους, τo 1962, το «Συνέβη στην Αθήνα», «Ο Λέων της Σπάρτης» κ.ά. Φυσικά, ο παγκόσμιος εισπρακτικός θρίαμβος του «Ποτέ την Κυριακή», το 1960, και των «Παιδιών του Πειραιά» του Χατζιδάκι που τραγούδησε όλη η υφήλιος, όπως και ο «Ζορμπάς» του Κακογιάννη το 1964, με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που χόρεψε όλη η υφήλιος, έκαναν την Ελλάδα κινηματογραφικά… very hot! Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό.
Το θέμα μας είναι οι ελληνικές ταινίες, τότε, στα χρόνια του ’60, που σταδιοδρόμησαν εκτός Ελλάδας, όχι τόσο οι συμμετέχουσες στο διαγωνιστικό τμήμα ή και στην απλή αγορά ενός φεστιβάλ, όσο εκείνες που αγοράστηκαν από ξένους διανομείς για να παιχτούν –μεταγλωττισμένες κυρίως –στα σινεμά της πατρίδας τους ή και στην τηλεόραση, σε όσες χώρες, βέβαια, είχαν ήδη τηλεόραση από τα χρόνια του ’60. Σήμερα, που το Internet έχει φέρει τον κόσμο πιο κοντά, μαθαίνουμε για τις εισπράξεις που σημειώνουν οι ταινίες σε όλες τις χώρες του κόσμου. Αλλά όλες οι χώρες του κόσμου, είτε για τα σινεμά είτε για την τηλεόρασή τους, είτε είχαν ένα κανάλι στην τηλεόραση είτε είκοσι, χρειάζονταν πάντα πολλές ταινίες για να καλύψουν το πρόγραμμα και δεν χρειαζόταν να είναι όλες μεγάλες παραγωγές ή να διαθέτουν μεγάλες υπογραφές –όπως και σήμερα, άλλωστε, που τα κανάλια, και στην Ελλάδα, έχουν ταινίες που παίζονται τα χαράματα, για να γεμίζουν το πρόγραμμά τους. Βέβαια, κάποιες πήγαν στα φεστιβάλ, κάποιες βραβεύτηκαν σε αυτά τα φεστιβάλ, μερικές παίχτηκαν στο μεγάλο εμπορικό κύκλωμα διαφόρων χωρών και ορισμένες από αυτές έσπασαν και τα ταμεία.
«Tα κοινωνικά δράματα και οι ταινίες που το θέμα τους είχε διεθνές ενδιαφέρον πωλούνταν. Οι τιμές που παίρναμε ήταν αστείες. Και όσα γράφονταν εδώ, όπως «Ενδιαφέρθηκαν οι Αμερικανοί να αγοράσουν την τάδε ταινία ή η τάδε ταινία παίζεται έξω», ήταν υπερβολικά. Από τις δικές μου ταινίες πουλήθηκαν όλα τα κοινωνικά δράματα. «Κατήφορος», «Νόμος 4000″… Ο «Κατήφορος», το ’62 ή το ’63, ήταν η ταινία που έκανε τα περισσότερα εισιτήρια στο Μεξικό. Μεταγλωττισμένη, βεβαίως. Επειδή είχε αυτή την επιτυχία, ο μεξικανός διανομέας είχε έλθει στην Ελλάδα και ήθελε να προαγοράσει όλη την παραγωγή του Φίνου σε δράματα, δίνοντας τα 3.000 δολάρια που είχε δώσει για τον «Κατήφορο». Και τότε, κάτι υποπτευθήκαμε και δεν τα δώσαμε. Μετά, νομίζω, η τιμή αυξήθηκε σε 5.000 δολάρια. Δεν υπήρχαν ποσοστά και τέτοια. Και πού να ψάξεις να τα βρεις τα ποσοστά. Τότε, 5.000 δολάρια ήταν γύρω στις 150.000 δραχμές και οπωσδήποτε ήταν μια οικονομική έξτρα βοήθεια για τον παραγωγό, ειδικά για τον Φίνο, που ήταν μονίμως χρεωμένος. Παίχτηκαν ταινίες έξω. Η μόνη μουσική κωμωδία που πωλήθηκε ήταν «Οι θαλασσιές οι χάντρες». Την αγόρασαν οι Γάλλοι που την είδαν στις Κάννες μαζί με τη «Στεφανία» και τις ντούμπλαραν στα γαλλικά. Ηταν απίστευτα καλή η μεταγλώττιση στα γαλλικά, ακόμη και τα τραγούδια είχαν μεταφραστεί, και ήταν παράξενο να βλέπεις τον Βουτσά να λέει στα γαλλικά ελληνικά αστεία. Τότε είχαμε φασαρίες με τη χούντα. Διότι, όταν παίχτηκε η «Στεφανία», φαντάζονταν οι Γάλλοι ότι αυτή ήταν η κατάσταση στα αναμορφωτήρια εκείνη την εποχή. Η χούντα είχε ανησυχήσει και ήθελε να αποσύρουμε την ταινία.Συνεργαζόμασταν δε για τις μεταγλωττίσεις με τον καλύτερο που υπήρχε τότε στην Ελλάδα, τον Μαξ Ρόμαν, ο οποίος ήταν και ηθοποιός και ο πρώτος που άρχισε την ιστορία με τις μεταγλωττίσεις των ελληνικών ταινιών. Τότε μια ταινία στον Φίνο, που ήταν ο πιο απαιτητικός και μερακλής στις ταινίες του, στοίχιζε ενάμισι εκατομμύριο (οι ασπρόμαυρες) και δυόμισι με τριάμισι εκατομμύρια δραχμές (οι έγχρωμες). Οπότε, καταλαβαίνεις τι σήμαινε να έρχονται αυτά τα χρήματα ζεστά στο ταμείο της παραγωγής. Αυτό ισχύει και για τις μουσικές ταινίες, αλλά κυρίως για τα δράματα. Μάλιστα, στις Κάννες το 1967 κάποιος ρώτησε πόσο στοίχισαν οι «Θαλασσιές οι χάντρες», του είπαμε δυόμισι εκατομμύρια και εκείνος απάντησε «μα ποιος είναι αυτός ο σκηνοθέτης που κατάφερε να γυρίσει αυτή την ταινία μόνο με δυόμισι εκατομμύρια δολάρια;». Οταν του είπαμε ότι κόστισε το ποσό σε δραχμές, δηλαδή γύρω στα 85.000 δολάρια, δεν το πίστευε».
Αυτά ήταν λόγια του Γιάννη Δαλιανίδη, από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου και της Finos Film στα χρόνια του ’60. Ο Ντίνος Δημόπουλος, από την άλλη, θυμόταν πώς έπεισε τον Φίνο το 1963 να γυρίσει μια ταινία χωρίς μεγάλα αστέρια, φθηνή στην παραγωγή, και όπως πίστευε ο ίδιος ότι έπρεπε να γίνει. Ηταν το «Αμόκ», ξεχωριστή ταινία, αλλά, επειδή ήταν ακατάλληλη, δεν έκοψε ιδιαίτερα πολλά εισιτήρια. Παίχτηκε, όμως, γύρω στις 15 εβδομάδες στο Μπρόντγουεϊ, στη Νέα Υόρκη. Μεταγλωττισμένη κι αυτή, φυσικά. Ο Ντίνος Δημόπουλος, μάλιστα, καμάρωνε πως η ταινία πουλήθηκε στο εξωτερικό με το πρωτοφανές για την εποχή ποσό των 20.000 δολαρίων.
Το καλύτερο, όμως, σε όλα αυτά είναι μια ιστορία από το 1980, όταν η Αλίκη αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο και να περάσει από οντισιόν για να πάρει τα δικαιώματα για την «Εβίτα», ένα καινούργιο έργο τότε, που έσκιζε παγκοσμίως, και δεν έδιναν εύκολα τα δικαιώματα. Ενας, όμως, από την επιτροπή, στην οποία έδινε την οντισιόν, ξύπνησε λίγο πιο νωρίς το πρωί, και, πίνοντας τον καφέ του, επειδή δεν είχε τι να κάνει, άρχισε να αλλάζει κανάλια στην τηλεόραση. Και το BBC2 έπαιζε την «Υπολοχαγό Νατάσσα», υποτιτλισμένη στα αγγλικά. Οταν ξαφνικά εμφανίστηκε η Αλίκη, ο συγκεκριμένος άνθρωπος είπε στους υπόλοιπους: «Μα, αυτή είναι μεγάλη πρωταγωνίστρια, μόλις το πρωί είδα μια ταινία, μεγάλη παραγωγή, που ήταν βασισμένη επάνω της!». Κι έτσι η Αλίκη πήρε τα δικαιώματα για την «Εβίτα». Ειδικά η «Υπολοχαγός Νατάσσα» πουλήθηκε σε πάρα πολλές χώρες και υπάρχουν αφίσες της σε πάρα πολλές γλώσσες. Ομως σε αυτό το θέμα η Αλίκη έχει μια παγκόσμια, πρωτοφανή πρωτιά που δεν νομίζω πως θα ξαναϋπάρξει. Στις αρχές των 60s ήταν τόσο δημοφιλής στην Τουρκία, ώστε υπήρχε μια γυναίκα η οποία έβγαζε για μία δεκαετία το ψωμί της ντουμπλάροντας με τη φωνή της την Αλίκη στις ταινίες της που παίζονταν στη γείτονα χώρα. Το 1963, λοιπόν, το «Χτυποκάρδια στο θρανίο» γυρίστηκε ταυτοχρόνως, δύο φορές, στο ίδιο διάστημα, πλάνο πλάνο, στα ελληνικά και στα τουρκικά. Ο Σακελλάριος, ο Χατζιδάκις και η Αλίκη ήταν οι βασικοί συντελεστές που δεν άλλαζαν, αλλά τους ρόλους έπαιζαν στη μία ταινία μόνο έλληνες ηθοποιοί και στην άλλη μόνο Τούρκοι. Κάθε πλάνο γυριζόταν δύο φορές, μία με τους Eλληνες και μία με τους Tούρκους. Μάλιστα, η Αλίκη θυμόταν: «Κάθε πρωί έφτανε στο πλατό ο τούρκος συμπρωταγωνιστής μου, ο γοητευτικός Ορχάν Γκιουνσιράι, με ένα τριαντάφυλλο και μου έλεγε «Καλημέρα, δεσποινίς Αλίκη», ενώ ο Δημητράκης (σ.σ.: Παπαμιχαήλ) μου έλεγε «Πάλι άργησες, μωρή;».Στην ταινία, που στα τουρκικά είχε τον τίτλο «Sıralardaki Heyecanlar», ήμουν ντουμπλαρισμένη στα τουρκικά, αλλά όλα τα τραγούδια τα τραγούδησα εγώ, μαθαίνοντας απέξω τους τουρκικούς στίχους».
Υπάρχουν ελληνικές ταινίες που δεν φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να έχουν πουληθεί και να έχουν προβληθεί σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Για να διαφημιστούν δε, οι παραγωγοί τύπωναν φυλλάδια με όλα τα στοιχεία και πολλές φωτογραφίες, ελκυστικές, ακριβώς για να προσελκύσουν τους αγοραστές. Και φυσικά, σύμφωνα με τους στοιχειώδεις νόμους του εμπορίου, για να τυπώνονται τόσο ακριβά και πολυτελή για την εποχή φυλλάδια, πάει να πει πως υπήρχε και αγοραστικό κοινό για τις ταινίες. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό το κομμάτι δεν είναι αφίσες, αλλά αυτά ακριβώς τα φυλλάδια, τα οποία μοιράζονταν για την εμπορική προώθηση κάθε ταινίας. Ηταν περιποιημένα, έγχρωμα πια στα χρόνια του ’60, και φρόντιζαν στο εξώφυλλο να φιλοξενούν το πιο γοητευτικό πρόσωπο της ταινίας ή μια σκηνή που να δείχνει τι είδους ταινία ήταν. Τα φυλλάδια, π.χ., από τη «Στέλλα» (1955), το «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και το «Τελευταίο ψέμμα» (1958), και τα τρία φιλμ του Κακογιάννη, είναι σαφέστατα πιο φτωχά σε σχέση με τα κατοπινά. Ενδιαφέρον έχει να δει κανείς, όμως, πώς μεταφράζονταν οι τίτλοι από αυτές τις ταινίες για το εξωτερικό. Ετσι, το «Μια κυρία στα μπουζούκια» έγινε «Α Lady in Sirtaki Dance», το «Γοργόνες και μάγκες» έγινε «Mermaids for Love», και το «Δόλωμα» έγινε «Ace of Spades» ή «Τhe Queen of Sheba» (!). Το «Μερικοί το προτιμούν κρύο» έγινε «Some Like it Cool», το «Κορίτσια για φίλημα» έγινε «Kissing Beauties», ενώ οι «Θαλασσιές οι χάντρες» έγιναν «Les Perles Grecques». Η «Κόρη μου η σοσιαλίστρια» έγινε «My Daughter, the Socialist», ενώ οι «Διπλοπεννιές» έγιναν «Dancing the Sirtaki».
Ελληνικές, βέβαια, ταινίες ταξίδευαν στο εξωτερικό ήδη από τα χρόνια του ελληνικού βωβού κινηματογράφου, τις δεκαετίες του 1920 και 1930, κυρίως για τους έλληνες μετανάστες, και κάπως έτσι έχουν σωθεί, ξεχασμένες σε υπόγεια και σε πατάρια κινηματογράφων, ταινίες που θεωρούνταν για πάντα χαμένες. Ο πρώτος άνθρωπος που «κυνήγησε» την εξαγωγή των ταινιών του αλλά και του ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό ήταν ο πρωτοπόρος –και σε αυτό –Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος για πρώτη φορά έστειλε ελληνική ταινία μεγάλου μήκους, το 1948, σε ξένο φεστιβάλ, στο Βέλγιο. Ο «Μαρίνος Κοντάρας», όπως και οι περισσότερες από τις ταινίες του, παίχτηκαν στο εξωτερικό και μάλιστα στο εμπορικό κύκλωμα. Εφτασε δε στο αποκορύφωμά του με την «Κάλπικη λίρα», η οποία ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε στα σινεμά της Σοβιετικής Ενωσης, το 1955, ταυτοχρόνως σε 1.000 αίθουσες, αποσπώντας πραγματικά διθυραμβικές κριτικές.
Πολλές ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, με πρώτες και καλύτερες, βέβαια, εκείνες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, τα τελευταία 40 χρόνια έχουν παιχτεί σε μεγάλα και μικρά φεστιβάλ ανά τον πλανήτη και κάποιες από αυτές κέρδισαν και βραβεία. Ομως τη ζωντάνια και την κίνηση των ελληνικών ταινιών στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1950 έως το 1970, δεν την έφτασε ποτέ ξανά το ελληνικό σινεμά. Γιατί ήταν μια ζωντανή βιομηχανία, που μπορούσε να γυρίζει και σπουδαίες και ωραίες ταινίες, μέσα στο πλήθος και των σκουπιδιών που έφτιαχνε. Αλλά, κυρίως, ήξερε να δημιουργεί ταινίες με σενάρια και καλή τεχνική, οι οποίες μπορούσαν να παιχτούν και στο εξωτερικό στα σινεμά, με τον πολύ ή τον λίγο κόσμο. Και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφερθούμε σε εκείνον τον σπουδαίο άνθρωπο που λεγόταν Βίκτωρ Μιχαηλίδης: την ψυχή του μεγαλύτερου και διαχρονικότερου οργανισμού εισαγωγής ξένων ταινιών στην Ελλάδα, της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, ο οποίος, όταν αποφάσισε η εταιρεία του να φτιάξει ελληνικές ταινίες, μόνη της ή με συμπαραγωγό τη Finos Film στα χρόνια του ’60, φρόντισε, με το κέφι της γνωριμίας, τον δυναμισμό και την οργανωτικότητά του, πολλές από αυτές τις ταινίες να τις στείλει σε ξένα φεστιβάλ, να προβληθούν σε πολλές χώρες του εξωτερικού, και δύο από αυτές –«Τα κόκκινα φανάρια» και «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» –να φτάσουν μέχρι τις υποψηφιότητες για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Ηταν η εποχή που ο κινηματογράφος υπαγόταν στο υπουργείο Βιομηχανίας –δεν υπήρχε υπουργείο Πολιτισμού ούτε, φυσικά, Κέντρο Κινηματογράφου. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους. Ηταν η εποχή που κανείς δεν σκέφτηκε να στείλει στις υποψηφιότητες των Οσκαρ για το βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας, το 1960, το «Ποτέ την Κυριακή» (πέρα από τις υπόλοιπες πέντε υποψηφιότητες της ταινίας), το οποίο ήταν σίγουρο ότι θα έπαιρνε. Ηταν η εποχή που η Ελένη Βλάχου, προσωπικά, πήρε την κατάσταση στα χέρια της και σχεδόν επέβαλε στην τότε κυβέρνηση Καραμανλή να στείλει στις υποψηφιότητες των Οσκαρ την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη –και η «Ηλέκτρα» ήταν μέσα στις πέντε υποψήφιες ταινίες τού 1962.
Ηταν μια άλλη εποχή, χιλιάδες χρόνια πριν. Γι’ αυτό, άλλωστε, και αυτές τις ταινίες τις βλέπουμε και τις ξαναβλέπουμε συνέχεια στην τηλεόραση.Σε αυτές τις σελίδες θα θαυμάσετε τα ξενόγλωσσα διαφημιστικά φυλλάδια που φτιάχτηκαν για την προώθησή τους στο εξωτερικό.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ