«Περπατούσα στη rue de Charonne, με κατεύθυνση τη Βαστίλλη. Επικρατούσε ηρεμία στον δρόμο. Προσπέρασα ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο και θυμάμαι τον μάγειρα δίπλα στην πόρτα να μιλάει όρθιος στο τηλέφωνο και λίγο κόσμο στην ταράτσα ενός café. Κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο επιβράδυνε την πορεία του δίπλα μου, και μια μαυροφορεμένη φιγούρα βγήκε και στάθηκε στο πλάι. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να αναπηδώ από τον θόρυβο, νόμιζα ότι κάποιος έριχνε πυροτεχνήματα, ότι ίσως έπαιζαν παιδιά με δυναμιτάκια. Μετά είδα τα όπλα. Εδειχναν τόσο ήρεμοι και τόσο αποφασισμένοι οι δράστες. Εμεινα έκπληκτος. Οταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο, το μυαλό λειτουργεί πολύ αργά, είναι σαν να είσαι υπνωτισμένος. Δεν ένιωσα ακριβώς φόβο, όμως κάτι μέσα μου σαν να με παρακίνησε να κινητοποιηθώ, κάτι να κάνω. Μου πέρασε φευγαλέα από το μυαλό να ξαπλώσω στο έδαφος, αλλά ήμουν πολύ κοντά στον δολοφόνο. Τότε αποφάσισα να τρέξω, δεν νομίζω ότι έχω τρέξει τόσο γρήγορα άλλη φορά στη ζωή μου.
Κάθε βήμα μου πίστευα ότι θα ήταν το τελευταίο. Μου είναι αβάσταχτο να σκέφτομαι τι σήμαινε κάθε πυροβολισμός που άκουγα καθώς απομακρυνόμουν τώρα που γνωρίζω τι έγινε. Εφτασα στο διαμέρισμα όπου έμενα και ανέβασα ένα μήνυμα στο Facebook για όποιον ήταν στη γειτονιά, ότι θα ήταν καλύτερα να μη βγει από το σπίτι του. Ολο το βράδυ σκεφτόμουν ότι με μια μικρή κίνηση του εκτελεστή θα ήμουν νεκρός. Την επόμενη ημέρα έμαθα πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν στο εστιατόριο La Belle Équipe από όπου είχα τρέξει. Ξαφνιάστηκα, γιατί μου είχε φανεί ότι δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος εκεί. Δεν είδα ανθρώπους να δολοφονούνται. Είδα, όμως, τις σφαίρες να βγαίνουν από τα όπλα. Είδα το βλέμμα των δολοφόνων. Το Σάββατο ζήτησα ψυχολογική στήριξη στο Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων και μίλησα με ανθρώπους που βρίσκονταν στο Bataclan ή στα άλλα μπαρ και εστιατόρια. Τώρα έχω επιστρέψει στο Βέλγιο και έχω πληροφορηθεί ότι οι δράστες είναι από το ίδιο μέρος με εμένα και με έχει σοκάρει και αυτό». Αυτά περιέγραψε στο ΒΗΜΑgazino ο Νταμιέν Ζαλέ, βέλγος χορογράφος, αυτόπτης μάρτυρας μίας από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το βράδυ της 13ης Νοεμβρίου.
Η ζωή, όμως, έχει το συνήθειο να συνεχίζεται. Το Bataclan πιθανώς να είναι ακόμη κλειστό, όπως όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές. Την Τρίτη που μας πέρασε, ο πληγείς συναυλιακός χώρος ανακοίνωσε έναν αριθμό τηλεφώνου με τον οποίο μπορούν να επικοινωνήσουν επιζώντες και συγγενείς των θυμάτων για να εντοπίσουν τα προσωπικά αντικείμενα που άφησαν πίσω τους οι θεατές οι οποίοι βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους τρομοκράτες. Παράλληλα, η καμπάνια που ξεκίνησε στο Facebook προκειμένου να προωθηθεί στα βρετανικά τσαρτ η διασκευή των Eagles of Death Metal, στο «Save a Prayer», μοιάζει να αποδίδει. Δεν το επιδίωξαν, αλλά το ροκ συγκρότημα που βρισκόταν στη σκηνή του συναυλιακού χώρου την ώρα που οι ένοπλοι άνοιξαν πυρ, «κέρδισε» μια προβολή που ποτέ του φυσικά δεν θα επιδίωκε με τέτοιον τρόπο και ούτε θα επιθυμούσε. Οι δημιουργοί (και πρώτοι ερμηνευτές) του τραγουδιού, Duran Duran, δήλωσαν ότι θα δωρίσουν όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις σε φιλανθρωπικές οργανώσεις που προωθούν την ειρήνη και την αλληλεγγύη. Ο street artist Fred le Chevalier γεμίζει τους δρόμους γύρω από το μπαρ Le Carillon και το εστιατόριο Le Petit Cambodge με τις αναγνωρίσιμες ζωγραφιστές φιγούρες του που μιλούν για την αγάπη. «Είχα ανάγκη από αυτή την αντίθεση, να πηγαίνεις κόντρα στη σκληρότητα με κάτι γλυκό. Είναι ο τρόπος μου για να νιώθω ότι συμμετέχω» λέει o καλλιτέχνης.
Βέβαια, για τον αυτόπτη μάρτυρα Ζαλέ, η προσαρμογή στην καθημερινότητα δεν θα είναι και τόσο εύκολη: «Προσπαθώ να επανέλθω, δεν πολυβγαίνω έξω, είναι πολύ δύσκολο να με πάρει ο ύπνος, το σώμα μου είναι σε κακή κατάσταση, κλαίω πολύ συχνά, είναι τόσο πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω. Δεν με απασχολεί τόσο το γεγονός ότι γλίτωσα παρά τρίχα όσο η σκέψη των ανθρώπων που πέθαναν έκπληκτοι. Σίγουρα υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Καταβάλλω προσπάθεια να μη με καταπιεί το σκοτάδι, είμαι καλλιτέχνης και η δουλειά μου είναι να μετουσιώνω τις εμπειρίες και να αλλάζω την ενέργεια του κόσμου, να βρίσκω απαντήσεις με τον τρόπο μου. Εχω πάθει εμμονή με τις ιστορίες των ανθρώπων που ήταν εκείνο το βράδυ στο La Belle Équipe. Eμαθα για μία τραυματία ότι το μόνο που ήξερε για έναν τύπο που τη φρόντισε και την εμψύχωσε μετά την επίθεση ήταν πως δούλευε στην Οπερα του Παρισιού και έκανα ό,τι μπορούσα για να τη βοηθήσω να τον εντοπίσει. Νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι την εμπειρία μου».
Ο συγγραφέας Μάκης Μαλαφέκας, ο οποίος κατοικεί εκεί όπου πραγματοποιήθηκαν οι επιθέσεις, πέντε λεπτά από το Bataclan, στην περιοχή Belleville et Ménilmontant, έχει επίσης παρατηρήσει αυτή την ανάγκη: «Υπάρχει μια μέριμνα φιλίας, να αγαπήσεις τον άλλον, να του συμπαρασταθείς, να μάθεις τι έγινε. Ολοι έχουν μια ανάγκη να διηγηθούν τι συνέβη, είναι ένα κλασικό μετατραυματικό στάδιο που βιώνεται και ως συλλογική κατάσταση. Η ελπίδα μου είναι ότι θα δημιουργήσει και μια ανάγκη για εξομολόγηση, για να δούμε τι ήταν εκείνο που έφταιξε. Βέβαια, όλα αυτά θα τα πάρει μαζί του το παλιρροϊκό κύμα του εθνικισμού όπως θα φανεί και στις περιφερειακές εκλογές σε τρεις εβδομάδες. Ο Ολάντ, από την πλευρά του, επιδίδεται σε λεονταρισμούς, παρακολούθησα με θλίψη το Γαλλικό Κοινοβούλιο να ψάλλει τη «Μασσαλιώτιδα», όμως πρέπει να αναδυθούν στοιχεία πιο ανθρώπινα για να αναγνωρίσει η Γαλλία την κοινωνική της κατάσταση. Θα γίνουν εκδηλώσεις και θα εκφραστεί ένα συναίσθημα εθνικής ομοψυχίας, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του «Charlie Hebdo», όμως πώς αυτό θα μεταφραστεί έμπρακτα από τη γαλλική κοινωνία προς το παρόν δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Εγώ δεν θα αλλάξω τις συνήθειές μου, έχω ούτως ή άλλως μια φύσει επιφυλακτικότητα με την έννοια του πλήθους, αλλά σίγουρα θα αλλάξει τελικά η ζωή μου γιατί θα αλλάξουν οι συνήθειες των άλλων. Ετσι είναι αυτά, όταν αλλάζει μια κοινωνία προσαρμόζεσαι κι εσύ. Αν μια κοινωνία εκφράζεται μέσα στον φόβο, προφανώς κι εσύ θα φοβηθείς».
Αναστοχασμός ή αναδίπλωση;
Ο Νταμιέν Ζαλέ δεν ένιωσε καμία ικανοποίηση από την επίσημη απάντηση που δόθηκε από το γαλλικό κράτος. «Δεν συγκινήθηκα από την πολιτική αντίδραση, από τους άμεσους βομβαρδισμούς, γιατί δεν νιώθω θυμό, νιώθω φόβο. Πρέπει να φροντίσουμε τις πληγές μας πρώτα, προτού αρχίσουμε να απαντάμε στη βία με βία. Είναι αστείο, αλλά είδα σε βίντεο τον λόγο της Μαντόνα στη συναυλία της στη Στοκχόλμη το περασμένο Σάββατο και μου φάνηκε αυθεντικός. Νομίζω ότι είπε τις σωστές λέξεις. Δεν θα ήθελα, επίσης, σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί η εμπειρία μου για να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις της Ακροδεξιάς. Πρέπει να αναλύσουμε αυτό που έγινε και να βρούμε τη σωστή απάντηση. Είμαι βέβαια μπερδεμένος. Ολοι θέλουμε ασφάλεια και να ζήσουμε μια όμορφη ζωή, όμως πρέπει να σκεφτούμε πως αυτό που βίωσα στο Παρίσι στις 13/11 για κάποιους άλλους ανθρώπους κάπου αλλού είναι μια εφιαλτική καθημερινότητα».
Ο Μαλαφέκας, από την πλευρά του, θέτει και μία άλλη παράμετρο, δεδομένου ότι γνωρίζει πολύ καλά τη γαλλική πρωτεύουσα αλλά και τη γειτονιά ανάμεσα στο 10ο και 11ο διαμέρισμα που αποτέλεσε τον στόχο των επιθέσεων. Μια περιοχή bobo (bourgeois bonhomie ή bohemian bourgeois) όπου ζούσε η εργατική τάξη μέχρι τη δεκαετία του ’70 προτού αρχίσει το λεγόμενο gentrification από τα τέλη του ’90 και η «άγρια» κορύφωσή του τα τελευταία πέντε χρόνια, περίπου όπως έγινε στο πάλαι ποτέ άντρο των κόκνεϊ στο Ανατολικό Λονδίνο. Gay-friendly, ζωντανές, νεανικές, γεμάτες εναλλακτικά ή πιο hip στέκια, οι γειτονιές που στοχοποιήθηκαν φανερώνουν τον χαρακτήρα τους μέσα από τη λίστα με τις ηλικίες και τις ιδιότητες των θυμάτων. Νεαροί επαγγελματίες, καλλιτέχνες, φοιτητές ως επί το πλείστον οι νεκροί, στην ηλικιακή γκάμα 20-50 ετών. «Ο δρόμος που μένω ήταν κάποτε πολύ φτωχικός, ακόμη υπάρχει το μέρος όπου ο Στρατός Σωτηρίας παρέχει δωρεάν καταλύματα, ακριβώς απέναντί του, όμως, έχει ανοίξει πρόσφατα το πιο κομψό μπαράκι, το Le Perchoir, με κοκτέιλ των 20 ευρώ. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα πολύ σικ, αλλά οι παλιές εργατικές κατοικίες παραμένουν και αποτελούν τεκμήρια των κοινωνικών αντιθέσεων».
Στα μάτια του τα αντίπαλα στρατόπεδα βρίσκονται πρωτίστως εντός της χώρας και ο εχθρός δεν βρίσκεται μόνο σε κάποιο απομακρυσμένο χαλιφάτο. «H δική μου ανάγνωση συνδέεται με τα κοινωνικά ζητήματα στη Γαλλία. Σαφέστατα υπάρχει το ζήτημα με το Ισλαμικό Κράτος, ιδίως τώρα που έχει μπλέξει η Γαλλία με την επέμβαση του Ολάντ. Αυτό δεν αρκεί, όμως, για να εξηγήσει γιατί στη Γαλλία υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να φτάσουν μέχρις εκεί. Πιστεύω ότι το φαινόμενο αυτό συνδέεται με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τα ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού σε έναν βαθμό. Γιατί αυτό που ευαγγελιζόμαστε, η ανοιχτή κοινωνία της Γαλλίας με την ηδονιστική ατμόσφαιρα, όπου μπορείς να φλερτάρεις, να διασκεδάζεις, δεν είναι προσβάσιμη σε όλη την κοινωνία. Το βλέπεις στις εκθέσεις, στα μουσεία, στα εστιατόρια όπου δεν υπάρχουν μαύροι ή Αραβες. Είναι μια κοινωνία αρκετά συντηρητική όσον αφορά την αφομοίωση αυτών των ανθρώπων οι οποίοι είναι πλέον Γάλλοι τρίτης γενιάς. Το προφίλ των δραστών είναι το κλασικό εξαχρειωμένο προλεταριάτο, άνθρωποι τελείως δυτικοποιημένοι μέσα στην παρακμή τους».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναζητούν το κίνητρο για τις επιθέσεις στα συγκεκριμένα μαγαζιά και το εντοπίζουν φέρ’ ειπείν στην εβραϊκή καταγωγή των μέχρι πριν από δύο μήνες ιδιοκτητών του Bataclan, αλλά και στην περιοδεία των Eagles of Death Metal στο Ισραήλ το καλοκαίρι που μας πέρασε παρά τις εκκλήσεις που είχαν λάβει να μποϊκοτάρουν τη χώρα εξαιτίας της πολιτικής της απέναντι στο Παλαιστινιακό. Μπορεί να ήταν αυτή η αφορμή, μπορεί και όχι. «Νομίζω ότι ήταν απλώς ένα μέρος που τους βόλευε γιατί είχε πολύ κόσμο και επιθυμούσαν να προκαλέσουν τις μέγιστες δυνατές απώλειες. Επιπλέον, μην ξεχνάμε ότι η γειτονιά όπου βρίσκονται όλα τα μαγαζιά που δέχτηκαν επίθεση είναι η πιο πυκνοκατοικημένη του Παρισιού. Ισως να μην ήταν τόσο καλά οργανωμένοι και λεπτοί στη σημειολογία τους όσο φανταζόμαστε…».
Το Παρίσι που γνωρίζαμε ανήκει, λοιπόν, στο παρελθόν; Γαλλίδα υπήκοος που δραστηριοποιείται στον χώρο του κινηματογράφου μάς δήλωσε: «Ο κόσμος τα έχει χάσει, είναι φοβισμένος γιατί ξέρουμε ότι θα ξαναχτυπήσουν. Οι πολιτικοί μας δεν παρέχουν καμία ικανοποιητική απάντηση που να εμπνέει εμπιστοσύνη και δημιουργούν επιπλέον προβλήματα. Εάν τα πράγματα συνεχίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα για τους γάλλους μουσουλμάνους, και ούτε καν μόνο με αυτούς, καθώς αν ο κόσμος αισθάνεται ότι κάθε Αραβας είναι εν δυνάμει εχθρός, όλο και περισσότεροι θα φροντίζουν να εκπληρώνουν την προφητεία. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη. Δεν μπορώ να πω ότι φοβάμαι, όχι για τον εαυτό μου τουλάχιστον, αλλά μόνο για τον γιο μου, ο οποίος θεωρείται Αραβας για τους Γάλλους, καθώς ο πατέρας του είναι Αιγύπτιος. Σε κάθε περίπτωση, εισερχόμαστε σε μια πολύ επικίνδυνη εποχή. Δυστυχώς».
Ενα χάσμα που όλο χάσκει
Η ζωή θα συνεχιστεί, είναι το μόνο σίγουρο, και όλοι θα το προσπαθήσουν. Μέσω του hashtag #JeSuisEnTerrasse φέρ’ ειπείν, οι Παριζιάνοι αλληλοπροσκαλούνται να αψηφήσουν τον φόβο και να βγουν έξω για να αποδείξουν προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν θα αφήσουν να τους νικήσει ο φόβος στο γήπεδό τους. Αυτό έκανε και ο art designer Yorgo Τλούπας, γιος του γλύπτη Φιλόλαου, πίνοντας με φίλους στο 18ο διαμέρισμα στη Μονμάρτρη για να τιμήσει δύο γνωστούς του, θύματα από το Bataclan, οι οποίοι εργάζονταν στη διαφήμιση, σε ένα μέρος όπου σύχναζε κόσμος «παρόμοιος με εκείνον που δέχτηκε επίθεση, μεταξύ 20 και 30κάτι» και όπου παρεμπιπτόντως βρέθηκε ένα αυτοκίνητο με καλάσνικοφ. Ηταν Κυριακή και ο κόσμος ήταν έξω «πράγμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα του Παρισιού, πόσω μάλλον μετά τη συγκεκριμένη επίθεση», όταν ξαφνικά ένα κομψό αυτοκίνητο με δύο καλοντυμένους τύπους, Αραβες, «σαν κι αυτούς που κάνουμε παρέα», πέρασε δίπλα τους και ο ένας από αυτούς φώναξε χαιρέκακα: «Dáesh!». Αυτό είναι το ακρωνύμιο (al-Dawla al-Islamiya al-Iraq al-Sham) που χρησιμοποιεί η Γαλλία αντί του ISIS, υποτίθεται και με μια κάποια υποτιμητική διάθεση γιατί, σημειωτέον, η ομόηχη λέξη Daes σημαίνει «αυτός που σπέρνει τη διχόνοια» στα αραβικά.
Το ίδιο αυτοκίνητο είχε περάσει και νωρίτερα εκεί όπου βρισκόταν ο Τλούπας με την παρέα του, όπως επίσης και ένα μηχανάκι «με δύο παιδιά από τα προάστια» που προσποιούνταν ότι πυροβολούν τους θαμώνες του μπαρ. «Συνειδητοποίησα ότι η Γαλλία διχάζεται. Υπάρχει έλλειψη κατανόησης από τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και το χάσμα μεγαλώνει ανάμεσά τους. Από τη μία βρισκόμαστε εμείς, «η γενιά Bataclan», όπως μας αποκάλεσε η «Libération», και από την άλλη εκείνοι, δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε, που δεν ανήκουν σε αυτή τη γενιά. Θυμώσαμε όλοι πάρα πολύ μαζί τους. Αν περνούσαν ξανά, θα έπαιρνα μια καρέκλα και θα έσπαζα το παρμπρίζ τους. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι συνέβη και δεν έχουν καν τη διάθεση να καταλάβουν;».
Πάντα θα υπάρχουν και εκείνοι που δεν θέλουν να καταλάβουν. Ομως το ζήτημα τελικά είναι απλό. Η επίθεση στην μποέμ πλευρά του Παρισιού ήταν μια επίθεση στη ζωή και την ελευθερία. Ανανδρη. Γιατί κανείς δεν είναι τόσο ανυπεράσπιστος όσο τη στιγμή της ανόθευτης χαράς, όταν περιμένει να σβήσει τα κεριά στην τούρτα των γενεθλίων του, όταν τραγουδά το αγαπημένο του κομμάτι στη συναυλία μιας μπάντας, όταν περπατά στον δρόμο λέγοντας καληνύχτα σε εκείνη που αγαπά.

* «Μην προσεύχεσαι για μένα τώρα. Ασ’ το για αύριο το πρωί» Στίχοι από το τραγούδι «Save a Prayer», τρίτο σινγκλ από το δεύτερο άλμπουμ των Duran Duran «Rio», που κυκλοφόρησε στις 9 Αυγούστου 1982, το οποίο μόλις είχε παίξει το συγκρότημα Eagles of Death Metal την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, στη σκηνή του Bataclan, όταν εκδηλώθηκε η τρομοκρατική επίθεση.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ