Ταξιδεύουμε μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, μαζί με τους Φούρνους, τη Θύμαινα, το Πετροκάραβο, την Κορασίδα, τον Μικρό και τον Μεγάλο Ανθρωποφά, το Θυμαινάκι, το Αλατονήσι, την Κισηριά, το Μακρονήσι, το Πλακάκι, το Στρογγυλό και τους μύθους για τους θησαυρούς των πειρατών. Και όντως, όλοι αυτοί οι μύθοι είναι ζωντανοί και πραγματικοί. Οι Κοράσιοι νήσοι είναι γεμάτοι θησαυρούς, αμέτρητες θαλασσινές αγκαλιές, παιχνίδια της θάλασσας με τη στεριά, διαδοχικές εικόνες –η μία πίσω από την άλλη, ανύποπτοι βράχοι, γεύσεις, μοιράσματα, φυγές και όνειρα θερινής ημέρας και νύχτας. Να, το Αλατονήσι είναι πολύτιμο γιατί πλήθος μετανάστες, τα γεράκια, που ξεχειμωνιάζουν στη Μαδαγασκάρη, το καλοκαίρι επιστρέφουν στον γενέθλιο βράχο. Μεγαλώνουν χωρίς κινδύνους τους σπάνιους και προστατευόμενους απογόνους τους που κι αυτοί θα μπουν στον αέναο κύκλο της αναχώρησης και της επιστροφής.
Στους παλιούς τόπους των πειρατών, η «Παναγία Θεοτόκος» φτερουγίζει σαν καλός άγγελος ανάμεσα στο πολύνησο, μεταφέροντας μια γλυκιά αναστάτωση από προκυμαία σε προκυμαία. Είναι ένα από τα μικρά καράβια που προορίζονται για τις Μικρές Κυκλάδες, τα μικρά Δωδεκάνησα, το μικρό Ιόνιο, το μικρό Ανατολικό Αιγαίο. Αυτά που ξεκινούν να συναρμολογούν την εμπειρία των μικρών κόσμων, μόλις λύσουν τους κάβους τους και πριν ακόμη φτάσουν στον προορισμό τους. Κι όταν ακόμη το Ικάριο πέλαγος είναι θυμωμένο και το «Παναγία Θεοτόκος» αλλάζει το όνομά του σε «Παναγιά βοήθα» καθώς λένε οι αυτόχθονες. Ομως αυτή την εποχή του καλού πλου και των επισκέψεων, όλα είναι γαλήνια και ήρεμα, καθώς μπαίνουμε για λίγο στη μικρή αγκαλιά της Θύμαινας. Μια λοφογραμμή στη θέση του ορίζοντα που κάποια στιγμή μεταμορφώνεται στην εκκλησιά του Αϊ-Γιώργη με τον γαλανό τρούλο, το στεφάνι από βράχους που θαρρείς ότι είναι κάστρο, ένα ιστιοπλοϊκό, λίγα σπίτια, πολλά αλιευτικά σκάφη. Κι εμείς…

Θα γυρίσουμε ξανά εδώ. Την ίδια ημέρα, όταν η δύση θα ακουμπήσει δυναμικά αλλά αθόρυβα το ολοπόρφυρο πέπλο της επάνω από τη Θύμαινα, τον ουρανό επάνω της, τη θάλασσα εμπρός της και τα μακάρια αραγμένα σκάφη στο λιμάνι των Φούρνων. Και την επομένη ημέρα, όταν η «Σπυριδούλα» έλυσε κάβους από το λιμάνι των Φούρνων και ανοίχτηκε στο μπογάζι μεταξύ Φούρνων και Θύμαινας, παράλληλα με τη νησίδα Κησιριά, και άρχισε να περιδιαβάζει μοναχικές ή και με αέναη κίνηση σκαφών αγκαλιές των Φούρνων: Καμπί, Ασπα, Πελεκανιά, Ελιδάκι. Και μετά ανοιχτήκαμε πάλι στο μπογάζι και πιάσαμε τη Θύμαινα, τον Λάκκο και μετά την Κεραμιδού. Εδώ ισχύει το αντίθετο από το σύνηθες: ωραίο χωριό τα λίγα σπίτια, γύρω από την αμμουδιά. Και δυο-τρία τραπέζια κάτω από τα αρμυρίκια. Και η κυρία Καλλιόπη και η κόρη της Νικολίτσα να μαγειρεύουν μέσα, ακριβώς όπως κάνουν για το οικογενειακό τραπέζι τους. Ψωμί και τυροπιτάκια που φτιάχνουν μόνες τους, καλαμάρι και αθερινός κατευθείαν από τη θάλασσα στο τηγάνι, και εξαιρετικό παστίτσιο. Και τα ιδιαίτερα έμειναν για το τέλος. Ο Μάνος βούτηξε και τον ακολούθησε κατά πόδας και μέσα στη θάλασσα ο σκύλος του, ο Κουστώ. Γύρισαν με δύο χταπόδια και δύο πίνες. «Χτυπήσαμε» τα χταπόδια στο μικρό μουράγιο και η κυρία Καλλιόπη τα μαγείρεψε αμέσως τηγανητά, αλλά στην κατσαρόλα, μόνο με λάδι και ξίδι και το άρωμα της θάλασσας.
Οι γεύσεις στους Φούρνους, γλυκές και αλμυρές, αναδύονται κατευθείαν από τη θάλασσα και τη στεριά. Ατόφιες, χωρίς πολλές προσμείξεις. Και η εγγύτητα των υλικών στην κουζίνα, μοναδική. Ακολουθούν την πιο σύντομη οδό μέχρι το τραπέζι. Πόσο θέλουν τα ψάρια και οι αστακοί να πάνε από τα τρεχαντήρια στα εστιατόρια του παραλιακού μετώπου, στα χέρια της Τζένης ή της Ντίνας; Δυο βήματα. Και στη Χρυσομηλιά (14 χλμ. από το λιμάνι), πόσο θέλουν να μπουν στο σκηνικό της δεκαετίας του 1960, στα τραπεζάκια της Φραντζέσκας πάνω στην αμμουδιά; Ενα βήμα. Κι αν η «Παναγία Θεοτόκος» είναι ο καλός άγγελος της θάλασσας, η Φραντζέσκα είναι της στεριάς.

Πολύ αντιπροσωπευτικά της εγγύτητας του φαγητού είναι τα κατημέρια. Τα είδαμε σαν «καλώς όρισες». Η Ελβίρα ανοίγει την απλή ζύμη από αλεύρι, λάδι, αλάτι και χλιαρό νερό, σε μια πίτα, η οποία καταλήγει στο τηγάνι της Μαρίας. Την τρυπά με το πιρούνι για να μη φουσκώσει. Τη βγάζει και όταν στραγγίσει τυλίγει μέσα σε αυτή μυζήθρα, που παράγει ο σύζυγός της, ο Αυγούστος. Εχει φέρει ήδη και ένα κεφαλάκι τυρί του λαδιού, που το τρίβουν πάνω από τα κατημέρια. Εμπειρία η οποία ολοκληρώνεται με λικέρ φασκόμηλο.
Το σώμα των Φούρνων ευωδιάζει από τα μυριστικά. Στο Πετροκοπιό, εκεί που τελειώνουν τα πάλλευκα βότσαλα της παραλίας και αρχίζει το αρχαίο λατομείο, ανάμεσα στα μαρμάρινα, ημιτελή κομμάτια των κιόνων, των δόμων και μιας σαρκοφάγου, ανθίζουν το θυμάρι και το θρούμπι. Κι όσο αντέχουν τα μάρμαρα, αντέχουν και τα μυριστικά. Το αρχαίο λατομείο είναι μοναδικό. Από αυτό βέβαια θα βγήκε και η σαρκοφάγος που είναι στημένη τώρα στη γοητευτική πλατεία των Φούρνων, εκεί που οδηγεί ο ακόμη πιο γοητευτικός δρόμος που ξεκινά από το λιμάνι. Εδώ, στα τραπεζάκια κάτω από το ψηλό πλατάνι, και το αναψυκτικό είναι ενδημικό: «Πορτοκαλάδα, λεμονάδα, γκαζόζα, Φούρνοι, Κ. Παδιάς»…
Ο δρόμος λες και διασχίζει ολόκληρο το είναι των Φούρνων. Ψηλά πάνω από το κάστρο του Αϊ-Γιώργη είχαμε μια πανοραμική εικόνα της πολιτείας, του λιμανιού και του φιόρδ που προστατεύει η Θύμαινα απέναντι. Τώρα, περπατώντας σε αυτόν τον δρόμο ζούμε τους χτύπους της καρδιάς της, τους μυρίζουμε και τους γευόμαστε. Οι γεύσεις και τα αρώματα των Φούρνων λες και συγκλίνουν προς το «θησαυροφυλάκιο» που μπήκαμε μαζί με τον Μάνο, τη «Μελάνθη» (www.fournoishop.gr). Μπαίνεις και σε τυλίγει η ίδια ευωδιά που σε αποπλάνησε στο Πετροκοπιό. Θρούμπι, ρίγανη, θυμάρι. Ατόφιο θυμάρι είναι λες κλεισμένο και μέσα στα βαζάκια με το μέλι του Ντίνου, του Μιχάλη, του Μανώλη, αλλά και στο φυσικό κερί που τυλίγει το τυρί του Αυγούστου, το ονομαστό λευκό τυρί του κεριού από κατσικίσιο γάλα. Να και η μυζήθρα και το τυρί του λαδιού, μέσα σε μικρά βαζάκια. Α, και το παραδοσιακό χρυσομηλιώτικο τυρί. Και μετά πλήθος βαζάκια, με βότανα, τουρσιά, γλυκά του κουταλιού, μικρές μνήμες των Φούρνων, κλεισμένες μέσα στην καρδιά μας…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ