Από μία άποψη είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησης του ακραίου ισλαμισμού μπορεί να αναφέρει ως τόπο το Γκρίλεϊ του Κολοράντο. Σε αυτή τη μικρή πόλη των 20.000 κατοίκων έφτασε το 1949 από την Αίγυπτο ο Σαγίντ Κουτμπ, μελλοντικός ηγέτης της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» και εμπνευστής της δράσης της Αλ Κάιντα. Στους έξι μήνες που διέμεινε εκεί (η πιο σταθερή διαμονή του σε δύο χρόνια σπουδών Παιδαγωγικής που συμπεριέλαβαν επίσης διαστήματα στην Ουάσιγκτον και το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ της Καλιφόρνιας) γνώρισε από κοντά τον δυτικό πολιτισμό, τον έκρινε και τον βρήκε ελλιπή –μια μείξη υλισμού, ρατσισμού, υπερβολικών ατομικών ελευθεριών και απαράδεκτης σεξουαλικής ελευθεριότητας. Οι Αμερικανοί ήταν «ένα παράτολμο κοπάδι γεμάτο ψευδαισθήσεις που αναγνωρίζει μόνο τον πόθο και το χρήμα», οι Αμερικανίδες «σάρκα, μόνο σάρκα. Γευστική σάρκα, ίσως, αλλά σάρκα παρ’ όλα αυτά», η αμερικανική μουσική, «η τζαζ, φτιαγμένη από νέγρους για να ικανοποιούν τα πρωτόγονα ένστικτά τους –την αγάπη τους για τον θόρυβο και τη ροπή τους στον σεξουαλικό ερεθισμό». Οπως έγραφε στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του «The Looming Tower: Al-Qaeda and the Road to 9/11» (εκδ. Vintage) o αμερικανός δημοσιογράφος Λόρενς Ράιτ, ο Κουτμπ, που εκτελέστηκε από το κοσμικό καθεστώς του Νάσερ το 1966 («δόξα τω Θεώ, έκανα τζιχάντ για 15 χρόνια και κέρδισα την ευκαιρία να γίνω μάρτυρας» είπε όταν πληροφορήθηκε τη θανατική καταδίκη), μπορεί να θεωρηθεί η «εστία ανάφλεξης του ριζοσπαστικού ισλαμισμού», ενός κινήματος που θα παρήγαγε στο μέλλον πολιτικούς πανισλαμιστές όπως αυτούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αλγερινούς ακτιβιστές όπως αυτούς του «Μετώπου Ισλαμικής Σωτηρίας», βομβιστές αυτοκτονίας και την Αλ Κάιντα. Και είναι μια δεύτερη ειρωνεία της Ιστορίας ότι όλοι οι παραπάνω κληρονόμοι του θρησκευτικού εξτρεμισμού μοιάζουν σήμερα πιο ακίνδυνοι μπροστά στην επέλαση του Ισλαμικού Κράτους.
Για τον δυτικό κόσμο η κατάληψη της Μοσούλης, δεύτερης σε πληθυσμό πόλης του Ιράκ, στις 9 Ιουνίου 2014, από μια μάλλον άγνωστη προηγουμένως ομάδα τζιχαντιστών που ιδρύθηκε το 1999 και εκπροσώπησε κάποτε την Αλ Κάιντα, ήταν ένα σοκ. Ακολούθησαν και άλλα: η ραγδαία προέλαση σε εδάφη του Ιράκ και της Συρίας που οδήγησε τις ΗΠΑ σε εκτεταμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς από τον Αύγουστο του 2014, η μάχη της Βαγδάτης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, οι ταυτόχρονες συγκρούσεις στο Κομπάνι στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, η κατάληψη του Ραμάντι τον Μάιο του 2015, οι βιντεοσκοπημένες σκηνές εκτελέσεων και οι αποκεφαλισμοί δυτικών ομήρων μπροστά στην κάμερα σε όλη αυτή την περίοδο. Παρά τις απώλειες 6.000 μαχητών του, την απώλεια 10.000 οχημάτων, τον βαρύ τραυματισμό του ηγέτη του και αυτοανακηρυχθέντος χαλίφη των πιστών του Ισλάμ, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, κατά τις αμερικανικές πηγές, η μετεωρική άνοδος του ISIS έφερε περίπου 10 εκατ. πολίτες του Δυτικού Ιράκ, της Ανατολικής Συρίας και της Ανατολικής Λιβύης υπό τον έλεγχο ενός ακραίου σαλαφιστικού κινήματος που εκτέλεσε χιλιάδες αντιπάλους του, μουσουλμάνους και μη, κατέστρεψε μνημεία ανεκτίμητης πολιτισμικής αξίας στην αρχαία Νινευή και ύψωσε τη μαύρη σημαία του στην ακρόπολη της Παλμύρας. Γιατί επιτυγχάνει το Ισλαμικό Κράτος με τόση φαινομενική ευκολία αυτό που για δεκαετίες υπήρξε άπιαστο όνειρο των απανταχού τζιχαντιστών –μια δική τους επικράτεια;
Ενα μέρος της απάντησης ανήκει στον Πάτρικ Κόκμπερν, τον βρετανό πολεμικό ανταποκριτή στη Μέση Ανατολή για τον «Independent» και το «London Review of Books». Στην «Επιστροφή των τζιχαντιστών» (εκδ. Μεταίχμιο), ένα από τα πρώτα βιβλία που πραγματεύθηκαν το ζήτημα, ο Κόκμπερν υποδεικνύει ένα κοκτέιλ αιτίων, την τροπή της εξέγερσης στη Συρία από αντικαθεστωτική σε σεκταριστική, τη διάχυση του κλίματος αστάθειας στο γειτονικό, τριχοτομημένο μεταξύ σουνιτών, σιιτών και Κούρδων Ιράκ και τη μετάλλαξη της Αραβικής Ανοιξης: «Με τις εξεγέρσεις του 2011 έγινε μαζική συνεισφορά χρημάτων από τους βασιλιάδες και τους εμίρηδες του Κόλπου προς τους τζιχαντιστές και τη σουνιτική φατριαστική και στρατιωτικοποιημένη πτέρυγα των επαναστατικών κινημάτων». Τη γενική αυτή εικόνα πλουτίζουν με λεπτομέρειες οι Ερικα Σόλομον και Σαμ Τζόουνς σε πρόσφατο άρθρο τους στους «Financial Times». Περίπου 100.000 μαχητές αποτελούν σήμερα την αιχμή του δόρατος του Ισλαμικού Κράτους, από τους οποίους 22.000 προήλθαν από το εξωτερικό –αρκετοί από χώρες της Δύσης. Η τακτική τους δεν στηρίζεται στις μετωπικές επιθέσεις, αλλά στην εισχώρηση στα μετόπισθεν με πράκτορες που εποπτεύουν, ανιχνεύουν, προετοιμάζουν το έδαφος για την επικράτησή τους. Ενίοτε, μάλιστα, με το αζημίωτο, καθώς, όπως έγραφε η Νατάσα Μπέρτραντ στο «Business Insider», το ISIS μπορεί να λογίζεται ως «μία από τις καλύτερα χρηματοδοτούμενες τρομοκρατικές οργανώσεις στην Ιστορία». Αν και η αρχικά σημαντική πηγή των πετρελαίων του Ιράκ έχει μειωθεί κατά τα 2/3 εξαιτίας των αμερικανικών επιδρομών στη Μοσούλη και αλλού, το Ισλαμικό Κράτος εξακολουθεί να εισπράττει περίπου 1 εκατ. δολάρια την ημέρα, σύμφωνα με υπολογισμούς του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Rand, είτε φορολογώντας μισθούς και εταιρικά κέρδη από 20% ως 50% είτε αποσπώντας χρήματα από τους χριστιανούς υπηκόους του ως φόρο προστασίας. Ταυτόχρονα, για όσους ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τις ιδιαίτερες ιδέες του περί πίστης το χαλιφάτο παρέχει δωρεάν υγεία και περίθαλψη, όπως και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Ωστόσο, για κάποιους αυτοί οι μηχανισμοί αναδιανομής, ο συνδυασμός τρομοκρατίας και φιλανθρωπίας για την επιβολή της τάξης, δεν ακούγονται απόλυτα πειστικοί ως αίτια εξάπλωσης. «Δεν νικήσαμε την ιδέα, δεν κατανοούμε καν την ιδέα» έλεγε ο αμερικανός στρατηγός Μάικλ Ναγκάτα, επικεφαλής των δυνάμεων ειδικών αποστολών των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, σε εμπιστευτικά του σχόλια που αποκάλυψαν οι «New York Times» τον Δεκέμβριο του 2015. Οι σαλαφιστές του ISIS θέλουν κάτι άλλο.
Τέσσερις είναι οι αγνοημένες πτυχές του Ισλαμικού Κράτους που οφείλουμε να προσέξουμε, έγραφε στο «Atlantic» πριν από λίγο καιρό ο Γκρέιμ Γουντ. Η εξάρτησή του από τη μεσαιωνική, κατά γράμμα ερμηνεία του Κορανίου, η γοητεία της εδαφικής επικράτειας, το αποκαλυψιακό του όραμα και ο συντεταγμένος, άρα προβλέψιμος, τρόπος με τον οποίο βλέπει τον ρόλο και τις επιδιώξεις του. Ο Γουντ επισημαίνει ότι κακώς θεωρούμε σήμερα τον τζιχαντισμό ως μονολιθικό και κακώς τον βλέπουμε ακόμη με τη σκέψη μας στην Αλ Κάιντα. Σε αντίθεση με τις πρακτικές της τελευταίας, η οποία υπήρξε αποκεντρωτική ως προς την οργάνωσή της και προσηλωμένη σε απτούς τακτικά και συγκεκριμένους πολιτικά στόχους, το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί μια συγκεντρωτική, ιεραρχημένη δομή με ιδανικό την εφαρμογή μιας μεσαιωνικής φονταμενταλιστικής θεολογίας. Οι θερμότεροι υποστηρικτές του δεν αποκεφαλίζουν ομήρους ούτε σταυρώνουν αντιπάλους για λόγους απλής τρομοκράτησης –κυρίως το κάνουν, λέει ο Γουντ, γιατί, σύμφωνα με το Κοράνι, η σταύρωση είναι ένας από τους δεδομένους τρόπους θανάτωσης εχθρών του Ισλάμ. Η φορολόγηση των χριστιανών στις περιοχές που καταλαμβάνουν προβλέπεται επίσης από το ιερό βιβλίο ως αποδοχή της μωαμεθανικής εξουσίας και διάκριση από τους πιστούς. Αλλά η πιο χαρακτηριστική περίπτωση των συνεπειών της λεγόμενης «προφητικής μεθοδολογίας» του ISIS είναι η στάση του έναντι των Γεζιντί, μιας κουρδικής συγκρητιστικής θρησκευτικής κοινότητας, των οποίων οι πεποιθήσεις είναι αμάλγαμα ζωροαστρισμού, ιουδαϊσμού, χριστιανισμού, γνωστικισμού και Ισλάμ. Τον Οκτώβριο του 2014 η κυβέρνηση του Ισλαμικού Κράτους συγκάλεσε ένα κονκλάβιο νομομαθών και μελετητών των γραφών προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον οι Γεζιντί επιβάλλεται να θεωρηθούν αποστάτες του μωαμεθανισμού (άρα, πρέπει να εξοντωθούν) ή απλοί ειδωλολάτρες (οπότε θα υποδουλωθούν).
«Κυβέρνηση» σημαίνει εξάσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε συγκεκριμένο έδαφος. Και οι δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι που έσπευσαν από τη Δύση στο Ισλαμικό Κράτος δεν το έκαναν μόνο και μόνο για να γίνουν μάρτυρες μελλοντικά. Μεταξύ των ακραίων τζιχαντιστών, εξηγεί ο Γουντ, η ανακήρυξη του χαλιφάτου στις 29 Ιουνίου 2014 συνιστά γεγονός ασύγκριτου μεγέθους. Καταργώντας το, μαζί με τον θεσμό του σουλτανάτου το 1924, ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ είχε αφήσει για πρώτη φορά ακέφαλη την κοινότητα των πιστών –αν και για τους ριζοσπάστες ισλαμιστές ένας οθωμανός χαλίφης ήταν ημίμετρο εφόσον δεν καταγόταν από τη φυλή του Μωάμεθ. Οταν όμως ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, απόγονος της φυλής των Κορεϊσιτών, αναβίωσε τον θρησκευτικό τίτλο, θεωρητικά πληρούσε όλες τις απαιτήσεις της παράδοσης: ενήλικος μωαμεθανός, με καταγωγή από τον προφήτη, ηθικές αρετές, φυσική και διανοητική υγεία –και εξουσία επί συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας όπου θα εφάρμοζε τον ισλαμικό νόμο. Στη θεωρία, αν συντρέχουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, το υποτιθέμενο χρέος κάθε πιστού είναι να εγκαταλείψει το μέρος όπου κατοικεί και να σπεύσει στο χαλιφάτο. Να γιατί τον Νοέμβριο του 2014 ο Αμπού Ρουμαγιάς, φανατικός της κυριολεκτικής ερμηνείας του Κορανίου, προσήλυτος από τον ινδουισμό, εγκατέλειψε με την πενταμελή οικογένειά του το Λονδίνο για το Ισλαμικό Κράτος, σημειώνει ο Γουντ. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα ανέβαζε στο Τwitter μια φωτογραφία του με καλάσνικοφ στο ένα χέρι, τον νεογέννητο γιο του στο άλλο και hashtag # «Η γενιά του χαλιφάτου».
Γιατί διαφέρει αυτή η γενιά; Γιατί θα υλοποιήσει το αποκαλυψιακό όραμα του Μπαγκντάντι και των συν αυτώ. Τον Αύγουστο του 2014 η κατάληψη της πόλης Νταμπίκ, μιας κοινότητας 3.364 κατοίκων έξω από το Χαλέπι στη Βόρεια Συρία, πανηγυρίστηκε ως μείζων επιτυχία παρά την παντελή έλλειψη στρατηγικής σημασίας και το αιματηρό της κόστος. Και αυτό γιατί στην ισλαμική εσχατολογία, γράφει ο Γουντ, το Νταμπίκ είναι ο τόπος όπου θα στήσουν το στρατόπεδό τους οι στρατιές της «Ρώμης» στην τελευταία μάχη με τους ενάρετους μουσουλμάνους προτού εξολοθρευθούν ολοκληρωτικά. Το συμπέρασμα των τζιχαντιστών; Οι έσχατες ημέρες είναι προ των πυλών.
Αυτού του είδους η λογική καθιστά τουλάχιστον το ISIS προβλέψιμο αναφορικά με τη δράση του. Αντίθετα με την άπατρι Αλ Κάιντα των τυχαίων επιθέσεων ανά τον κόσμο, το χαλιφάτο έχει νόημα και ασκεί επιρροή ακριβώς λόγω της εδαφικής του ύπαρξης –και αυτή, σε συνδυασμό με τις φονταμενταλιστικές του προτεραιότητες, ορίζει τις μελλοντικές του κινήσεις. Οπως τις χάραξε ο Αλ Μπαγκντάντι τον Νοέμβριο του 2014 σε μήνυμα προς τους σαουδάραβες υποστηρικτές του, πρώτα θα αντιμετωπιστούν οι σιίτες, μετά οι σουνίτες οπαδοί της σαουδικής μοναρχίας, τελευταίοι οι «δυτικοί σταυροφόροι». Γι’ αυτό και το Ισλαμικό Κράτος, κατά τον Γουντ, επικροτεί μεμονωμένες ενέργειες αυτόνομης πρωτοβουλίας, ως τώρα όμως δεν έχει οργανώσει ούτε χρηματοδοτήσει επίθεση σε δυτικό στόχο.
Από την άλλη πλευρά του τζιχαντιστικού λόφου είναι όλοι οι υπόλοιποι, δυτικοί και μουσουλμάνοι. Η θέση Ευρωπαίων και Αμερικανών δεν είναι εύκολη: βρίσκονται για άλλη μια φορά αντιμέτωποι με τις συνέπειες του ντόμινο της εισβολής στο Ιράκ. Με τη διαφορά ότι η φρίκη των αποκεφαλισμών ομήρων κάνει την κοινή γνώμη των ΗΠΑ να εγκρίνει σε ποσοστό 62% την αποστολή χερσαίων δυνάμεων κατά του ISIS –τη στιγμή ακριβώς που λόγω των προεδρικών εκλογών του 2016 δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Είναι άγνωστο επίσης πώς θα εκλαμβανόταν μια τέτοια πρωτοβουλία από την παγκόσμια μουσουλμανική κοινή γνώμη, η οποία τάσσεται σήμερα κατά του χαλιφάτου, είτε πρόκειται για μετριοπαθείς ηγέτες είτε για αντιδυτικούς ισλαμιστές είτε ακόμη και για ακραίους εξτρεμιστές: ο Γουντ φέρνει το παράδειγμα των λεγόμενων «ησυχαστών σαλαφιστών», οι οποίοι εμπνέονται από τα ίδια φονταμενταλιστικά ιδανικά, αλλά απορρίπτουν δημόσια τον νεόκοπο ηγέτη που τόλμησε να κάνει τον εαυτό του χαλίφη στη θέση του ιδεατού χαλίφη.
Το να παρατάξει κανείς το Ισλαμικό Κράτος πλάι σε τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους σχηματισμούς όπως το αλγερινό «Μέτωπο Ισλαμικής Σωτηρίας» τη δεκαετία του ’90, την παλαιστινιακή Χαμάς, την αιγυπτιακή «Μουσουλμανική Αδελφότητα», το τουρκικό κόμμα AKP του Ταγίπ Ερντογάν προφανώς είναι άτοπο. Δείχνει όμως κάτι: την ποικιλία και την ισχύ του ισλαμισμού ως ρεύματος στο εσωτερικό των μουσουλμανικών κοινωνιών εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες, όταν έγινε αντιληπτό ότι ο κοσμικός εκσυγχρονισμός στρατιωτικών όπως ο Μουσταφά Κεμάλ, ο Νάσερ και ο Καντάφι ή η επαμφοτερίζουσα νεωτερικότητα των πετρελαϊκών μοναρχιών του Κόλπου έθιγαν βαθιά ριζωμένες πολιτισμικές αντιλήψεις, δεν μείωναν την οικονομική υστέρηση από τη Δύση και γίνονταν εργαλείο πλουτισμού στα χέρια μεμονωμένων ελίτ. Ο τρόπος με τον οποίο η εθνική ιδεολογία, η βιομηχανική εξέλιξη, η οικονομία της αγοράς, αναμείχθηκαν με τις παραδοσιακές μορφές των μωαμεθανικών κοινωνιών για να συνθέσουν την ισλαμική νεωτερικότητα του 20ού αιώνα ήταν βαθιά προβληματικός. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι οι ΗΠΑ βρήκαν τη στρατηγική για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους, στρατηγική που ο Μπαράκ Ομπάμα ομολογούσε αδέξια ότι δεν είχε τον περασμένο Αύγουστο, αυτή η χιλιαστική εκδοχή του τζιχαντισμού δεν θα καταπολεμηθεί εύκολα. Ακόμη και αν ο συστηματικός περιορισμός στα όριά του έως ότου οι μεσσιανικές προσδοκίες διαψευστούν υπό το βάρος των καθημερινών αναγκών του πληθυσμού, όπως προτείνει ο Γκρέιμ Γουντ, αποδώσει, τίποτε δεν αποκλείει την ανάπτυξη ενός νέου ISIS. Γιατί οι λόγοι που προξένησαν την Αραβική Ανοιξη το 2011, έστω κι αν αυτή αποδείχθηκε τελικά θνησιγενής, δεν εξέλιπαν. Και οι απελπισμένες κοινωνίες τρέχουν προς τα άκρα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ