26 Απριλίου 1986. Ξημερώματα Σαββάτου στον Πυρηνικό Σταθμό Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ της Σοβιετικής Ενωσης. Η έκρηξη που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πειράματος ρουτίνας που λάμβανε χώρα στον 4o αντιδραστήρα του εργοστασίου αλλάζει τη σύγχρονη Ιστορία.
Ακολουθεί μια δεύτερη έκρηξη. Η οροφή του κτιρίου καταστρέφεται, φλόγες ξεσπούν και τα ραδιενεργά στοιχεία του πυρήνα διοχετεύονται ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον. Αυτό που αρχικά φαινόταν σαν ένα απλό λάθος, εξελίσσεται στο μέγιστο προβλεπόμενο ατύχημα στη Διεθνή Κλίμακα Πυρηνικών Γεγονότων, αυτό με τον αριθμό 7. Επρεπε να φτάσουμε στο 2011 και στο ατύχημα της Φουκουσίμα για να εμφανιστεί ξανά ο ίδιος εφιαλτικός αριθμός.
Τριάντα ένας άνθρωποι πεθαίνουν τις πρώτες ημέρες, 500.000 εργάτες δουλεύουν εκτεθειμένοι στη ραδιενέργεια για να αποτρέψουν την περαιτέρω καταστροφή τούς επόμενους μήνες, η μόλυνση θα φτάσει ως τη Νορβηγία, ενώ οι έρευνες για την αύξηση των ποσοστών όσων προσβλήθηκαν από καρκίνο είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Εχουν περάσει 29 χρόνια, αλλά η Ιστορία που γράφτηκε εκείνο το ξημέρωμα δεν έχει σχέση με τον χρόνο –θα ζήσει για πάντα. Κατευθυνόμαστε προς τη νεκρή ζώνη, που έχει ακτίνα 30 χιλιόμετρα γύρω από το πυρηνικό εργοστάσιο. Βρισκόμαστε 14,5 χλμ. βορειοδυτικά της πόλης του Τσερνόμπιλ, 16 χλμ. από τα σύνορα Ουκρανίας – Λευκορωσίας και περίπου 110 χλμ. μακριά από το Κίεβο.
Οσο πλησιάζουμε συναντάμε όλο και λιγότερα αυτοκίνητα, η ανθρώπινη παρουσία μειώνεται και ο πολιτισμός, με την έννοια που τον γνωρίζουμε, παύει να ισχύει. Στο πρώτο check point δύο μεγάλες πινακίδες είναι εκεί για να σου θυμίσουν πού βρίσκεσαι –όχι ότι υπήρχε ποτέ περίπτωση να το ξεχάσεις. «Προσοχή, ραδιενεργή έκταση, απαγορευμένη περιοχή, ζώνη του Τσερνόμπιλ». Στην πραγματικότητα, πλησιάζοντας μπαίνεις σε μια άλλη χώρα, με τους δικούς της κανόνες και ξεχωριστό έλεγχο διαβατηρίων.
Φτάνοντας στο «Chornobyl», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, διαπιστώνεις με μια αναπόφευκτη έκπληξη πως δεν πρόκειται για μια ακατοίκητη πόλη –μένουν εκεί περίπου 4.000 άνθρωποι σήμερα. Ολοι τους είναι ενήλικοι και ανάμεσά τους απασχολούνται και ελάχιστες γυναίκες. Δεν μπορούν να ζήσουν όλη τη διάρκεια μέσα στην πόλη, ζουν εκ περιτροπής. Δεκαπέντε ημέρες μέσα –δεκαπέντε ημέρες έξω. Οι έλεγχοι γίνονται καθημερινά και αν συμπληρωθεί νωρίτερα το ποσοστό ραδιενέργειας που μπορεί να δεχθεί ο άνθρωπος, ο εργάτης εγκαταλείπει τη ζώνη. Δεν αποκλείεται και να αντικατασταθεί.
Ο Μαξ και ο Γιούραν είναι δύο από τους 1.200 εργάτες που βγάζουν το ψωμί τους δουλεύοντας σε μία από τις πιο ραδιενεργές περιοχές στον κόσμο. Δουλεύουν για τον όμιλο των γαλλικών εταιρειών που έχουν αναλάβει την κατασκευή του νέου προστατευτικού κελύφους, το οποίο προορίζεται για την αντικατάσταση της ήδη υπάρχουσας σαρκοφάγου. Ακόμη και σήμερα ο περισσότερος όγκος των ραδιενεργών στοιχείων εξακολουθεί να βρίσκεται στον πυρήνα του αντιδραστήρα Νο 4.
«Δεν νιώθω ότι κάνω κάτι σημαντικό» θα πει ο Μαξ. «Είναι άδικο αυτό που συμβαίνει, για τρία χρόνια τώρα, για τις μισές ημέρες του μήνα, για 11 ώρες την ημέρα, δουλεύουμε για 250 ευρώ, όταν οι ιταλοί και οι γάλλοι συνάδελφοί μας αμείβονται με 5.000 ευρώ». Η εταιρεία παρέχει ένα δωμάτιο ανά τρεις εργαζομένους και τρία γεύματα την ημέρα για τον καθένα από αυτούς. Για τις ημέρες που είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται εκτός της ζώνης δεν υπάρχει καμία πρόνοια. Ο Μαξ είναι πατέρας δύο παιδιών. Οταν αναγκάζεται να φύγει από τη ζώνη, δουλεύει και ως οδηγός ταξί. Η πόλη είναι η ασφαλέστερη περιοχή της ζώνης. Τα επίπεδα ραδιενέργειας είναι λιγότερα και από αυτά της πόλης του Κιέβου. Εύκολα θα νόμιζε κανείς πως πρόκειται για μια φυσιολογική πόλη, αν δεν υπήρχαν οι λεπτομέρειες. Οταν ο ήλιος δύσει, αντιλαμβάνεσαι ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Λίγα φώτα ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι και οι ελάχιστοι κεντρικοί δρόμοι που χρησιμοποιούνται ερημώνουν. Η κατανάλωση αλκοόλ απαγορεύεται στους εξωτερικούς χώρους καθώς επίσης και η κυκλοφορία μετά τις 10 το βράδυ. Η ζώνη είναι μια ξεχωριστή περιοχή και έχει τους δικούς της κανόνες καθώς βρίσκεται σχεδόν υπό στρατιωτικό καθεστώς περιορισμών. Οι λιγοστοί εργάτες που έχουν συγκεντρωθεί για το τελευταίο γεύμα της ημέρας κατευθύνονται στα δωμάτιά τους και μαζί τους απομακρύνονται και οι τελευταίες φωνές που έσπαζαν τη μονοτονία της απέραντης σιωπής. Δεν είναι ένα ευχάριστο μέρος διαμονής.
Τέσσερα χιλιόμετρα βόρεια του πυρηνικού αντιδραστήρα βρίσκεται η ομώνυμη πόλη του ποταμού Πριπιάτ. Η πόλη, που αποτέλεσε πρότυπο για τη σύγχρονη Σοβιετική Ενωση και που ο μέσος όρος των κατοίκων της δεν ξεπερνούσε τα 25 χρόνια, είναι σήμερα μια πόλη-φάντασμα. Περπατώντας στους δρόμους της είναι σαν να κάνεις μια βόλτα στο παρελθόν μόνος σου, κανένας δεν μένει πια εδώ.
Η σιωπή είναι εκκωφαντική. Στο κέντρο της πλατείας Λένιν υψώνονται επιβλητικά μπροστά σου το ξενοδοχείο Polissya και το παλάτι του πολιτισμού του Πριπιάτ. Αφίσες, αγάλματα του Λένιν και χάρτες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης βρίσκονται παντού, ξεχασμένα, σκονισμένα. Τα τεχνάσματα της σοβιετικής προπαγάνδας κάνουν ακόμη και σήμερα αισθητή την παρουσία τους. Στα 29 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την εκκένωση της πόλης, το έδαφος έχει καταληφθεί από τις λεύκες και ακόμη και το τσιμέντο των οικοδομημάτων αδυνατεί να τις συγκρατήσει. Στην πόλη-φάντασμα η φύση αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα –οι άνθρωποι την έχουν αφήσει μόνη της.
Στον παιδικό σταθμό της πόλης ελάχιστα είναι τα σημάδια ζωής. Κάποια ξεχασμένα παιδικά παπούτσια, τα διπλά κρεβάτια και οι παιδικές κούκλες έχουν παραμείνει σαν μουσείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πιο αχρησιμοποίητο λούνα παρκ του κόσμου βρίσκεται εκεί. Μάταια περίμενε να ανοίξει τις πύλες του για πρώτη φορά την 1η Μαΐου του 1986.
Στο Πριπιάτ οι εικόνες μοιάζουν σαν να έχουν τοποθετηθεί επίτηδες, σαν ένα installation μιας παρατημένης ζωής. Αλλά δεν έχει γίνει τίποτε επίτηδες. Το σχολείο με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες και τα σκόρπια βιβλία που βρίσκονται στο πάτωμα. Το νοσοκομείο με τους αχανείς διαδρόμους που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τα κρεβάτια των ασθενών. Τα χειρουργικά εργαλεία και τα αχρησιμοποίητα φάρμακα που παραμένουν κλειστά στα ντουλάπια τους συνθέτουν εικόνες απόκοσμες και τρομακτικές.
Η διαμονή στη ζώνη του Τσερνόμπιλ είναι μια ανατριχιαστική εμπειρία. Η ζωή μοιάζει να συνεχίζεται, αλλά όλα είναι ένα πρόσχημα. Οσοι ζουν εκεί παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος, το ημερολόγιο θα δείχνει πάντα ξημερώματα Σαββάτου της 26ης Απριλίου του 1986.

Φωτογραφίες: Βασίλης Τσιώλης

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ