Στο τέλος η Βάιτζ θα επιλέξει αυτόν που δείχνει νεότερος στη φωτογραφία ανάμεσα στα αδέλφια και θα χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα για να αναδείξει τις συνήθειες που βοήθησαν τον πιο «ευνοημένο» να καθυστερήσει τη γήρανση του προσώπου του.
Πού είναι ο Γιάννης;» ή «Α, έλα να μελετήσουμε μαζί, ε τι κάνεις εκεί τώρα;». Υποτιμάμε στη συνείδησή μας ό,τι διαφορετικό πάει να κάνει ο άλλος επειδή πίσω από αυτό υπάρχει η ανάγκη να είμαστε συνεχώς μαζί» λέει ο Τάκης και ο Γιάννης συμπληρώνει: «Συμβαίνει και κάτι άλλο που εγώ το θεωρώ την πεμπτουσία της σχέσης. Ο Τάκης μού υπενθυμίζει συνέχεια τον εαυτό μου. Δηλαδή οτιδήποτε κάνω στη ζωή μου, είτε καλό είτε μέτριο, όταν αντικρίζω τον Τάκη είναι σαν να το βλέπω κάπου απέναντί μου. Σαν να μου την έχει συνέχεια στημένη ο «εαυτός» μου. Αυτό είναι βάσανο».
Εμφανισιακά, δηλαδή, τα δύο αδέλφια μπορεί να είναι ίδια, αλλά να έχουν τη φράντζα στα μαλλιά τους από την αντίθετη πλευρά και να βάζουν το αντίθετο δάχτυλο στο στόμα αντί πιπίλας όταν είναι μωρά. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η σχέση των διδύμων είναι μυστήρια. «Είναι μια γωνία από μόνος του ο καθένας, ενώ όταν ενωθούν και οι δύο μαζί κάνουν ένα τετράγωνο» λέει και ο Σπύρος Λιάκος σε μια προσπάθεια εξήγησης αυτού που βιώνει. Και η αλήθεια είναι ότι μόνο περίεργο φαντάζει το να πρέπει να ανησυχεί κάποιος πάντα για δύο. Γιατί ο καθένας με το που θα γεννηθεί ανησυχεί για τον εαυτό του, αλλά οι δίδυμοι έχουν άλλες υποχρεώσεις. Και το αποδεικνύουν σε κάθε περίπτωση όταν ο κίνδυνος είναι προ των πυλών. Οι υπόλοιποι γίνονται «καπνός» και τρέχουν να σωθούν, ενώ οι δίδυμοι πιάνονται πρώτα από το χέρι και μετά φεύγουν. Ετσι τους έχει μάθει η ζωή άλλωστε.
Δημήτρης και Κωστής Ρηγόπουλος
Ο επικεφαλής του πολιτιστικού ρεπορτάζ της ημερήσιας έκδοσης της «Καθημερινής» Δημήτρης Ρηγόπουλος είναι μικρότερος κατά 16 λεπτά από τον αδελφό του. Ο «μεγάλος», ο Κωστής δηλαδή, είναι ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ στην οικογένεια υπάρχει και ένας μεγαλύτερος κατά έξι χρόνια αδελφός, ο Αλκης. Οταν οι γονείς του τού ανακοίνωσαν ότι σκέφτονταν να του «κάνουν ένα αδελφάκι» απάντησε πως ήθελε να είναι αγόρι για να κάνουν παρέα και μάλιστα «όχι ένα, αν γίνεται δύο». Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα εννέα μήνες μετά, όταν απέκτησε δύο ολόιδιους φίλους που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν άλλο τόσο διαφορετικοί.
Δημήτρης: «Με τον Κωστή είχαμε έντονη σχέση. Είχαμε έναν κώδικα εκφράσεων δικών μας που καταλαβαίναμε μόνο εμείς και είχαμε επινοήσει και δικά μας παιχνίδια – κάθε απόγευμα “πρωταγωνιστούσαμε” σε ένα σίριαλ. Η μητέρα μας όταν είδε την “εξάρτησή” μας και επηρεασμένη από κάποια άλλα δίδυμα της γειτονιάς που ήταν αυτοκόλλητα, αποφάσισε να μας ψιλοχωρίσει».
Κωστής: «Μέχρι την Ε’ Δημοτικού που ήμουν στην ίδια τάξη με τον Δημήτρη δεν είχα ανοίξει βιβλίο. Πήγα “σβηστός”. Του έκανα πού και πού κάτι χατίρια και μου έκανε τις εργασίες. Στις Πανελλήνιες του είχα κάνει και επίσημη πρόταση να γράψει έκθεση και για εμένα. Ημουν γενικά πιο άτακτος».
Δημήτρης: «Από τα 18 μέχρι τα 25 μας χρόνια δεν κάναμε καθόλου παρέα. Βρισκόμασταν στα οικογενειακά τραπέζια μόνο. Μιλούσαμε βέβαια, αλλά απομακρυνθήκαμε λίγο κοινωνικά. Μετά συνέκλιναν οι παρέες μας μέχρι που ο Κωστής παντρεύτηκε μια δική μου καλή φίλη και έκανε δύο παιδιά. Στον γάμο δεν είχαμε ουρά για ευχές και φυσικά δέχθηκα τις μισές».
Σπύρος και Βαγγέλης Λιάκος
Μαγειρεύουν από 17 ετών αλλά για πολλά χρόνια δεν ήθελαν να χάσουν τη χαρά του ερασιτέχνη. Το 2005 συναντήθηκαν για πρώτη φορά επαγγελματικά και πλέον μπερδεύουν με την ομοιότητά τους τούς πελάτες των δύο εστιατορίων τους – το Base Grill και το Τραβόλτα στο Περιστέρι –, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Οταν τσακώνονται εντός ή εκτός κουζίνας ξέρουν τα κουμπιά ο ένας του άλλου και θυμώνουν πολύ, αλλά τους περνάει στο λεπτό. Οι υπόλοιποι μένουν με το στόμα ανοιχτό όταν μετά την ένταση τούς βλέπουν να συνεχίζουν το φαγητό τους στο ίδιο τραπέζι σαν να μη συνέβη τίποτα.
Βαγγέλης: «Δεν έχουμε το ίδιο γούστο στις γεύσεις. Εγώ είμαι πιο αφαιρετικός, ο Σπύρος είναι πιο “ιντριγκαδόρος”. Του αρέσουν περισσότερο οι πολύπλοκες γεύσεις. Ο ένας βάζει αλάτι, ο άλλος πιπέρι. Στο τέλος βγαίνει κάτι ωραίο και λέμε όπα, κόψ’ το εδώ».
Σπύρος: «Περισσότερο εκμεταλλευτήκαμε την ομοιότητά μας στο σχολείο. Τα μισά τα διάβαζε ο Βαγγέλης και τα μισά εγώ. Λέγαμε ο ένας στον άλλον: “Δεν διαβάζεις Ιστορία μη μας σηκώσει;”. Μετά μας πήραν χαμπάρι και μας σήκωναν και τους δύο μαζί και δεν μπορούσαμε να κλέψουμε».
Βαγγέλης: «Ημασταν 5 ετών και είχαμε ίωση με πυρετό. Πήρε τον γιατρό η μητέρα μας και εκείνος τής είπε να μας δώσει σιρόπι. Επειτα από τρεις ώρες ο ένας είχε υποθερμία και ο άλλος 40 πυρετό. Ο γιατρός απόρησε. “Εδωσες και στους δύο την ίδια ποσότητα;”. Τότε πετάχτηκε ο Σπύρος και παραδέχτηκε ότι ήπιε δύο φορές γιατί του άρεσε το σιρόπι φράουλα».
Σπύρος: «Οι δίδυμοι έχουν την τάση να γίνουν τρεις. Θέλουμε να εγκλωβίσουμε και κάποιον ακόμη στον κόσμο μας. Δεν είμαστε εσωστρεφείς. Δεν είναι και εύκολο να είμαστε εσωστρεφείς γιατί οι δίδυμοι δεν έχουν την αίσθηση του φόβου. Είναι πάντα δύο και οι δύο μαζί περνούν μέσα από το δάσος – μόνος του κάποιος δεν το περνάει».
Τάκης και Γιάννης Φίνας
Ο Τάκης και ο Γιάννης Φίνας είναι οι Duo Fina, οι μοναδικοί δίδυμοι τενόροι και πιανίστες. Γεννήθηκαν στη Γερμανία και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες τους ξεκίνησαν σε ηλικία 17 ετών, όταν βρέθηκαν μέσα σε ένα ωδείο κατόπιν παρότρυνσης ενός φίλου τους. Στην πορεία ολοκλήρωσαν σπουδές πιάνου και κλασικού τραγουδιού και πλέον είναι διπλωματούχοι τραγουδιστές της Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου και έχουν στο βιογραφικό τους σημαντικές επιτυχίες. Πιστεύουν ότι το ταλέντο τους δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο, αλλά αντίθετα αλληλοσυμπληρώνεται.
Τάκης: «Η μαμά υπεύθυνο για την ασφάλειά μας είχε καθορίσει εμένα ακριβώς επειδή ήμουν κατά 15 λεπτά μεγαλύτερος. Αυτά τα 15 λεπτά λειτουργούσαν ως λόγος για να μου χρεώνει την ευθύνη του μικρότερου, του Γιάννη. Οταν έκανε μια σκανταλιά ο Γιάννης η μάνα μου φώναζε σε εμένα».
Γιάννης: «Δεν θα δεχόμουν μια πρόταση για σόλο καριέρα όσο δελεαστική και αν ήταν. Θα έβαζα όλη μου την εφευρετικότητα και θα κατέβαζα ιδέες να πείσω εκείνον που έκανε την πρόταση ότι θα ήταν πολύ καλύτερη αν περιελάμβανε και τον αδελφό μου. Εχει συμβεί αυτό: Στη “Νυχτερίδα” του Στράους προβλέπεται ένας ρόλος για έναν δικηγόρο. Πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης μάς είχε προτείνει – παγκόσμια πρώτη -να μπουν δύο δικηγόροι. Προσθέσαμε έναν ρόλο, τον δίδυμο αδελφό του δικηγόρου. Και σημειώσαμε φοβερή επιτυχία στην Οπερα της Θεσσαλονίκης το 2007».
Τάκης: «Επειδή ο ένας είχε τον άλλο και επειδή ταιριάζαμε στα πάντα δεν μας δημιουργήθηκε η ανάγκη συναναστροφής με άλλα παιδιά. Δηλαδή την ανάγκη αυτή την αντικαθιστούσε ο δίδυμος αδελφός. Γι’ αυτό δεν είχαμε φίλους. Υπερεκτίμησε ο καθένας την παρουσία του άλλου στη ζωή του και είχε μια εικόνα ότι ο άλλος ήταν τα πάντα. Ισως ήταν μια παγίδα. Μας άφησε λίγο απομονωμένους κοινωνικά, μέχρι να επανασυνδεθούμε με τους ανθρώπους μέσα από τη μουσική».
Βικτωρία και Κόρα Καρβούνη
Η Βικτωρία
Η τέχνη ήταν στοιχείο της οικογένειάς τους και έτσι η Κόρα έγινε ηθοποιός και η Βικτωρία αποφάσισε να εκφραστεί μέσα από τα εικαστικά. Αν και παραδέχονται ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ τους στην εφηβεία, όσο μεγαλώνουν βλέπουν τη σχέση τους να εξελίσσεται και να επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, ενώ δεν αποκλείουν και το ενδεχόμενο κοινής συνεργασίας «λόγω της γρήγορης επικοινωνίας μας». Οι δύο αδελφές, όμως, δεν βιώνουν πάντα την ομοιότητα ως προνόμιο.
Κόρα: «Μας φώναζαν στο σχολείο η Κόρα και η Ψίχα. Για εμάς ήταν το πλέον κακόγουστο αστείο, διότι το ακούγαμε χιλιάδες φορές. Είναι πολύ ενοχλητικό και δύσκολο, καθώς προσπαθείς να αναπτύξεις την προσωπικότητά σου και να βρεις την ταυτότητά σου, συνεχώς να σου υπενθυμίζει κάποιος πως είσαι ίδια με ένα άτομο που ενώ έχει παρόμοια εμφάνιση με εσένα εσύ βλέπεις έναν άλλον άνθρωπο, εντελώς διαφορετικό από τον εαυτό σου δίπλα σου».
Βικτωρία: «Οταν πρωτοέφυγα στο εξωτερικό για σπουδές, ουσιαστικά ήταν η πρώτη φορά που ζούσαμε χωριστά με την αδελφή μου,χωρίς προφανή λόγο, ένιωσα πως η Κόρα δεν ήταν καλά. Και ήταν όντως έτσι. Γενικά, όμως, δεν έχουμε αυτό το ένστικτο που ισχυρίζονται πως έχουν τα δίδυμα».
Κόρα: «Μας μπερδεύουν συχνά, κυρίως άνθρωποι που δεν μας έχουν γνωρίσει καλά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μια παράσταση που συμμετείχα, η Βικτωρία έλαβε περισσότερα συγχαρητήρια από εμένα».
Αννα και Ειρήνη Βασιλείου
Είναι οι πιο γρήγορες δίδυμες στην Ελλάδα. Οι 24χρονες πρωταθλήτριες στίβου από την Κρήτη από εφέτος κάνουν και το ίδιο αγώνισμα – 400 μέτρα – και ίσως προκαλέσουν σύγχυση σε όσους παρακολουθούν από τις κερκίδες. Η Ειρήνη σπούδασε Πληροφορική, ενώ η Αννα Φαρμακευτική. Κατά τα άλλα, πάνω-κάτω έχουν τον ίδιο χαρακτήρα, αλλά παραδέχονται ότι η Ειρήνη είναι πιο εξωστρεφής. Το διασκεδάζουν όταν τις μπερδεύουν στον δρόμο, ενώ έχουν διαφορετικό γούστο στους άνδρες. Ο τρόπος σκέψης, όμως, είναι πάντα ο ίδιος.
Αννα: «Οσο περνάνε τα χρόνια, η σχέση μας είναι ακόμη πιο έντονη. Ανταγωνισμό δεν είχαμε ποτέ, ίσα ίσα η μία στηρίζει την άλλη στις δύσκολες στιγμές. Στον στίβο μέχρι τώρα δενέχει τύχει να τρέξουμε μαζί σε αγώνα, αλλά και να γίνει αυτό όποια και να κερδίσει θα είναι το ίδιο».
Ειρήνη: «Από αυτό το “θαύμα” των διδύμων μόνο θετικά στοιχεία μπορείς να αποκομίσεις. Το κυριότερο είναι ότι έχεις έναν άνθρωπο ο όποιος ξέρεις ότι δενθα σε προδώσειποτέ. Μικρές, βέβαια, η μαμά μαςμάς έντυνεδιαφορετικά για να μπορούν να μας ξεχωρίζουν και ηκαθεμία να αναπτύξει τη δική της προσωπικότητα».
Αννα: «Είναι περίεργη η σχέση μεταξύ διδύμων. Πριν από τρία χρόνια έλειπε η Ρένα στην Κύπρο και είχα μια διαρκή ανησυχία ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν επέστρεψε μου διηγήθηκε μια περιπέτεια που είχε περάσει και δυστυχώς επαληθεύτηκα».
Ειρήνη: «Στο στάδιο αυτοί που μας γνωρίζουν δεν μας μπερδεύουν λόγω του διαφορετικού τρόπου τρεξίματός μας.Πολλές φορές, όμως, άτομα που μας βλέπουν για πρώτη φορά εκπλήσσονται. Για παράδειγμα, πρόσφατα, σε αγώνες που συμμετείχα εγώ καιη Αννα καθόταν στις κερκίδες, ένα μικρό παιδάκι αναρωτήθηκε πώς γίνεται η ίδια κοπέλα να τρέχει μέσα στο στάδιο και να είναι ταυτόχρονα και δίπλα του».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ