Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο σύμβολο της αλαζονείας, της ύβρεως και της διαπλοκής και αποτέλεσαν τον κυριότερο ιμάντα μεταφοράς στους τραπεζικούς λογαριασμούς των επιτηδείων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία εκτόξευσαν τον κρατικό δανεισμό και οδήγησαν στη χρεοκοπία του 2009.

Σε αυτή την παράλογη πολιτική πρωτοστάτησαν η Γιάννα Αγγελοπούλου, η οποία υπέταξε το κράτος στην εξυπηρέτηση της μεγαλομανίας της, ο Κώστας Σημίτης, που δεν μπόρεσε ούτε τόλμησε να αντισταθεί, και βεβαίως ολόκληρο το πολιτικό, τραπεζικό και κατασκευαστικό «κατεστημένο» που εφηύρε πολλούς τρόπους για να κερδοσκοπήσει επάνω στο «όραμα των Αγώνων». Αυτή είναι η άποψη των ακραίων και των ανυποψίαστων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Πλανόμαστε, ωστόσο, εάν νομίζουμε ότι δεν έχει επικρατήσει ευρύτερα, ιδίως σε μια περίοδο συλλογικής κατάθλιψης που διακόπτεται από άναρθρες συναισθηματικές θύελλες. Σήμερα, ακριβώς δέκα χρόνια και τέσσερις ημέρες μετά την τελετή έναρξης της 13ης Αυγούστου 2004, ποια είναι η αλήθεια; Εχασε ή κέρδισε η χώρα από τους Αγώνες;

Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα, ας δούμε ποια είναι σήμερα η συζήτηση σε άλλες χώρες. Το Ρίο ντε Τζανέιρο θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 και έχει ανακοινώσει την εκτέλεση δημοσίων έργων ύψους 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Αγώνες θα συμβολίσουν την έλευση μιας νέας και σύγχρονης Βραζιλίας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου θεωρούνται μοναδικές μηχανές οικονομικής ανάπτυξης. Τέσσερις αμερικανικές πόλεις, η Βοστώνη, το Λος Αντζελες, το Σαν Φρανσίσκο και η Ουάσιγκτον, ετοιμάζονται να διεκδικήσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1984 και του 1992 θεωρείται ότι ανανέωσαν, δυνάμωσαν και προώθησαν στον 21ο αιώνα δύο μέχρι τότε γερασμένες πόλεις, το Λος Αντζελες και τη Βαρκελώνη αντίστοιχα.
Ο μεσαίωνας του Καραμανλή
Γιατί, όμως, στην Αθήνα δεν συνέβη το ίδιο; Ποιος ευθύνεται που η Ελλάδα κατέρρευσε οικονομικά και ηθικά μετά τους Αγώνες; Η ερώτηση πλανάται αναπάντητη σαν φάντασμα, όπως τόσες άλλες στη χώρα μας, αλλά η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή, για όσους δεν θέλουν να εθελοτυφλούν: Μεσολάβησε η διακυβέρνηση Καραμανλή, μια πυκνή πενταετία εγκατάλειψης κάθε στόχου (εκτός από τη νίκη στις εκλογές…), μια μεσαιωνική περίοδος πρωτοφανούς απροθυμίας αντιμετώπισης οποιουδήποτε προβλήματος. Μια εποχή κυνισμού, αναχωρητισμού και υπνηλίας, στην οποία κυριάρχησε η νοοτροπία της απραξίας, της αταραξίας και της αντίληψης πως όλα είναι μάταια και πως σε αυτόν τον τόπο δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα. Πρόκειται για μια νοοτροπία εσωτερικής παραίτησης και ήττας που έστρωσε τον δρόμο για τη χρεοκοπία γιατί ήταν εντελώς αντίθετη με αυτή που επικρατούσε στην Ελλάδα για μια δεκαετία, τη δεκαετία του εκσυγχρονισμού που οδήγησε στους Αγώνες (όσο και αν η λέξη «εκσυγχρονισμός» προκαλεί δερματικά εξανθήματα σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού…).

Η Ελλάδα του 2004 είχε πάθει υπερκόπωση. Είχε κουραστεί να ακούει ότι είναι «ισχυρή», είχε βαρεθεί να θέτει διαρκώς «εθνικούς στόχους» και ήθελε να βυθιστεί στη λήθη, να ξεχάσει τα πάντα και να «ξαποστάσει» επάνω στις εμμονές και στις δοξασίες της. Εστειλε, λοιπόν, στο Μέγαρο Μαξίμου τον καταλληλότερο εκφραστή μιας ολόκληρης φιλοσοφίας ζωής που κινείται ανάμεσα στη ματαιότητα και στη λήθη, έναν συμπαθή και ευχάριστο πολιτικό γόνο που εκφράζει με εντυπωσιακή πιστότητα τον τύπο του Ελληνα που μεταπίπτει ανάμεσα στη βαθιά μελαγχολία και στις επικούρειες προσεγγίσεις ζωής, έναν ευφυή ρήτορα του λαϊκισμού, τον Κώστα Καραμανλή.
Το πνεύμα των Αγώνων, η πίστη στις εθνικές δυνατότητες, η πεποίθηση ότι οι μεγάλοι στόχοι είναι εφικτοί με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούν οι Δυτικοί (είτε με ντόπινγκ είτε χωρίς…) εγκατέλειψαν τη χώρα επάνω στο εμβληματικό Ντάτσουν των τσιγγάνων, το «άρμα» που ο τελετάρχης καλλιτέχνης Δημήτρης Παπαϊωάννου επέβαλε ως κεντρικό στοιχείο της τελετής λήξης στις 29 Αυγούστου 2004 στο Ολυμπιακό Στάδιο. Στην «Ελλάδα του Καραμανλή» που ξεκίνησε ουσιαστικά την 30ή Αυγούστου 2004 δεν χάθηκε μόνο η πίστη στην κατάκτηση μεγάλων στόχων. Χάθηκε και το όποιο μέτρο είχε απομείνει. Οι έννοιες και οι λέξεις έχασαν πρώτες τη σημασία τους και μετά ακολούθησαν οι πράξεις. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε ούτε για τα αυτονόητα –ξεκινώντας από την κωμικοτραγική «δημοσιονομική απογραφή». Ηταν ο πρώτος διασυρμός της χώρας στην Ευρώπη που έγινε χάρη σε μια «νεοδημοκρατική κολοκυθιά» με αντικείμενο τη χρονική καταγραφή αμυντικών δαπανών προηγούμενων ετών για το ύψος των οποίων ουδείς διαφωνούσε!
Το ηθικό κεφάλαιο του 2004
Μετά το 2004 η Ελλάδα έγινε όσο ποτέ μια χώρα στενόμυαλων μονολόγων και διαλόγων μεταξύ κωφών και μέσα σε αυτή τη Βαβέλ υποστηρίχθηκαν τα πάντα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ως εθνικό επίτευγμα δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον ευτελισμό. Πληροφορηθήκαμε ότι οι Αγώνες στοίχισαν οποιοδήποτε ποσό –από τρία ως 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Μόνο στο τέλος του 2012, δηλαδή οκτώ χρόνια μετά (!), συμφώνησαν τα κόμματα ότι οι Αγώνες στοίχισαν 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Μόνο που σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται η δαπάνη της Αττικής Οδού, του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», αλλά και των νέων συστημάτων ασφάλειας, που το κόστος τους αγγίζει σχεδόν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η επιρροή τους στον εκσυγχρονισμό και στην παραγωγική δυναμική της οικονομίας παραμένει διαρκής. Πόσα δισεκατομμύρια ευρώ έχει εισφέρει στο εθνικό εισόδημα η υλοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων που έμεναν στα χαρτιά για δεκαετίες, αλλά επισπεύσθηκαν μετά το 1998 λόγω της ανάληψης των Αγώνων;
Πράγματι, οι επικριτές έχουν δίκιο ότι η εκτέλεση αρκετών μεσαίων και μικρών έργων επιταχύνθηκε μόνο μετά το 2003, προκαλώντας απαράδεκτες υπερβάσεις προϋπολογισμών, αλλά αυτό συνέβη κυρίως επειδή την περίοδο 2001-2003, δήμαρχοι προσκείμενοι στη Νέα Δημοκρατία, με απευθείας εντολές από τη Ρηγίλλης, «μπλόκαραν» τα έργα με προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να σαμποτάρουν την κυβέρνηση Σημίτη (παράδειγμα, το ατελείωτο διαδημοτικό σίριαλ με τις γραμμές του τραμ). Το συνολικό αμιγές «κόστος Αγώνων», δηλαδή το κόστος της οργάνωσης και της κατασκευής των ειδικών εγκαταστάσεων, κυμαίνεται σε ένα επίπεδο αισθητά χαμηλότερο των 8,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ανακοινώθηκε πρόσφατα ότι η Γιάννα Αγγελοπούλου θα χρηματοδοτήσει έρευνα η οποία θα διενεργηθεί μέσα στο επόμενο πεντάμηνο από το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με αντικείμενο το πραγματικό κόστος, καθώς και το «αποτύπωμα» των Αγώνων στην οικονομία. Θα έχουν ενδιαφέρον τα συμπεράσματα, αν και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η έρευνα θα υποστεί αρκετή κακοποίηση από τους κάθε λογής «ερμηνευτές» της.
Ομως το βαθύτερο «αποτύπωμα» και η μεγαλύτερη κληρονομιά των Αγώνων που όλοι ξέχασαν και ουδείς αξιοποίησε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και αποτιμάται σε αμέτρητα δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι μια εθνική περιουσία, ένα ηθικό κεφάλαιο που παραμένει εν υπνώσει και θεωρητικά μπορεί υπό συνθήκες να αφυπνιστεί. Η κληρονομιά αυτή είναι η γνώση και η ωριμότητα που ενσωματώνεται μέσα στο ίδιο το επίτευγμα. Είναι ότι οργανώσαμε δίκτυα επαγγελματιών και σπουδαίων επιστημόνων που πέτυχαν αποτελέσματα παγκοσμίου επιπέδου στις κατασκευές, στην οργάνωση, στην ασφάλεια, στη φιλοξενία. Είναι ότι αφομοιώσαμε και εφαρμόσαμε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τα πιο σύγχρονα μοντέλα διοίκησης που επέτρεψαν την άριστη υλοποίηση ενός σύνθετου εγχειρήματος παγκόσμιας κλίμακας. Είναι ότι αποδείξαμε στον εαυτό μας ότι μπορούμε. Ολη αυτή η εμπειρία της προετοιμασίας και της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων αντιπροσωπεύει ένα ανεκτίμητο άυλο κεφάλαιο, μια μορφή γνώσης που θα μπορούσε να εμπνέει και να χαρακτηρίζει κάθε λογής δράση μέσα στην Ελλάδα, τόσο στο κράτος όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Θα μπορούσε να μας είχε γίνει «δεύτερη φύση» και μέχρι σήμερα να είχε σφραγίσει την πορεία της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Η Ελλάδα κατέρρευσε και βυθίστηκε το 2009 όχι εξαιτίας, αλλά παρά τη διοργάνωση και την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Οι Αγώνες ήταν το «κύκνειο άσμα» μιας δεκαετίας συνειδητού και αποφασιστικού εκσυγχρονισμού. Και αν πρέπει να ξαναβρούμε το «μυστικό» για μια νέα εθνική ανάταση, για μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση, ιδίως στους σημερινούς ψυχρούς, αμήχανους και φοβισμένους καιρούς, τότε θα πρέπει να το αναζητήσουμε σε αυτό το πνεύμα των Αγώνων του 2004, το πνεύμα της δράσης και της αποφασιστικότητας, της τόλμης και της διακινδύνευσης, της υπέρβασης και της πραγματοποίησης.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ