«Σκεφτόμουν ότι αν υπάρχει μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω ως ο Πρόεδρος, ο Πάπας ή ένας κορυφαίος παίκτης του μπέιζμπολ. Τώρα, όμως, θέλω να γίνω η αγορά ομολόγων. Ετσι, θα τους εκφόβιζα όλους». Τάδε έφη Τζέιμς Κάρβιλ, ο στρατηγικός νους της προεκλογικής καμπάνιας του Μπιλ Κλίντον το 1992, σε μια στιγμή της πρώτης προεδρικής θητείας εκείνου, όταν τα αμερικανικά ομόλογα είχαν πάρει την ανιούσα αντανακλώντας τον φόβο των επενδυτών για την κατάσταση των δημοσίων δαπανών στις ΗΠΑ. Και τα ομόλογα αποτελούν μία μόνο από το πλήθος των οικονομικών εννοιών που έχουν τη δυνατότητα να προκαλούν πονοκεφάλους –κάποτε μόνο σε ηγέτες χωρών, τώρα πια και στους πολίτες τους. Χρέη, τόκοι, χρεόγραφα, μετοχές, κεφάλαια, φόροι, κέρδη, τράπεζες, χρηματιστήρια, funds, κίνδυνοι –το σύγχρονο λεξιλόγιο των αγορών μοιάζει πλέον τόσο μακρύ όσο και το περίφημο «αόρατο χέρι» που κατά τον Ανταμ Σμιθ τις ρυθμίζει. Τι είναι, όμως, αυτές οι αφηρημένες «αγορές» στις οποίες όλοι θύουν, την εύνοια των οποίων σπεύδουν να προεξοφλήσουν και την αποδοκιμασία των οποίων ξορκίζουν με «μεταρρυθμίσεις»;
Αν πιστέψει κανείς τον Ράσελ Ρόμπερτς, πρώην καθηγητή Οικονομικών στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, νυν ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και γνωστό εκλαϊκευτή επί οικονομικών ζητημάτων, οι αγορές συνιστούν «φαινόμενα που αποτελούν παράγωγα ανθρώπινης δράσης, αλλά όχι ανθρώπινου σχεδιασμού» και διακρίνονται από «αποκεντρωμένες, μη οργανωμένες αλληλεπιδράσεις αγοραστών και πωλητών». Με την τωρινή μορφή τους, όπως υφίστανται εδώ και περίπου δυόμισι αιώνες, αποτελούν κάτι παραπάνω από συνάντηση σε υπαίθριους ή μη χώρους προς εκτέλεση συναλλαγών, μορφή γνωστή από την αυγή του πολιτισμού. Ενας σύγχρονος ορισμός τις θέλει αφηρημένους μηχανισμούς διά των οποίων προσφορά και ζήτηση έρχονται σε αντιπαράσταση, προκειμένου να προκύψουν συμφωνίες. Μια πιο στενή περιγραφή περιορίζει τον όρο σε μια συγκροτημένη παγκόσμια οικονομία καπιταλιστικού χαρακτήρα. Τεχνικά μιλώντας, αγορά είναι η διαδικασία διαμόρφωσης τιμών αγαθών και υπηρεσιών. Και μια πιο απλουστευτική απάντηση θα έλεγε ότι αγορές είναι άνθρωποι, θεσμοί και οικονομικά εργαλεία σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο «πλέγμα του χρήματος».
Από τον Μαρξ στον Μπάφετ

Οι αγορές είναι διπρόσωπες, όπως ο Ιανός. Αντιπροσωπεύονται από θεωρητικούς και πρακτικούς, στοχαστές και επενδυτές. Στην πλευρά των πρώτων αντιπαρατίθενται δύο εμβληματικές μορφές της νεωτερικότητας: ο Ανταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ. Ο άγγλος γενάρχης της πολιτικής οικονομίας είδε στην επιθυμία του ατομικού κέρδους την κινητήριο δύναμη μιας αυτορρυθμιζόμενης διαδικασίας, η οποία χωρίς την επέμβαση εξωγενών παραγόντων θα μπορούσε να μετασχηματίσει όχι μόνο ορθολογικές επιδιώξεις αλλά και υστερόβουλες πρακτικές, σε ευρύτερο κοινωνικό όφελος. Από τη σκοπιά αυτή αντίκριζε γενικά τον «Πλούτο των εθνών», πραγματεία-ευαγγέλιο των οικονομικών φιλελεύθερων, δημοσιευμένη το 1776. Οπωσδήποτε, ο Ανταμ Σμιθ πρόβαλλε το «αόρατο χέρι» της αγοράς ως βέλτιστο ρυθμιστικό μηχανισμό στα συμφραζόμενα της εποχής του: στα τέλη του 18ου αιώνα τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είχαν διαφύγει οριστικά από τη σφαίρα του μερκαντιλισμού. Οταν δεν όριζαν δασμούς, τέλη ή προσαυξήσεις στη διακίνηση αγαθών ακόμη και στο εσωτερικό τους, μοίραζαν προνόμια σε μονοπωλιακές εταιρείες που λειτουργούσαν ως σχήματα αποικιακής επέκτασης. Η βρετανική «Εταιρεία των Ινδιών» επρόκειτο εντός ολίγου, μέσω μια τέτοιας διαδικασίας, να καταστεί ιδιοκτήτρια της ινδικής υποηπείρου. Για τον αναδυόμενο από τις αυστηρά ιεραρχικές κοινωνικές κατηγορίες του παρελθόντος αστό αυτό το περιβάλλον ήταν ασφυκτικό ως προς τα περιθώρια ανάπτυξης.
Το laissez-faire ήταν τόσο αίτημα οικονομικής απεξάρτησης όσο και βούληση κοινωνικής αλλαγής. Με τη μετάφραση της πρώτης στην τελευταία διά της Γαλλικής Επανάστασης θα ανοίξει ο δρόμος του 19ου αιώνα για την κριτική στην κατεστημένη πλέον έννοια του κεφαλαίου. Στο «Das Kapital» του 1867 και τα υπόλοιπα γραπτά της ωριμότητάς του ο Καρλ Μαρξ βλέπει την αγορά με τα μάτια όχι του επενδυτή αλλά του εργάτη που διαμορφώνει το προϊόν της επένδυσης. Η κερδισμένη ελευθερία του κεφαλαιούχου δεν απολήγει τελικά στον απολεσθέντα παράδεισο για όλους, εκβάλλει σε μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής» η οποία μεταλλάσσει δραστικά την κοινωνία, παράγει υπεραξία από την εργασία των πολλών προς όφελος των ολίγων, συσκοτίζει την ανισότητα των κοινωνικών σχέσεων. Τέκνο του επιστημονικού ντετερμινισμού της εποχής του, ο Μαρξ διατυπώνει οικονομικούς νόμους με την ισχύ φυσικών αρχών: μετά την ανάδυση των αστών, μια άλλη τάξη προορίζεται να καταλάβει τα μέσα παραγωγής εγκαθιδρύοντας τη δική της οικονομία.
Είναι επειδή οι προφητείες του σοβαρότερου κριτικού του καπιταλισμού δεν επαληθεύθηκαν που άνθρωποι όπως ο Τζον Πόλσον και ο Μπιλ Γκρος, αριστοτέχνες των hedge funds, ή η πολύ πιο υπεύθυνη εκδοχή τους, στο πρόσωπο του Γουόρεν Μπάφετ, μπορούν σήμερα να απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα με το δυσθεώρητο ύψος του πλούτου τους (11,4, 2,3 και 58,5 δισ. δολάρια αντίστοιχα). Ωστόσο, αν θέλει κανείς ένα διαχρονικό πορτρέτο του επενδυτή, εν μέρει ακριβές, εν μέρει κυνικό, φιλοτεχνημένο όμως από τον ίδιο, δεν χρειάζεται παρά να προστρέξει στην αλληλογραφία του Νέιθαν Ρότσιλντ (1777-1836), ιδρυτή του αγγλικού κλάδου της οικογένειας προς τους εγκατεστημένους στις άλλες μεγαλουπόλεις της Ευρώπης αδελφούς του: «Διαβάζω τα γράμματά σας όχι μία, αλλά εκατό φορές. (…) Μετά το δείπνο συνήθως δεν έχω τίποτε να κάνω. Δεν διαβάζω βιβλία, δεν παίζω χαρτιά, δεν πηγαίνω στο θέατρο, η μοναδική μου απόλαυση είναι η δουλειά μου». «Το μόνο που γράφεις είναι πλήρωσε αυτό, πλήρωσε εκείνο, στείλε αυτό, στείλε εκείνο» θα παραπονιόταν ο αδελφός του, Σάλομον, το 1815. Ναι, φίλτατε Σάλομον, αλλά μια ολόκληρη τραπεζική δυναστεία δεν χτίζεται μόνη της.
Αγορές, μια βρετανική εφεύρεση

Σε αυτόν τον δρόμο προς τη Γουόλ Στριτ μπορεί να διακρίνει κανείς πολλούς σταθμούς, από τη συναλλαγματική ως την ίδρυση των τραπεζών και των χρηματιστηρίων. Ομως μια πιο καθοριστική για το μέλλον ρύθμιση και με ιδιαίτερη επικαιρότητα για την εποχή μας αποτελεί η επινόηση του δημόσιου χρέους. Αποτέλεσμα της δυναστικής αλλαγής στην Αγγλία μετά την Ενδοξη Επανάσταση του 1688, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την άνοδο στον θρόνο του προτεστάντη ολλανδού πρίγκιπα Γουλιέλμου της Οράγγης. Εκείνος μετέφερε στο νέο του βασίλειο τα κεκτημένα της λεγόμενης «οικονομικής επανάστασης» της Ολλανδίας –τη διάδοση των δημόσιων τραπεζών και νέων μορφών αξιών. Ιδρύοντας την Τράπεζα της Αγγλίας το 1693 και παραχωρώντας το μονοπώλιο του κρατικού δανεισμού, όπως και το προνόμιο της έκδοσης χρήματος, με αντάλλαγμα την προεγγραφή αγοράς ομολόγων με εγγυημένο επιτόκιο 8%, οι ιθύνοντες της αγγλικής κυβέρνησης ανακάλυπταν τη σύγχρονη μέθοδο κρατικής χρηματοδότησης. (Διόλου περίεργο που ως τα μέσα του 19ου αιώνα την είχαν υιοθετήσει όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη.)
Εκτοτε, τα δημόσια οικονομικά της Μεγάλης Βρετανίας υπήρξαν εξίσου αποτελεσματικό όπλο με τον φημισμένο στόλο της. Στην εικοσαετή κρίση της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων από το 1792 ως το 1815, για παράδειγμα, το ύψος του βρετανικού δημόσιου χρέους έφτασε την επαύριον του Βατερλώ στο 200% του τότε ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, τελειωτικά ηττημένος από το πεδίο της μάχης έφυγε ο Βοναπάρτης. Το καινοτόμο αγγλικό οικονομικό όπλο του δημόσιου χρέους είχε επικρατήσει του καινοτόμου γαλλικού στρατιωτικού όπλου της μαζικής επιστράτευσης των πολιτών.
Γιατί ο Κέινς είχε δίκιο

Μεταξύ ανθρώπων και θεσμών διαμεσολαβούν όλα εκείνα τα περίπλοκα οικονομικά εργαλεία που κανείς δεν θα ήθελε να ξέρει αλλά εξαναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να γνωρίσει στα χρόνια της κρίσης. Ακραία κερδοσκοπική μορφή του μείζονος σήμερα κλάδου της διαχείρισης κινδύνων, για παράδειγμα, συνιστούν τα διαβόητα πλέον CDS και CDO, εξέχοντα μέλη της οικογένειας που ο Γουόρεν Μπάφετ αποκήρυξε ως «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής».

Ωστόσο, στην ίδια συνομοταξία ανήκουν μια πλειάδα εργαλείων που ο βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον απαθανάτισε στην «Εξέλιξη του χρήματος» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Η σύναξη ενδιαφερομένων για ανταλλαγή πληροφοριών περί ναυτικών ζητημάτων στο καφενείο του Εντουαρντ Λόιντ στο Λονδίνο κατέληξε το 1774 στην ίδρυση του ναυτασφαλιστικού κολοσσού Lloyd’s. Η προσκόλληση του γερμανού καγκελάριου Οθωνα φον Μπίσμαρκ στην εξουσία και ο φόβος της επέλασης του (τότε μαρξιστικού) σοσιαλδημοκρατικού κόμματος οδήγησαν στη δεκαετία του 1880 στην πρωτοποριακή θεσμοθέτηση της κοινωνικής ασφάλισης και των συντάξεων γήρατος, προκειμένου «να διασφαλιστεί στη μεγάλη μάζα των ακτημόνων η συντηρητική νοητική στάση που προκύπτει από το αίσθημα της αξίωσης σε ένα εισόδημα». Τελευταία, αλλά όχι έσχατα, έρχονται τα hedge funds, αυτά τα χρηματοπιστωτικά αντίστοιχα μιας ιπποδρομιακής κούρσας, όπου αλογομούρηδες του επιπέδου του Κεν Γκρίφιν του Citadel ουσιαστικά στοιχηματίζουν σε αποδόσεις συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης παίζοντας τις επενδύσεις του επώνυμου και ανώνυμου πλήθους –από οικονομίες χολιγουντιανών σταρ ως αποταμιεύσεις συνταξιοδοτικών ταμείων.

Είναι στο περιθώριο όλων αυτών που τρέχουν, χρεοκοπίες και success stories, τόκοι και επιτόκια, δανειστές και δανειζόμενοι, «Μανίες, πανικοί και καταρρεύσεις», όπως έγραφαν στο ομώνυμο βιβλίο τους οι οικονομολόγοι Τσαρλς Κίντλμπεργκερ και Ρόμπερτ Αλιμπερ. Οι αγορές, σε τελική ανάλυση, αποτελούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας. Και αν οι συνειρμοί της λέξης είναι σήμερα αρνητικοί, αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα την άγρια φύση αλλά την αδήριτη ανάγκη τους –για εποπτεία, ρύθμιση, διόρθωση. Αγαπητέ Ανταμ, αγαπητέ Καρλ, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε δίκιο.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ