Μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες, τις σχέσεις της τρόικας με ιδιωτικά συμφέροντα έχουν καταγγείλει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Στρατούλης, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτης Κουβέλης, ο ευρωβουλευτής του ΠαΣοΚ Κρίτων Αρσένης, καθώς και ο υφυπουργός Υποδομών Μιχάλης Παπαδόπουλος. Πρόκειται για μια κατηγορία η οποία συχνά εκτοξεύεται από την αντιπολίτευση προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά σπάνιες οι φορές που χρησιμοποιείται από εκπροσώπους ολόκληρου του πολιτικού φάσματος προς τρεις τεχνοκράτες οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα, τύποις τουλάχιστον, για την επίβλεψη ενός προγράμματος προσαρμογής. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι ο λόγος που έχουν οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη διακυβέρνηση της χώρας είναι κρίσιμος. Αποτέλεσαν παράγοντα πίεσης προς την καθεμία από τις τρεις κυβερνήσεις με τις οποίες συνεργάστηκαν, ενδεχομένως ισχυρότερο από οποιονδήποτε άλλο, και εξακολουθούν να ρυθμίζουν τη ροή των πραγμάτων σε μεγάλο βαθμό. Η συμμετοχή της τρόικας στην απάντηση του διαχρονικού ερωτήματος «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;» παραμένει ασαφής.
Βεβαίως, η κυριότερη κριτική που δέχεται η τρόικα δεν έχει σχέση με τους μη θεσμικούς συνομιλητές της· είναι περισσότερο θεμελιώδης. Η παρατήρηση ότι η τρόικα δεν είναι συνταγματικά προβλεπόμενο όργανο, τουλάχιστον όχι από τα συντάγματα των λαών των οποίων τη ζωή επηρεάζει άμεσα, ακούγεται ολοένα και πιο συχνά. Προσφάτως είχαμε και μια επίσημη απάντηση επ’ αυτού. «Το ΔΝΤ συγκροτείται από δημοκρατίες και η ΕΕ συγκροτείται από δημοκρατίες. Και έχουμε και ένα τρίτο μέλος, την ΕΚΤ, που είναι παρατηρητής» δήλωσε στις 16 Φεβρουαρίου στο «Βήμα» ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Μηχανισμοί όπως η τρόικα αποτελούν, άραγε, πρόκληση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία όπως αυτή θεμελιώθηκε τον 20ό αιώνα ή πρόκειται για μια εξέλιξή της; Το παραπάνω είναι μονάχα ένα από τα διλήμματα σχετικά με τη Δημοκρατία στον αιώνα που ανέτειλε 14 χρόνια πριν.
Οπως παρατήρησε στο τεύχος της 1ης Μαρτίου το βρετανικό περιοδικό «Economist», «η Δημοκρατία, η πιο δημοφιλής πολιτική ιδέα του 20ού αιώνα, μπήκε σε μπελάδες». Και πράγματι, με το βλέμμα στα γεγονότα στην Ουκρανία, όπου το χάος ακολούθησε την πτώση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, αλλά και στα γεγονότα που ακολούθησαν την Αραβική Ανοιξη, τα οποία εν πολλοίς κατέληξαν επίσης στην επικράτηση του χάους, το περιοδικό επισημαίνει ότι ο εκδημοκρατισμός του κόσμου έχει «βαλτώσει».
Η Δημοκρατία, μια έννοια και μια λέξη η οποία επινοήθηκε στην πόλη-κράτος της Αρχαίας Αθήνας περί το 508 π.Χ., προκειμένου να περιγράψει το πολίτευμα το οποίο εφάρμοσε ο Κλεισθένης. Για όσους είχαν τα δικαιώματα αθηναίου πολίτη (δηλαδή οι άνδρες άνω των 20 ετών που δεν ήταν σκλάβοι ή μέτοικοι) η συμμετοχή, μέσω των συνελεύσεων, στη διαμόρφωση των νόμων και στη διακυβέρνηση της πόλης ήταν επιβεβλημένη. Αν και το λίκνο της Δημοκρατίας εντοπίζεται στον γεωγραφικό χώρο της Αθήνας, μορφές συμμετοχικής διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και στη Σπάρτη με σημείο αναφοράς τη μηνιαία συνέλευση την οποία ονόμαζαν απέλλα. Η ιδέα της Δημοκρατίας, αν και δεν άνθησε, επιβίωσε από τον Μεσαίωνα ως τον 19ο αιώνα και η αστική μετεξέλιξή της παρουσίασε μια ασυνήθιστη έκρηξη κατά τον 20ό.
Η άνοιξη και η ματαίωση της Δημοκρατίας

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και για όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η Δημοκρατία κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Ο εκδημοκρατισμός της τραυματισμένης από τον πόλεμο και από τις διεθνείς κυρώσεις Γερμανίας ήταν γεγονός. Επιπλέον, μεταπολεμικά εκδημοκρατίστηκε η Ινδία, ενώ η Νότια Αφρική κατά τη δεκαετία του ’90. Η αποχώρηση αποικιοκρατικών δυνάμεων άφησε πολλούς λαούς στην Ασία και στην Αφρική να πειραματίζονται με μοντέλα αυτοδιάθεσης. Η πτώση αμερικανοκίνητων κυρίως δικτατοριών, όπως της Ισπανίας, της Χιλής ή της Ελλάδας, συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό του κόσμου, όπως συνέβη και με την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Στοιχεία του αμερικανικού think tank Freedom House από το 2000 μετρούσαν 120 δημοκρατικές χώρες.
Ωστόσο, η ίδια η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης άφησε τη Ρωσία σε μια ματαιωμένη απόπειρα εκδημοκρατισμού. Οι αρχικές κινήσεις του Μπόρις Γέλτσιν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση «πάγωσαν» όταν την εξουσία ανέλαβε ο πρώην πράκτορας της KGB, Βλαντίμιρ Πούτιν, το 1999. Καθώς η Ρωσία ενδυνάμωνε τη θέση της στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και παρήγαγε εντυπωσιακά ποσά πλούτου τον οποίο νέμεται μια ομάδα ολιγαρχών, κανείς δεν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει χώρα πιστή σε θεσμούς και συνήθειες της Δημοκρατίας. Ο «νεοσταλινισμός», όπως χαρακτηρίστηκε, του Βλαντίμιρ Πούτιν δεσπόζει πάνω από κάθε πολιτειακό καθεστώς στη χώρα της στέπας.
Ο «καπιταλοκομμουνισμός» της Κίνας

Μία ακόμη παγκόσμια υπερδύναμη, η οποία αναμένεται, πριν από το 2030, να έχει ξεπεράσει σε οικονομική ισχύ τις ΗΠΑ, κυβερνάται από απολυταρχικό καθεστώς. Πρόκειται, ασφαλώς, για την Κίνα, στην οποία ο ιδιότυπος «καπιταλοκομμουνισμός» έχει επιτρέψει να επιδεικνύει φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης. Στην εξωτική, από κάθε πλευρά, χώρα της Απω Ανατολής, η ελευθερία του λόγου είναι περιορισμένη, οι διαδηλώσεις καταστέλλονται με σκληρά μέτρα και οι αντιφρονούντες φυλακίζονται. Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα του 2013, το 85% των Κινέζων δήλωναν «πολύ ικανοποιημένοι» με την κατεύθυνση που έχει πάρει η χώρα τους.
«Οι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης γίνονται ολοένα και πιο αδύναμοι και λιγότερο «εξοπλισμένοι», προκειμένου να διαχειριστούν μελλοντικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επαναστάσεις. Εγκαθιδρύονται περισσότερα επίπεδα διακυβέρνησης, χωρίς αναφορές σε διεθνή πρότυπα και αξίες. Η αβεβαιότητα περιβάλλει το μέλλον της παραδοσιακής, φιλελεύθερης, δημοκρατικής και προσανατολισμένης στην αγορά τάξης, καθώς τα έθνη με απολυταρχικές κυβερνήσεις αυξάνουν την οικονομική και πολιτική επιρροή τους». Τα παραπάνω σημειώνει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Στρατηγικής και Πολιτικής Ανάλυσης, αναφερόμενη στην πολιτειακή πορεία του κόσμου προς το 2030. Ωστόσο, σε συνέντευξή του στις 9 Μαρτίου στο «Βήμα», ο Ρόμπερτ Χόρματς, αντιπρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Kissinger Associates του πρώην συμβούλου ασφαλείας των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, εμφανίστηκε περισσότερο αισιόδοξος: «Η Δημοκρατία εξασφαλίζει την απελευθέρωση της δημιουργικότητας, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα. (…) Εάν πιστεύεις ότι η γενικότερη τάση της ανθρωπότητας είναι η σύλληψη νέων ιδεών για τη βελτίωση της ζωής, τότε αυτές οι ιδέες δεν μπορούν να προέλθουν από ένα κράτος χωρίς δήμο. Γι’ αυτό η Δημοκρατία θα συνεχίσει να υπάρχει».
Ενα τελευταίο ζήτημα, το οποίο πολλοί συνδέουν με την τρόικα που επισκέπτεται τα χρεωμένα ευρωπαϊκά κράτη, είναι εκείνο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Καθώς στην Ελλάδα ο διάλογος επ’ αυτού συχνά περιορίζεται σε θεωρίες συνωμοσίας και στους τηλεοπτικούς πλασιέ των βιβλίων που τις υποστηρίζουν, η συγκεκριμένη έννοια μάλλον αδικείται. Απόψεις περί του θέματος έχουν αναπτύξει από τον «ιδρυτή της πολιτικής φιλοσοφίας» Φρανθίσκο ντε Βιτόρια και τον Γερμανό Ιμάνουελ Καντ, ως τον συμπατριώτη του φιλόσοφο Καρλ Κράουζε και τον Αμερικανό Οδυσσέα Γκραντ.
Δημοκρατία ή παγκοσμιοποίηση;

Οι προκλήσεις παραμένουν ζωντανές. Πίσω στην Ελλάδα, πολλοί υποστηρίζουν ότι στον καιρό της τρόικας, κάποιοι επιχειρούν να «καμουφλάρουν» την υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών με βολικούς μύθους περί βαθιά ριζωμένης παράδοσής τους στην Ευρώπη. Αλλοι αντιτείνουν ότι οι εθνικοί θεσμοί πρόκειται να αντικατασταθούν με άλλους ευρύτερους και ισχυρότερους και ότι η Ελλάδα αποτελεί όχι πειραματόζωο, αλλά λίκνο μιας νέας, περισσότερο δημοκρατικής κατάστασης προς την κατεύθυνση αυτή, όπως ακριβώς αποτέλεσε λίκνο της αυθεντικής ιδέας της Δημοκρατίας.
Ενδεικτική του συγκεκριμένου διαλόγου είναι η κατακλείδα αφιερώματος του προοδευτικού αμερικανικού περιοδικού «Harper’s» σχετικά με την κρίση στην ευρωζώνη. Στο αφιέρωμα αυτό τυπώθηκε ο απομαγνητοφωνημένος διάλογος τεσσάρων ακαδημαϊκών για την κρίση του ευρώ, υπό τον τίτλο «Το ευρώ και οι δυσαρέσκειές του». Λίγο πριν από το τέλος, η Γερμανίδα Ουλρίκε Γκερό, εκπρόσωπος της Γερμανίας στο ίδρυμα Open Society για την Ευρώπη, κατέληξε κάπως κυνικά στο συμπέρασμα ότι για να ξεπεραστεί η κρίση πρέπει ο κόσμος να αποχωριστεί μία από τις τρεις έννοιες –τη Δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία ή την παγκοσμιοποίηση –προκειμένου να απολαμβάνει τις άλλες δύο. Εκείνη τάχθηκε υπέρ της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας. Η απάντηση ήρθε από τον γάλλο ιστορικό και κοινωνικό ανθρωπολόγο Εμάνουελ Τοντ: «Ας καταλήξουμε λέγοντας τούτο: Εγώ ως Γάλλος δεν αισθάνομαι πολύ άνετα όταν ένας Γερμανός μού λέει ότι πρέπει να χάσω την εθνική κυριαρχία μου».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ