Πάντοτε με γοήτευαν τα νησιά, ίσως όλους μάς γοητεύουν. Οι πρώτες καλοκαιρινές διακοπές που θυμάμαι – μόλις είχα κλείσει τα τρία μου χρόνια – ήταν μια εξόρμηση στη Νήσο Ουάιτ. Οι αναμνήσεις μου είναι όλες αποσπασματικές: Οι απόκρημνες ακτές και οι πολλές αποχρώσεις της άμμου, το θαύμα της θάλασσας που αντίκριζα για πρώτη φορά – η ηρεμία της, ο απαλός κυματισμός της και η θαλπωρή της με μάγεψαν, όταν όμως σηκώθηκε αέρας, με τρόμαξε η τραχύτητά της. Ο πατέρας μου μού είπε ότι είχε έρθει πρώτος σ’ έναν κολυμβητικό αγώνα γύρω από το νησί προτού γεννηθώ, και αυτό τον έκανε γίγαντα στα μάτια μου, ήρωα.

Οι ιστορίες για νησιά, για πέλαγα, καράβια και ναυτικούς τριγύριζαν στον νου μου από πολύ νωρίς – η μητέρα μου μού διηγιόταν τα ταξίδια του πλοιάρχου Κουκ, του Μαγγελάνου και του Τάσμαν, του Ντάμπιερ και του Μπουγκαινβίλ, απαριθμώντας όλα τα νησιά και τους λαούς που ανακάλυψαν και δείχνοντας τη θέση τους πάνω στην υδρόγειο. Στο μυαλό μου τα νησιά ήταν τόποι ξεχωριστοί, μακρινοί και μυστηριώδεις· μου ασκούσαν γοητεία ακαταμάχητη αλλά μου ενέπνεαν και μεγάλο φόβο. Θυμάμαι, σε μια παιδική εγκυκλοπαίδεια, τη φωτογραφία των πελώριων τυφλών αγαλμάτων της Νήσου του Πάσχα στραμμένων προς την ανοιχτή θάλασσα: Πόσο είχα τρομοκρατηθεί όταν διάβασα ότι οι κάτοικοι έπαψαν από κάποια στιγμή και πέρα να μπορούν να φύγουν από το νησί, ότι ήταν παντελώς αποκομμένοι από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, καταδικασμένοι να πεθάνουν σε απόλυτη απομόνωση.

Διάβασα για ναυαγούς, για ερημικά νησιά, για νησιά-φυλακές και νησιά για τους λεπρούς. Λάτρεψα το Ο κόσμος που χάθηκε (The Lost World), ένα υπέροχο φανταστικό αφήγημα του Conan Doyle για ένα απομονωμένο οροπέδιο στη Νότια Αμερική γεμάτο δεινόσαυρους και ιουράσιες μορφές ζωής – στην πραγματικότητα ένα νησί αποκομμένο από το χρόνο (είχα σχεδόν αποστηθίσει το βιβλίο και ονειρευόμουν όταν μεγαλώσω να γίνω ένας άλλος καθηγητής Τσάλλεντζερ).

Ημουν πολύ ευεπηρέαστος και υιοθετούσα με ευκολία τα δημιουργήματα της φαντασίας των άλλων. Η επίδραση του H.G. Wells πάνω μου ήταν ιδιαίτερα ισχυρή – όλα τα ερημικά νησιά έγιναν για μένα η Νήσος των Αιπιόρνεων ή, σε μορφή εφιάλτη, το Νησί του Δρος Μορώ. Οταν αργότερα διάβασα Herman Melville και Robert Louis Stevenson, το πραγματικό και το φανταστικό συγχωνεύτηκαν στο νου μου. Αραγε οι Μαρκησίες Νήσοι υπήρχαν στ’ αλήθεια; Ηταν πραγματικές Οι περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων και το Omoo του Μέλβιλ; Η αβεβαιότητα αυτή με παίδεψε ιδιαίτερα στην περίπτωση των Νησιών Γκαλαπάγκο, διότι τα γνώριζα σαν τόπους «σημαδεμένους από τα κακά μάγια» πολύ προτού διαβάσω τον Δαρβίνο, από τα διηγήματα του Μέλβιλ The Encantadas.

Αργότερα, στις αναγνώσεις μου κυριάρχησαν τα αληθινά επιστημονικά χρονικά – το Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ του Δαρβίνου, το Malay Archipelago του Wallace και το αγαπημένο μου Personal Narrative του Ηumboldt (απολάμβανα ιδιαίτερα την περιγραφή του ηλικίας έξι χιλιάδων ετών δρακόδεντρου στην Τενερίφη). Ετσι το επιστημονικό πάθος και η περιέργεια επιβλήθηκαν στην αίσθηση του ρομαντικού, του μυθικού και του μυστηριώδους.

Διότι τα νησιά είναι κατά κάποιο τρόπο πειράματα της φύσης, τόποι ευλογημένοι ή καταραμένοι από τη γεωγραφική ιδιομορφία τους να προσφέρουν καταφύγιο σε μοναδικές μορφές ζωής – στους άι-άι και στους πόττο, στα διάφορα είδη των λεμούριων της Μαδαγασκάρης, στις πελώριες χελώνες των Γκαλαμπάγκο και στα γιγάντια πτηνά της Νέας Ζηλανδίας που δεν γνωρίζουν την πτήση –, όλα είδη ή γένη ιδιότυπα που ακολούθησαν ένα ξεχωριστό εξελικτικό μονοπάτι σε απομονωμένους οικότοπους. Ετσι η φράση που είχα διαβάσει τότε σε κάποιο από τα ημερολόγια του Δαρβίνου μού είχε προκαλέσει παράξενη ευχαρίστηση: Οταν αντίκρισε για πρώτη φορά το καγκουρώ στην Αυστραλία, το βρήκε τόσο απίθανο και εξωτικό ώστε αναρωτήθηκε μήπως προέρχεται από μία δεύτερη Δημιουργία.

Στα παιδικά μου χρόνια είχα κρίσεις οφθαλμικής ημικρανίας που δεν εκδηλώνονταν μόνο με τα κλασικά σπινθηροβολήματα και τις αλλοιώσεις του οπτικού πεδίου αλλά και με αλλοιώσεις της αίσθησης των χρωμάτων, τα οποία εξασθενούσαν ή εξαφανίζονταν τελείως για λίγα λεπτά. Τα επεισόδια αυτά με τρόμαζαν και, επιπλέον, βασάνιζαν το νου μου κάνοντάς με ν’ αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να ζει κανείς μόνιμα σ’ έναν κόσμο δίχως χρώματα, και όχι μόνο για μερικά λεπτά. Την απάντηση, ή τουλάχιστον μία μερική απάντηση, την έλαβα πολλά χρόνια αργότερα από έναν ασθενή μου, τον Τζόναθαν Ι., ζωγράφο με πλήρη αχρωματοψία, η οποία εμφανίστηκε ξαφνικά ύστερα από ένα τροχαίο (και πιθανώς ένα εγκεφαλικό επεισόδιο). Είχε χάσει την όραση των χρωμάτων όχι λόγω κάποιας βλάβης στα μάτια αλλά κατά πάσα πιθανότητα λόγω βλάβης στις περιοχές του εγκεφάλου που «συγκροτούν» την εντύπωση του χρώματος. Πράγματι φαινόταν να έχει χάσει όχι μόνον την ικανότητα να βλέπει το χρώμα αλλά και την ικανότητα να το φαντάζεται ή να το ανακαλεί, ή ακόμη και να το ονειρεύεται. Μολαταύτα εξακολουθούσε – όπως συμβαίνει και στους αμνησικούς – να έχει συνείδηση του γεγονότος ότι είχε χάσει τα χρώματα έπειτα από μία ολόκληρη ζωή χρωματικής όρασης και παραπονιόταν για τον κόσμο του που τον ένιωθε πια φτωχό, γκροτέσκο, ανώμαλο, καθώς η τέχνη, το φαγητό ακόμη και η γυναίκα του τού φάνταζαν «γκρίζα». Και πάλι όμως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την περιέργειά μου για το συναφές, αν και απολύτως διαφορετικό, ζήτημα του τι σημαίνει να μην έχεις ποτέ δει χρώματα, να μην έχεις την παραμικρή αίσθηση του πρωταρχικού τους χαρακτήρα, της θέσης τους στον κόσμο.

Η συνήθης αχρωματοψία, που προκαλείται από ένα ελάττωμα στα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς, δεν είναι σχεδόν ποτέ πλήρης· ορισμένες μάλιστα μορφές της είναι πολύ κοινές: Η αχρωματοψία στο κόκκινο και στο πράσινο εμφανίζεται σε διάφορους βαθμούς σε έναν ανά είκοσι άνδρες (είναι πολύ σπανιότερη στις γυναίκες). Η πλήρης όμως συγγενής αχρωματοψία είναι ασυγκρίτως σπάνια, προσβάλλοντας ίσως μόνον ένα στα τριάντα ή σαράντα χιλιάδες άτομα. Αναρωτιόμουν λοιπόν πώς είναι ο οπτικός κόσμος των ανθρώπων που γεννιούνται απολύτως τυφλοί στα χρώματα. Μήπως ζουν εν τέλει σ’ έναν κόσμο εξίσου πυκνό και παλλόμενο με τον δικό μας, ελλείψει ακριβώς της αίσθησης ότι κάτι απουσιάζει; Εχουν άραγε αναπτύξει μια πολύ οξυμένη αντίληψη του οπτικού τόνου και της οπτικής υφής, της κίνησης και του βάθους, και ζουν επομένως σ’ έναν κόσμο πιο έντονο από ορισμένες απόψεις, έναν κόσμο οξυμένης πραγματικότητας – έναν κόσμο που κάποιες αντηχήσεις του μπορούμε ίσως να τις υποψιαστούμε στο έργο των μεγάλων καλλιτεχνών της ασπρόμαυρης φωτογραφίας; Μήπως στα μάτια τους είμαστε εμείς ιδιόμορφοι, περισπασμένοι από ασήμαντες ή άσχετες όψεις του οπτικού κόσμου και ανεπαρκώς ευαίσθητοι στην πραγματική οπτική ουσία του; Μόνον υποθέσεις μπορούσα να κάνω καθώς δεν είχα ποτέ συναντήσει άνθρωπο που να έχει γεννηθεί εντελώς τυφλός στα χρώματα.

Πιστεύω ότι μολονότι φανταστικά, πολλά από τα διηγήματα του Χ. Τζ. Ουέλλς μπορούν να ιδωθούν ως μεταφορές για συγκεκριμένες νευρολογικές και ψυχολογικές καταστάσεις. Ενα από τα αγαπημένα μου είναι «Η χώρα των τυφλών», όπου όταν ένας χαμένος ταξιδιώτης καταλήγει σε μια αποκομμένη κοιλάδα της Νότιας Αμερικής, εντυπωσιάζεται από τα παράξενα «πολύχρωμα» σπίτια που αντικρίζει. Ο άνθρωπος που τα έχτισε, σκέφτεται, πρέπει να είναι τυφλός σαν νυχτερίδα – και σύντομα ανακαλύπτει πως ακριβώς αυτό συμβαίνει, και ακόμη περισσότερο πως πρόκειται για μίαν ολόκληρη τυφλή κοινωνία. Ανακαλύπτει ότι η τυφλότητα των μελών της οφείλεται σε μια ασθένεια που τους πρόσβαλε τριακόσια χρόνια νωρίτερα και ότι, με το πέρασμα του χρόνου, έχει χαθεί ακόμη και η έννοια της όρασης.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν τυφλοί και αποκομμένοι, εδώ και δεκατέσσερις γενιές, από το προικισμένο με την αίσθηση της όρασης σύμπαν. Τα ονόματα των πραγμάτων που σχετίζονται με την όραση αχρηστεύτηκαν και άλλαξαν συν τω χρόνω. (…) Ενα μεγάλο κομμάτι της φαντασίας τους περιήλθε σε μαρασμό μαζί με τα μάτια τους, και επινόησαν νέα φαντασιοκοπήματα, περισσότερο προσαρμοσμένα στα ευαίσθητα αυτιά και τ’ ακροδάχτυλά τους.

Αρχικά ο ταξιδιώτης του Ουέλλς αντιμετωπίζει τους τυφλούς με περιφρόνηση, έτσι αξιοθρήνητους και ανάπηρους όπως τους βλέπει – σύντομα όμως οι ρόλοι αντιστρέφονται· αντιλαμβάνεται ότι οι τυφλοί βλέπουν εκείνον σαν παράφρονα, παραδομένο στις ψευδαισθήσεις που του προκαλούν τα ευερέθιστα και αεικίνητα όργανα στο πρόσωπό του (τα οποία οι τυφλοί, με τα ατροφικά τους μάτια, δεν μπορούν να εννοήσουν παρά ως πηγές πλάνης). Οταν ερωτεύεται μια κοπέλα από την κοιλάδα και θέλει να μείνει εκεί και να την παντρευτεί, οι πρεσβύτεροι συναινούν έπειτα από πολλή σκέψη, υπό τον όρο να δεχτεί να αφαιρέσει τούτα τα ευερέθιστα όργανα, τα μάτια του.

Σαράντα χρόνια αφότου διάβασα για πρώτη φορά αυτό το διήγημα, αφοσιώθηκα στην ανάγνωση του βιβλίου της Nora Ellen Groce για την κωφότητα στο νησί Μάρθα’ς Βάινγιαρντ. Φαίνεται πως γύρω στο 1690 εγκαταστάθηκε εκεί ένας πλοίαρχος από το Κεντ μαζί με τον αδελφό του. Είχαν και οι δύο φυσιολογική ακοή αλλά κουβάλησαν μαζί τους στο νησί ένα υποχωρητικό γονίδιο κωφότητας. Με το πέρασμα του χρόνου, η πλειονότητα των απογόνων τους ήταν φορείς του γονιδίου αυτού λόγω της απομόνωσης του νησιού και της ενδογαμίας στην κλειστή κοινωνία του. Στα μέσα του 19ου αιώνα, σε κάποια από τα χωριά του βόρειου τμήματος του νησιού, το ένα τέταρτο ή περισσότεροι από τους κατοίκους γεννιούνταν παντελώς κωφοί.

Στα μέρη αυτά οι ακούοντες μάλλον αφομοιώνονταν χωρίς να υπόκεινται σε διακρίσεις, μια που, κωφοί και ακούοντες μαζί, είχαν όλοι καταλήξει να χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα στον οπτικό πολιτισμό τους. Κουβέντιαζαν στη Νοηματική (που άλλωστε προσφέρεται περισσότερο από την ομιλούμενη γλώσσα για πολλές περιπτώσεις: Για να επικοινωνείς από απόσταση, για παράδειγμα από το ένα ψαράδικο στο άλλο ή για να κουτσομπολεύεις την ώρα της λειτουργίας στην εκκλησία), επιχειρηματολογούσαν στη Νοηματική, δίδασκαν στη Νοηματική, σκέφτονταν και ονειρεύονταν στη Νοηματική. Το νησί Μάρθα’ς Βάινγιαρντ ήταν ένας τόπος όπου όλοι χειρίζονταν τη Νοηματική, μία πραγματική χώρα των κωφών. Οταν το επισκέφθηκε ο Alexander Graham Bell, γύρω στο 1870, αναρωτήθηκε μήπως όντως κατοικούνταν από μια «κωφή παραλλαγή της ανθρώπινης φυλής», που ίσως κατόπιν να εξαπλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι η συγγενής αχρωματοψία είναι κληρονομική, παρόμοια με τη συγκεκριμένη μορφή της κωφότητας, δεν μπορούσα να αποφύγω να αναρωτηθώ με τη σειρά μου μήπως κάπου στον πλανήτη μας υπήρχε το νησί, το χωριό ή η κοιλάδα των ανθρώπων που δεν έβλεπαν τα χρώματα.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Ιουνίου 2013