Φωτογραφήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο με μια μπάλα. Ο υπουργός Εσωτερικών, Ευριπίδης Στυλιανίδης, τον υποδέχθηκε με τιμητική πλακέτα. Ο περιφερειάρχης Αττικής Γιάννης Σγουρός, πιο εφευρετικός, με ένα βιντεάκι στο οποίο έτρεχε εν είδει καρτούν. Αν η Κύπρος δεν είχε σταθεί στο χείλος του οικονομικού γκρεμού την περασμένη εβδομάδα, η τριήμερη επίσκεψη του πρώην προπονητή της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, Οττο Ρεχάγκελ, σίγουρα θα τύγχανε περισσότερης δημοσιότητας από εκείνη που τελικά περιβλήθηκε: η αρχική είδηση του ερχομού του είχε άλλωστε αναγκάσει την προεδρία της Δημοκρατίας να εκδώσει ανακοίνωση διάψευσης μιας φημολογούμενης συνάντησης με τον Κάρολο Παπούλια. Στις 72 ώρες του στην Αθήνα ο χερ Οτο έκανε όσα τυπικά αναμένεται να πράξει ένας «πρέσβης καλής θέλησης» ή «επίτιμος πρέσβης» μιας κυβέρνησης προς μία άλλη –επαφές με υψηλά ιστάμενους, παρουσία σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, παράδοση-παραλαβή μηνυμάτων «φιλίας και συνεργασίας». Τρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από την Εθνική, εννέα σχεδόν μετά τον θρίαμβο του EURO στα γήπεδα της Πορτογαλίας, ο αντίκτυπος της παρουσίας του στο κοινό ήταν μάλλον υποτονικός, στα όρια της ευμενούς αδιαφορίας. Μέτρο τόσο της καχυποψίας (στην καλύτερη περίπτωση) της κοινής γνώμης απέναντι σε κάθε χειρονομία που εκπορεύεται από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ όσο και (πολλοστή) υπενθύμιση του ότι η Ελλάδα του 2013 έχει πολύ διαφορετικές προτεραιότητες από αυτή του 2010, πόσω μάλλον από αυτή του 2004.

Για την τότε «ελληνική άνοιξη» του Ότο Ρεχάγκελ έχουν γραφτεί εγκυκλοπαίδειες στον ελληνικό τύπο. Από την αρχική αίσθηση ότι ο 63χρονος κόουτς ερχόταν το 2001 στην Ελλάδα για να κολλήσει τα τελευταία του ένσημα πριν από τη σύνταξη μέχρι την ψήφισή του ως «Έλληνα της χρονιάς» το 2004 και από τη διενέργεια δημοσκοπήσεων για την αποδοχή του στον πάγκο της Εθνικής (70,5% «ναι» τον Μάρτιο του 2007, κατά την ΚΑΠΑ Research) ως την υπόκωφη αμφισβήτηση για το «βαρετό ποδόσφαιρο» την περίοδο 2008-2010 ο συναισθηματικός φόρτος, σήμα κατατεθέν της ελληνικής αθλητικής δημόσιας σφαίρας, άλλαξε αρκετές φορές πρόσημο. Πιθανότατα, εκείνο που αξίζει να κρατήσει κανείς από όλα αυτά είναι ένα πρώιμο σχόλιο του Βασίλη Σκουντή στο «Βήμα» της 27ης Ιουνίου 2004, πριν από τον νικηφόρο ημιτελικό με την Τσεχία: στην αρχή της διοργάνωσης «το βεληνεκές και οι προοπτικές της ελληνικής ομάδας σε ένα υποθετικό γκάλοπ θα είχαν εξόχως περιορισμένες επιλογές και αυτές υπό τύπον ερωτημάτων: α) θα βάλει γκολ; β) θα πάρει βαθμό; γ) θα σημειώσει νίκη;».
Σε αυτό το πνεύμα δεν είναι παράξενο που όσοι τον γνώρισαν στη διάρκεια της θητείας του επισημαίνουν ακριβώς την ποιοτική τομή που έφερε. «Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος γνώριζε άριστα το ποδόσφαιρο και γνώριζε πώς να το μεταδώσει δημιουργώντας ένα πειθαρχημένο σύνολο που κατόρθωσε να συνδυάσει ένα τρόπαιο με την καθιέρωση σταθερής παρουσίας σε μεγάλες διοργανώσεις. Για μας είναι ένας αγαπημένος Γερμανός –και νομίζω θα είναι για πάντα για το ελληνικό κοινό, το οποίο εκτιμά τις αξίες», σημειώνει σε επικοινωνία μας ο Σοφοκλής Πιλάβιος, πρόεδρος της ΕΠΟ την περίοδο 2009-2012. Ο Γιάννης Τοπαλίδης, βοηθός προπονητής της Εθνικής Ελλάδας από το 2001 ως το 2010, τονίζει το τρίπτυχο «αυστηρός επαγγελματισμός, καλή προετοιμασία, εκτίμηση του υλικού»: «θα τον χαρακτήριζα «πονηρό προπονητή» με την καλή έννοια, «αλεπού» των γηπέδων, που κατάφερε να ανεβάσει την Εθνική από την 61η θέση της κατάταξης της UEFA στην πρώτη δεκάδα, αλλά να αλλάξει και τον τρόπο σκέψης των ελλήνων φιλάθλων για την εθνική ομάδα». «Έδωσε στην εθνική Ελλάδας μια πολύτιμη προίκα, κανόνες και πλαίσια λειτουργίας, είχε ανεκτίμητη συνεισφορά στο να χτίσει μια «φανέλα», ένα κύρος που διατηρεί ως σήμερα –και τη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου μαζί με εκείνη της Δανίας στο Euro ’92», λέει αποτιμώντας τη θητεία του ο αθλητικός δημοσιογράφος Αλέξης Σπυρόπουλος. Πειθαρχία, σταθερότητα και αποτελεσματικότητα χαρακτήρισαν το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα του χερ Οτο.
Ποδοσφαιρικό «My way»

Η όψη του τελευταίου ωστόσο δίχαζε κατά καιρούς τόσο τους φιλάθλους όσο και τους γνώστες του αθλήματος. Αν θέλει κανείς να αποκρυπτογραφήσει χωρίς ψευδαισθήσεις τη συνταγή του Ρεχάγκελ, θα πρέπει κατ’ αρχάς να αποδεχθεί ότι επρόκειτο για αποθέωση του αποτελέσματος: «υπάρχουν διάφορα ενδιαφέροντα σκορ αλλά το καλύτερο όλων είναι το 1-0», υποστήριζε σε μια παλιά του δήλωση. Μπορεί αυτό να ακούγεται αναχρονιστικό στις ημέρες της βασιλείας της Μπαρτσελόνα του Λιονέλ Μέσι, ωστόσο ο ίδιος δεν ενστερνίστηκε ποτέ τις αξίες του ποδοσφαιρικού μοντερνισμού: «προτιμώ να νικήσω συντηρητικά παρά να χάσω μοντέρνα», ήταν μια αποστομωτική του απάντηση στην παραπάνω κριτική, συνοδευόμενη από το παράδειγμα ενός προπονητή της Κολονίας που «αν και προανήγγειλε ότι θα παίξει μοντέρνο ποδόσφαιρο, δεν νίκησε ούτε σε έναν μοντέρνο αγώνα, υποβιβάστηκε μοντέρνα και απολύθηκε μοντέρνα». Σε όσα του καταμαρτυρούσε κατά καιρούς το γερμανικό περιοδικό «Kicker», που διευκρίνιζε ότι το σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν ταυτίζεται αναγκαστικά ούτε με την επιθετική τακτική ούτε με την ταχύτητα των παικτών αλλά με την ύπαρξη «κινούμενων σχηματισμών που συνθέτουν ένα συνολικό κινούμενο πλέγμα» στον αγωνιστικό χώρο, δεν καταδεχόταν να απαντήσει καν, μια και η θεωρία στο χαρτί απείχε παρασάγγας από την πράξη στο γήπεδο.
Ακολουθώντας τη στιχουργική συμβουλή του Φρανκ Σινάτρα, ανάγοντας την επιμονή (και την ξεροκεφαλιά) σε αρετή, ο Ότο Ρεχάγκελ διαμόρφωσε το προσωπικό του «My way». Οι δικοί του κανόνες επέβαλαν την αποθέωση της πειθαρχίας εντός των τεσσάρων γραμμών, τη συσπείρωση της ομάδας και την εξαντλητική γνώση του αντιπάλου («πρέπει να γνωρίζω τα πάντα για κάθε παίκτη στην Ευρώπη, ακόμη και τι άρωμα φοράει»). Επέβαλαν επίσης ηρωισμούς («αν είναι να πέσουμε, θέλω να πέσουμε σαν Ελληνες, σαν ήρωες», έλεγε την παραμονή του νικηφόρου προημιτελικού με τη Γαλλία το 2004), απαγγελίες ποιημάτων στις προπονήσεις («μπέρδευε τον Σίλερ με τον Γκαίτε», σύμφωνα με τον Μίχαελ Τάρνατ της Μπάγερν), απόλυτο έλεγχο στα του συλλόγου («και στην Ελλάδα είμαι αυτό που ήμουν στη Βέρντερ Βρέμης, ένας δημοκρατικός δικτάτορας»), αντισυμβατικές απόψεις για τις συνήθειες των ποδοσφαιριστών (κατά την επιστροφή από εκτός έδρας αγώνες στο πούλμαν της Βέρντερ επιτρεπόταν η μπίρα και η χαρτοπαιξία ανεξαρτήτως αποτελέσματος, στα αποδυτήρια είχε προβλεφθεί χώρος για καπνιστές). Εφόσον η βαθμολογία τον δικαίωνε, ο Οτο διασφάλιζε την ασυλία να πράττει κατά βούληση. Το νόμισμα είχε φυσικά και άλλη όψη: σε χαλεπούς καιρούς η αμφισβήτηση εξαπλωνόταν άμεσα –στη Γερμανία όπως και στην Ελλάδα. Και το φαινόμενο δεν εμφανιζόταν σπάνια: στη Μπουντεσλίγκα ο Ρεχάγκελ κρατά μέχρι σήμερα όχι μόνο το ρεκόρ περισσότερων νικών (387) αλλά και ηττών (228). Σε 25 χρόνια καριέρας αυτό είναι ίσως αναμενόμενο, αν και οι κακεντρεχείς γερμανοί πολέμιοί του ακόμη υπενθυμίζουν τη συντριβή με 12-0 από τη Μπορούσια Ντόρτμουντ το μακρινό 1974 στην παρθενική του σεζόν ως προπονητής της Κίκερς Όφενμπαχ, εξ αιτίας της οποίας τα ταμπλόιντ της εποχής τον είχαν βαφτίσει «Γκολχάγκελ».

Από outsider, insider

Οι μικρές προπονητικές εκκεντρικότητες ανοίγουν και μια χαραμάδα στην προσωπικότητά του. Γιος ανθρακωρύχου από το Έσεν στο Ρουρ της δυτικής Γερμανίας, μιας από τις αρχετυπικές βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης, ελαιοχρωματιστής στην εφηβεία και ποδοσφαιριστής μετά, ο Ότο ήταν σε όλη του τη ζωή ένας outsider που έπρεπε να φτάσει στην τρίτη ηλικία για να εξελιχθεί σε insider που χαριεντίζεται με πολιτικούς και εκτελεί χρέη επίτιμου πρέσβη. Λόγω καταγωγής, παιδείας και κουλτούρας, η Γερμανία των ποδοσφαιρικών σαλονιών του Μονάχου τον έβλεπε πάντα όπως οι εκλεπτυσμένοι αστοί τους ορεσίβιους συγγενείς τους που έρχονταν για επίσκεψη –με συγκατάβαση, αν όχι αποστροφή. Δεν είναι τυχαίο ότι διακρίθηκε αναλαμβάνοντας καθ’ έξιν δευτεραγωνιστές μετατρέποντάς τους σε πρωταθλητές, είναι κάτι που του ταιριάζει χαρακτηρολογικά. Όλα του τα επιτεύγματα, δύο τρόπαια με τη Βέρντερ το 1988 και το 1993 συν ένα Κύπελλο Κυπελλούχων το 1992, ένα πρωτάθλημα με την Καϊζερσλάουτερν το 1998, ένα Euro με την Ελλάδα το 2004, έχουν έρθει με σκληροτράχηλες ομάδες, χωρίς σπουδαίο παλμαρέ, ουδέποτε ως φαβορί. Στη μία και μόνη παρουσία του στη Μπάγερν Μονάχου το 1995-1996, έπειτα από τη δεκαπενταετή εποποιία που έβαλε τη Βρέμη στον ποδοσφαιρικό χάρτη, απέτυχε παταγωδώς και απολύθηκε πριν από το τέλος της σεζόν. Εχοντας καταφέρει να τσακωθεί με όλους, από τη διοίκηση ως τον αστέρα Γιούργκεν Κλίνζμαν, άφησε το σύλλογο με τη σφραγίδα του «χωριάτη» που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις προκλήσεις του περιβάλλοντος της μεγαλούπολης. Επέστρεψε στην επαρχία για έναν ανεπανάληπτο άθλο, αντίστοιχο με εκείνο του 2004: ανέβασε την Καϊζερλάουτερν από τη Β΄ κατηγορία το 1997 και την έστεψε πρωταθλήτρια Γερμανίας την αμέσως επόμενη χρονιά.
Η διασημότητα ως εξάρτημα παρόμοιων τίτλων έγινε το διαβατήριό του για τις στενές επαφές που τον έφεραν στην Ελλάδα αυτές τις μέρες με νέα ιδιότητα: οπαδός των Χριστιανοδημοκρατών, προσωπικός συνομιλητής του Χέλμουτ Κολ, είχε συνεισφέρει, σύμφωνα με όσα έγραφε ο Νίκος Χειλάς στο «Βήμα» της 11ης Ιουλίου 2004, μεγάλα χρηματικά ποσά στον έρανο που είχε κάνει ο πρώην καγκελάριος για να ξεπληρώσει τα πρόστιμα τα οποία επέβαλε στο κόμμα του η Βουλή για δικές του παρανομίες την εποχή που ήταν πρόεδρός του. Ως διαχρονικά καλός χριστιανοδημοκράτης στρατιώτης αποδέχθηκε και το πρόσφατο κάλεσμα της τωρινής γερμανίδας καγκελαρίου: «νομίζω ότι η επίσκεψη του Ότο είναι προεκλογικό τρυκ της Μέρκελ με το μυαλό στη δεξαμενή των ελλήνων ψηφοφόρων της Γερμανίας για τις εκλογές του φθινοπώρου, άλλωστε αυτή στηρίζεται από τη «Bild», κατεξοχήν πυλώνα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος», μας λέει ο αθλητικός δημοσιογράφος Αλέξης Σπυρόπουλος.

Η αλήθεια είναι ότι σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η Άνγκελα Μέρκελ είναι τόσο αντιδημοφιλής ώστε το 39% των Ελλήνων να απαντά σε περυσινή δημοσκόπηση της ALCO ότι θα της απαγόρευε την είσοδο στη χώρα, μια επίσκεψη καλής θέλησης ενός προσώπου που χαίρει μεν εκτίμησης, δεν κομίζει όμως τίποτα ουσιαστικό, με στόχο τη «σύσφιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων» μοιάζει περισσότερο με την απονενοημένη ελπίδα να κάνει θαύματα μια κρέμα σύσφιξης. Τα πραγματικά αισθήματα του ίδιου, βέβαια, είναι μια άλλη υπόθεση. «Οπωσδήποτε κάτι του έμεινε από την ελληνική περιπέτεια, ο Ότο Ρεχάγκελ αγάπησε τους Έλληνες και φαίνεται αυτό από δηλώσεις που έχει κάνει κατά καιρούς στη Γερμανία», παρατηρεί ο Αλέξης Σπυρόπουλος. «Από την άλλη, δεν έμεινε στην Ελλάδα μόνιμα, δεν μας αποκάλυψε τον εσωτερικό του κόσμο, τήρησε τις αποστάσεις του. Ίσως είναι και καλύτερα έτσι, ο καθένας από μας κράτησε τη δική του εικόνα μέσα του και ο ίδιος έμεινε στο σύννεφο του μύθου». Ένα σύννεφο αντίστοιχο σε ύψος με κάποια από αυτά που θα διέσχισε για να επιστρέψει χθες στη χώρα του.