Πρώτα έρχεται η κίνηση ή η μουσική; «Δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας. Από πλευράς οπτικής μαρτυρίας, η παλαιότερη καταγραφή είναι αυτής της κίνησης, σε μια βραχογραφία στη Γαλλία, η οποία μετρά σχεδόν 12.000 χρόνια. Βεβαίως, η μουσική εμπεριέχει την κίνηση, ως ενέργεια και ως ρυθμό, που είναι τα στοιχεία της σωματικότητας, της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου».
Στην Ελλάδα αγαπάμε τον χορό; «Ναι. Το κοινό αντιλαμβάνεται την ποιότητα και την ανταμείβει. Ως διευθύντρια της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, μπορώ να πω ότι οι παραστάσεις μας, τόσο στα μεγάλα θέατρα, όπως στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, αλλά και οι πιο πειραματικές εμφανίσεις μας, όπως το ετήσιο ραντεβού μας στο Black Box, το μικρό αυτό θέατρο εντός της σχολής (σ.σ.: Ομήρου 55), είναι σταθερά sold out! Φέτος, από τις 23 Ιουνίου έως τις 7 Ιουλίου, θα γιορτάσουμε τη 12η χρονιά του ανοιχτού αυτού στούντιο».
Τι να περιμένουμε από αυτή τη διοργάνωση; «Θα παρακολουθήσετε μια ζωντανή, σπονδυλωτή παράσταση με έργα καταξιωμένων χορογράφων, ανάμεσά τους και ένα σημαντικό ριμέικ του «Τριαδικού μπαλέτου», ιστορικού έργου του διάσημου καλλιτέχνη του Μπαουχάους, Οσκαρ Σλέμερ, με τίτλο «Trias», αλλά και demo μαθημάτων, σύνθεση επιλεγμένων χορογραφιών των σπουδαστών και ρεπερτόριο της Μάρθα Γκράχαμ».
Δυστυχώς, όμως, σε έναν βαθμό, ακόμη και σήμερα ίσως αποτελεί ταμπού για έναν γονιό να στείλει τον γιο του σε μάθημα μπαλέτου… «Δεν νομίζω. Και αν όντως αυτό ισχύει, αφορά πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Εμείς έχουμε πολλά αγόρια στη σχολή και υπερήφανους γονείς που καμαρώνουν για την επιλογή των παιδιών τους».
Πώς διαγράφεται το μέλλον για έναν επαγγελματία χορευτή στην Ελλάδα; «Οι απόφοιτοί μας στελεχώνουν τις μεγαλύτερες ομάδες χορού διεθνώς, αλλά και τις ελληνικές. Από εκεί και πέρα, οι επιλογές για έναν επαγγελματία είναι να χορέψει, να διδάξει ή να χορογραφήσει κάποια στιγμή, αν το θελήσει. Αυτό είναι θέμα ατομικής επιλογής».
Στην Ελλάδα από τι πάσχει ο χορός; «Χρειάζεται σωστή πολιτική και σωστή παιδεία. Επίσης, αφοσίωση και επιμονή, διότι είναι πολύ σκληρό επάγγελμα. Κατά τα άλλα, ταλέντα υπάρχουν άφθονα».
Αλήθεια, ο χώρος σας είναι τόσο ανταγωνιστικός όσο λέγεται; Στο εξωτερικό ακούμε για επιθέσεις με βιτριόλι, ίντριγκες… «Δεν πιστεύω ότι μεμονωμένα περιστατικά ανθρώπων που παρουσιάζουν ίσως κάποια διαταραχή μπορούν να χαρακτηρίσουν όλους τους καλλιτέχνες του χορού. Από εκεί και πέρα, ο υγιής ανταγωνισμός και η άμιλλα είναι κάτι φυσιολογικό και επιθυμητό και πρέπει να υπάρχει σε κάποιον που θα βγει επάνω στη σκηνή και θα αντιμετωπίσει το κοινό».

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δημιουργούνται όλο και πιο συχνά μικρές ομάδες χορού. Αυτό βοηθά ή περιπλέκει τα πράγματα; «Και βέβαια βοηθάει, δίνοντας διέξοδο στη δημιουργικότητα των νέων παιδιών. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν αυτό γίνεται βιαστικά και χωρίς πρόγραμμα. Είναι χαρά να ξεφυτρώνουν μικρές ομάδες με έρευνα και πειραματισμό».
Η οικονομική κρίση πώς έχει επηρεάσει τη λειτουργία της σχολής; «Οπως σε όλη τη χώρα, έτσι και στην ΚΣΟΤ, έχουμε περικοπές. Κατά τα λοιπά, συνεχίζουμε με την ίδια αφοσίωση».
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας για τους αποφοίτους σας; «Να έχουν μια καριέρα αντάξια της παιδείας που έλαβαν και των ικανοτήτων τους».
Περάσατε από τη σχολή της Μάρθα Γκράχαμ, από το London Contemporary Dance Theatre, αλλά ήσασταν και μαθήτρια της Κούλας Πράτσικα. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη; «Τον δυναμικό χαρακτήρα της, τη μόρφωση, την προσήλωσή της στην πολύπλευρη παιδεία, το ότι έδωσε τη ζωή της σε αυτό που πίστευε και εν τέλει κατάφερε, μια γυναίκα εκείνες τις εποχές, να φτιάξει μια επαγγελματική και κρατική σχολή χορού. Ηταν πραγματικός άθλος! Τη θαύμαζα!».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ