«Κάποτε, ο Χρήστος Μποκόρος είχε το εργαστήριό του στην Αριστοδήμου και τα βράδια που έφευγα από το γραφείο περνούσα από εκεί.Hταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και του είχα πει: «Για εμένα είσαι ο καλύτερος από τους ζωγράφους που έχω γνωρίσει». Ο Χρήστος το κατάλαβε ορθά και μου απαντάει: «Δεν είμαι εγώ ο καλύτερος, αλλά, αν θέλεις, μπορώ να σου τον γνωρίσω». Βγαίνουμε έξω και πηγαίνουμε στην πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας, στον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας. Ανεβαίνουμε άλλον έναν όροφο με τα πόδια και βγαίνουμε σε ένα δωματιάκι 4Χ4, στο σπίτι και το ατελιέ του Κώστα Παπανικολάου. Μου λέει, λοιπόν, ο Μποκόρος: «Αυτός είναι ο καλύτερος ζωγράφος…»».
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις όταν συναντάς τον συλλέκτη Σωτήρη Φέλιο είναι ότι του αρέσει να αφηγείται ιστορίες. Δημιουργεί εικόνες, κάνει τις σωστές παύσεις, ξέρει πότε να σε οδηγήσει την κορύφωση του επιλόγου, σε ένα ζουμερό «punchline», αλλά και πώς να δημιουργήσει το κατάλληλο σασπένς.Η περιγραφή της απαρχής της γνωριμίας του με τον γνωστό ζωγράφο της γενιάς του ’80, φέρ’ ειπείν, έγινε μεαφορμή την ολίγον κλισέ αλλά και αναπόφευκτη ερώτηση: «Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας καλλιτέχνες;». Κι όμως, η απάντηση δεν ήταν ο Παπανικολάου ή, τουλάχιστον, όχι μόνο αποκλειστικά αυτός.
Ο Σωτήρης Φέλιος αδυνατεί να ξεχωρίσει κάποιον από τους καλλιτέχνες της συλλογής του. Απόδειξη –και απάντηση στην ερώτηση –είναι πως όταν του είχε ζητηθεί να δωρίσει ένα έργο για φιλανθρωπικό σκοπό, εκείνος δεν είχε καταφέρει να βάλει κάποιο στην άκρη. Εξ ου και είχε απευθυνθεί στον Κώστα Παπανικολάου για να φιλοτεχνήσει ένα καινούργιο έργο που θα μπορούσε να διαθέσει χωρίς να χρειαστεί να το αποχωριστεί. «Αν μας είχατε δώσει έναν Μόραλη…» του παραπονέθηκαν με τρόπο εκ των υστέρων όταν το έργο δεν πωλήθηκε σε πλειστηριασμό στο Παρίσι.

«Μήπως θέλετε να σας δώσω τη γυναίκα μου; Είμαι σίγουρος ότι θα την εκτιμούσαν στο Παρίσι!». Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν;

Ο συλλέκτης και νομικός έχει διατελέσει μάλιστα και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικηγορικού Συλλόγου και δείχνει να μη φοβάται τίποτα. Αφοπλιστικά αθυρόστομος, μιλάει χωρίς να ζυγίζει τα λόγια του, με μια ευθύτητα που υποδηλώνει άνθρωπο στιβαρό και άνετο, ικανό να κινείται με άνεση μεταξύ σαλονιού και λιμανιού όταν το απαιτεί η περίσταση. Είτε πρόκειται για τους άλλους, υπόλοιπους συλλέκτες της βάσης δεδομένων για τις ιδιωτικές συλλογές όλου του κόσμου, Larry’sList, στην οποία συμπεριλήφθηκε εφέτος μαζί με άλλα 19 σημαντικά ιδιωτικά ιδρύματα και συλλογές, όπως το MaisonParticuliereστις Βρυξέλλες, είτε για τους συντοπίτες του στη γενέτειρά του.
Μου έχει κάνει εντύπωση ότι σε πολλές συνεντεύξεις σας παραδέχεστε τη «ματαιοδοξία» σας ως συλλέκτης.
«Ο,τι υπάρχει εγώ δεν ντρέπομαι να το λέω. Επειδή, λοιπόν, δεν την αποκλείω τη ματαιοδοξία λέω, ναι, υπάρχει και αυτή, χέστηκα. Το πιο σημαντικό κατά την άποψή μου είναι άλλο. Πάρα πολλές φορές ήμουν με κάποιον άνθρωπο με εξαιρετικές γνώσεις για την τέχνη και παρ’ όλα αυτά έλεγα: «Αυτό!». Ασκούσα μια βία, από την άποψη ότι ποτέ δεν είχα συστολή πώς να μιλήσω, να πω «Κάτσε, ρε παιδί μου, αυτή δίπλα μου είναι ειδήμων». Αφούεμένα μου άρεσε ο Παπακώστας, για παράδειγμα, πάει τελείωσε. Οσο γίνεται, δεν διστάζω να πω «Αυτός είμαι, αυτή την επιλογή έκανα. Αν θες, δείξε μου κι εσύ τη δική σου». Εκεί αντιμετωπίζω κάποιες φορές «καχυποψία» γνωστών οι οποίοι λένε: «Κάτι ήξερες. Πώς έπαιρνες Μποκόρο, Σακαγιάν, Ρόρρη, πώς βρέθηκες με τόσα έργα;» (έχω 30 Ρόρρηδες). Οταν ξεκίνησα να παίρνω, δεν είχαν το όνομα που έχουν σήμερα. Αλλά δεν μου λέει κάτι αυτό, δεν παίρνω έργα για να γίνουν ονόματα οι καλλιτέχνες».

Να αποδώσουμε τη στάση σας στο αρκαδικό ταμπεραμέντο;
«Δεν ξέρω… Εγώ λέω κάτι άλλο, έχει να κάνει με την ειδική ποιότητα του νερού της Αρκαδίας. Οταν θέλω να το χοντρύνω και λίγο, λέω ότι δεν θεωρώ όλους τους Αρκάδες ίδιους πάνω από ένα ορισμένο υψόμετρο. Το χωριό του πατέρα μου είναι το Μαυρίκι, 800 μέτρα από την Τρίπολη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Στα μέρη εκείνα μού δημιουργήθηκε μια αίσθησηπου δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ. Νομίζω ότι αν αυτή τη στιγμή μού αφαιρεθεί το καθετί και μείνω μόνο με τις τρίχες μου, δεν θα με νοιάξει. Η ζωή μου θα συνεχιστεί και θα ξαναδημιουργήσω. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με τη σύνδεσή μου με έναν τόπο που η μόνη περιουσία του ήταν η μία πέτρα πάνω στην άλλη».
Ανυδρο τοπίο για να στραφεί η προσοχή ενός παιδιού προς τις τέχνες…
«Δεν είχα καμία επαφή με την τέχνη. Η Τρίπολη, όπως όλες οι επαρχιακές πόλεις φαντάζομαι στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με εξαίρεση κάποιες ακραίες καταστάσεις, δεν ήταν ακριβώς αταξική, αλλά ήταν μικρομεσαία. Δηλαδή, όλοι τρώγαμε το ίδιο. Είχα τη μεγάλη τύχη να πάω σε ένα εξαιρετικό σχολείο, είχε φτιαχτεί η Παιδαγωγική Ακαδημία και ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, με καταπληκτικούς δασκάλους, και στους μαθητές θα εφαρμόζονταν υποδειγματικές διδασκαλίες. Ηταν ένα δημοτικό σχολείο το οποίο από τότε και μέχρι τη δικτατορία δεν είχε όμοιό του στην Ελλάδα. Μας έπαιρναν κατ’ επιλογή και φορούσαμε ναυτικά ρούχα. Φαντάσου στην Τρίπολη φτώχεια και να φοράς ειδική στολή. Εβγαινα το πρωί από το σπίτι και το γειτονόπουλο με κορόιδευε. Μέχρι να φτάσω στο σχολείο έπρεπε να πλακώσω τέσσερα-πέντε παιδιά. Αυτό το σχολείο μού έδωσε τα φόντα και μια δυνατή σπρωξιά για να τελειώσω το γυμνάσιο».
Γιατί επιλέξατε τη Νομική για τις σπουδές σας;
«Νομίζω ότι όλοι μας κουβαλάμε ένα αίσθημα δικαιοσύνης σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο δικηγόρος είναι υπερασπιστής, μπαίνει μισό βήμα μπροστά από τον πολίτη και λέει: «Εγώ είμαι εδώ». Δεν έκανα αυτή την ανάλυση τότε, αλλά εκεί το αποδίδω. Οταν ήμουν μικρός, έφευγα από το σχολείο και παρέδιδα όλους τους συμμαθητές μου στο σπίτι τους και μετά πήγαινα στο δικό μου. Ηθελα μέχρι την τελευταία στιγμή να είμαι στην παρέα, είναι πολύ πιθανό αυτό να λειτούργησε υποσυνείδητα και να μου έστειλε ένα άτυπο μήνυμα: «Δικηγορία». Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ο πατέρας μου μού έλεγε: «Τι θα κάνεις; Δεν έχεις πλάτες». Εγώ, πάλι, δεν το έβλεπα σαν επάγγελμα, ίσως επειδή ένιωθα ότι υπήρχαν χρήματα στο σπίτι. Ισως το θεωρούσα καιένα κοινωνικό ασανσέρ για να φύγω από την Τρίπολη».
Θέλατε μεγαλύτερους ορίζοντες;
«Ηθελα να ανακαλύψω την Αθήνα, να ζήσω τη ζωή μου με τα χρήματα που μου έδιναν οι δικοί μου –και μου τα έδιναν πλούσια τα ελέη. Εγώ ήθελα να μένω σε υπόγεια για να εξοικονομώ χρήματα και να κάνω άλλα πράγματα. Να τα τρώω σε ξενύχτια και πολλές φορές να τα μοιράζομαι με φίλους που δεν είχαν. Μου τελείωναν από τις 20 του μηνός και πήγαινα στην Τρίπολη να κατακλέψω τη μάνα μου».
Με τι ασχολούνταν οι γονείς σας;
«Ο πατέρας μου ήταν κηροπλάστης και η μάνα μου μεγάλωνε εμάς».
Στην Αθήνα, ωστόσο, ήρθατε μέσα στη δικτατορία, δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο το κλίμα…
«Ναι, ήρθα το ’69. Ημουν ένας από τους 42 φοιτητές της Νομικής που είχαν προσφύγει στο Πρωτοδικείο το ’72 και αιτούμασταν διορισμό διοίκησης για να διεξάγουμε ελεύθερες εκλογές στο πανεπιστήμιο. Τον Φλεβάρη του ’73 με συλλαμβάνουν, με αποβάλλουν από τη Νομική και με στρατεύουν.Το καλοκαίρι φούντωσε και το φοιτητικό κίνημα που έλεγε «Φέρτε πίσω τ’ αδέρφια μας».Παραμονές του Πολυτεχνείου ο Παπαδόπουλος με τον Μαρκεζίνη μάς δίνουν τη δυνατότητα ή να παραμείνουμε στον στρατό ή να γυρίσουμε πίσω, αλλά κανείς μας δεν δέχτηκε να μείνει. Μετά έρχεται η Μεταπολίτευση και τελειώνω τις σπουδές. Τέλειωσα γρήγορα, ήμουν καλός φοιτητής, και έφυγα για Παρίσι. Μέχρι τη στιγμή που άρχισα να ασκώ τη δικηγορία, δεν είχα δουλέψει ποτέ μου».

Οπότε, η τέχνη πότε μπήκε στη ζωή σας;
«Εκανα πίτσι πίτσι με μία από την Καλών Τεχνών τότε και στο υπόγειο στο Κουκάκι όπου έμενα είχα βάλει στους τοίχους για διακόσμηση κάτι άθλιες αφίσες. Μου έλεγε: «Είσαι μαλάκας; Τι είναι αυτά που παίρνεις; Μη σπαταλάς τα χρήματά σου, με λίγα λεφτά μπορείς να πάρεις κάτι αυθεντικό». Μετά άρχισε να με τρέχει σε γκαλερί, οπότε άρχισε να δουλεύει το μάτι».
Το πρώτο έργο που σας εντυπωσίασε ποιο ήταν;
«Ηταν ένα έργο του Χρόνη Μπότσογλου, γύρω στο ’70. Οταν τον γνώρισα αργότερα, μου είπε: «Ξέρεις, εκείνη την περίοδο έλεγα ότι αν δείξω και δεν πουλήσω είμαι ο πιο πετυχημένος, ο πιο προχωρημένος, γιατί δεν με έχουν καταλάβει οι μαλάκες». Τα φέρνει έτσι η ζωή και εκεί στα μέσα στης δεκαετίας του ’90 πίνουμε ένα κρασί με τον Χρόνη στο στούντιό του και τον ρωτάω «Τι κάνεις τώρα;» και εκείνος σηκώνει μια κουρελού και μου δείχνει 28 πίνακες. Ηταν η «Νέκυια». Σε έναν πίνακα έχει ζωγραφίσει τη μάνα του που βγαίνει από μια μηχανήSinger. Του λέω «Αυτό μου θυμίζει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Αδη που βλέπει τη μάνα του και πάει να την αγκαλιάσει και τα χέρια του περνάνε από μέσα της. Μου απαντά «Αυτό είχα στο μυαλό μου όταν το έκανα». Του λέω «Είναι ένα έργο. Να το πάρω εγώ;». «Να το πάρεις». Τον φιλάω σταυρωτά, βγαίνω έξω και με βαράει ο ήλιος και μονολογώ «Ρε μαλάκα, τι είπες, ρώτησες πόσο κάνει;». Από τον τρόπο που σε αιχμαλωτίζει ένα έργο καταλαβαίνεις ότι λειτουργεί σαν ενοποιητική ουσία με τα υπόλοιπα που έχεις. Εκεί για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι μπορεί και να έχω συλλογή».
Απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από ζωγράφους της γενιάς του ’80. Τι σας οδήγησε κοντά τους;
«Σαν να με τράβαγε ο ένας προς τον άλλον. Ξέρεις, βρέθηκα μπροστά σε έργα του Τσαρούχη εκπληκτικά. Δεν θέλησα όμως να τα αποκτήσω, εκτός από ένα, ως τιμητικό σημείο αναφοράς. Με τον ίδιο τρόπο προσέγγισα τον Μόραλη. Θα έλεγα ότι με τον αυθαίρετο τρόπο μου με τράβηξαν καλλιτέχνες από τη γενιά του Μπότσογλου και μετά. Νομίζω ότι ορισμένοι δημιουργοί, χωρίς να το εκφράζουν ανοιχτά, με τον τρόπο τους παραπονούνται επειδή δεν έχω έργο τους. Μπορεί, όμως, για κάποιον λόγο να μη συγκινήθηκα. Αυτό δεν σημαίνει κριτική στο έργο κάποιου».
Μολονότι ταξιδεύετε στο εξωτερικό και επισκέπτεστε φουάρ τέχνης, όπως π.χ. ηArtBasel,δεν αγοράζετε ξένους καλλιτέχνες. Γιατί;
«Το μυαλό μου είναι πάντα εδώ. Βλέπεις, τα εικαστικά κάνουν έναν κύκλο και ξαναγυρίζουν στο μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Εχω ένα γλυπτό του Τάκι, από τα πρώτα που έκανε στο Παρίσι, που είναι καθαρά κυκλαδικό. Βλέπω κάποια από τα ανάγλυφα του Μόραλη και κάνει το ίδιο πράγμα. Ο Βασίλης Παπανικολάου μού έλεγε πως όταν ήταν κάποτε μικρός δούλευε σε εργαστήριο πήλινων τουριστικών και έπρεπε να κάνει το «ιδεόγραμμα» ενός δελφινιού. Μου λέει: «Σκεφτόμουν αρχικά, μα είναι πολύ απλό. Ε, δεν μπορούσα να κάνω το ιδεόγραμμα, έπρεπε να κατακτήσω άλλα πράγματα για να είμαι ευχαριστημένος με εκείνο που έκανα. Νομίζω ότι αυτό που με τραβάει είναι το ανθρώπινο σώμα, επειδή συνδέεται με τον τόπο, την ταυτότητα. Δεν με νοιάζει το γαλλικό σώμα έτσι όπως το αποδίδει ο Γάλλος, με νοιάζει πώς το αποδίδει ο Μόραλης σε αυτόν τον τόπο».
Τελικά έχετε κατατάξει υπό μία έννοια τα κριτήρια τα οποία σας οδηγούν στην αγορά ενός έργου;
«Εν πολλοίς είναι αυθαίρετα. Ξέρω για όλα τα έργα που όταν τα πρωτοείδα μου είπαν: «Πάρε με». Γιατί δεν μου το είπε το ακριβώς δίπλα, το οποίο μπορεί να είναι αριστούργημα, δεν μπορώ να σου το εξηγήσω ακριβώς. Μου λένε καμιά φορά: «Ελάτε να δείτε κάποια έργα, είναι ορισμένα εξαιρετικά γυμνά», επειδή έχω πολλά γυμνά. Ομως κάτι άλλο έχω δει στο έργο και απλώς τυχαίνει να είναι γυμνό».
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον συλλέκτη και στον επενδυτή τέχνης;
«Μην το ψάχνεις. Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωσηη σχέση είναι αδιαμεσολάβητη. Αν κάποιος επιμελής, ευφυής, κουτσομπόλης κάτσει μπροστά στη συλλογή, θα αποκτήσει εικόνα για εμένα».
Ναι, αλλά είναι και μια επένδυση η τέχνη.
«Ξέρεις, πέτυχα έναν καθηγητή μου από τη Νομική όταν παρουσιαζόταν η «Νέκυια» στο Μπενάκη. Βλέπει τα έργα και λέει: «Ρε πούστη, πόσα εκατομμύρια θα βγάλεις!». Τον είχε συνεπάρει μεν η μεγάλη τέχνη, αλλά την προσπέρασε και πήγε στο κέρδος. Δεν το αποκλείω να βγάλεις και λεφτά, αλλά αυτό έχεις να πεις για αυτό που βλέπεις;».
Δεν πουλάτε έργα σας;
«Ποτέ. Βέβαια, δεν ξέρω αν πτωχεύσω τι θα κάνω».
Ποιοι είναι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του Ιδρύματος «Η άλλη Αρκαδία»;
«Εχουμε έρθει σε επαφή με όλα τα δημοτικά και τα γυμνάσια της Κυψέλης και οργανώνουμε εκθέσεις για να έρθουν τα παιδιά. Εκτιμώ ότι είναι πολύ σημαντικό να δουν τέχνη και όχι μόνο τη συλλογή μου. Η άλλη Αρκαδία είναι το όχημα που θα πάει τη συλλογή πιο πέρα, όταν εγώ κάποια στιγμή πάω περίπατο. Αν για κάποιον λόγο το εγκαταλείψει η κόρη μου, η συλλογή θα πάει στο Μουσείο Μπενάκη. Θα μου πεις, στα μουσεία οι συλλογές καταλήγουν σε μια αποθήκη. Εντάξει, κάποιες φορές θα βγαίνουν. Πιστεύω ότι αυτή η συλλογή, αν έχει μια αξία, είναι ότι για αυτή την εποχή, ’90-2016, στο μέλλον θα υπάρχει κατά το μάλλον ή ήττον μια ασφαλής εικόνα για το πώς αποδιδόταν τότε η μεγάλη τέχνη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ