Συναντώντας κανείς τον Λιούις Χάμιλτον τον Νοέμβριο του 2007, λίγες ημέρες μετά τον τελευταίο αγώνα της 58ης σεζόν της Formula 1, στον οποίο έχασε τον τίτλο του πρωταθλητή από τον Κίμι Ραϊκόνεν, έβλεπε έναν ευγενικό, προσεκτικό, λεπτοκαμωμένο, για τα δεδομένα ενός πιλότου της F1, νεαρό, έτοιμο να μιλήσει χωρίς μνησικακία για ένα σκληρό για αυτόν αποτέλεσμα και διψασμένο για αναγνώριση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να σου ανοίγει κουβέντα ο ίδιος. «Α, έχετε το βιβλίο. Προλάβατε να το διαβάσετε;» με ρώτησε ευθέως σε μια συνάντηση οργανωμένη από έναν εκ των χορηγών της McLaren που είχε φροντίσει πριν από τη συνέντευξη να μας διανεμηθεί η άρτι εμφανισθείσα αυτοβιογραφία του με τίτλο «Lewis Hamilton: My Story» (εκδ. HarperSport). «Είναι οι λέξεις μου, αυτό είναι όλο. Ελπίζω ότι δεν θα είναι σαν όλες τις άλλες». Η ανάγκη του να διαφέρει χαρακτήριζε τον 22χρονο Λιούις ήδη από τότε, προτού γίνει την επόμενη χρονιά ο νεότερος οδηγός που θα κέρδιζε το πρωτάθλημα της Formula 1, προτού επαναλάβει τον άθλο το 2014 και το 2015 με τη νέα του ομάδα, τη Mercedes, προτού καταστεί ο μοναδικός Βρετανός που κατακτά δύο σερί τίτλους στην πιο προβεβλημένη διοργάνωση του μηχανοκίνητου αθλητισμού, προτού σκαρφαλώσει στις λίστες των πλουσίων του «Forbes» με μια περιουσία ύψους 123 εκατ. ευρώ και περάσει από τον καθολικό έπαινο στα βέλη της αμφισβήτησης.
Το story του Χάμιλτον είναι πια λίγο-πολύ γνωστό –φρόντισε ο ίδιος να το προβάλει έντεχνα. Πώς ένα παιδί μεικτής φυλετικής καταγωγής μεγαλώνει σε μια μικρή πόλη του Χέρτφορντσαϊρ στη δεκαετία του ’90. Πώς ο πατέρας του έκανε τρεις δουλειές για να συντηρήσει την καριέρα του οκτάχρονου Λιούις στα καρτ. Πώς σε ηλικία δέκα ετών πλησίασε το αφεντικό της McLaren, Ρον Ντένις, τον τράβηξε από το μανίκι και του είπε: «Γεια σας, είμαι ο Λιούις Χάμιλτον, μόλις κέρδισα το πρωτάθλημα Βρετανίας και μια μέρα θα ήθελα να τρέχω σε αγώνες με την ομάδα σας». Πώς υπέγραψε εκείνο το συμβόλαιο τελικά το 1998, πέρασε από τη Formula Renault, τη Formula 3 και το GP2 και βρέθηκε το 2007 συνάδελφος του δις παγκόσμιου πρωταθλητή Φερνάντο Αλόνσο. Δεν ήταν ο μόνος, τα ονόματα των είκοσι και κάτι πιλότων δεν είναι λίγα: Γιαν Φερστάπεν, Τίμο Γκλοκ, Τζένσον Μπάτον παλαιότερα, Σεμπάστιαν Φέτελ, Σέρχιο Πέρες, Ντανιέλ Ρικάρντο σήμερα. Οι περισσότεροι χάνονται στον δρόμο, λιγότεροι εξελίσσονται σε αξιόπιστους ρολίστες, κάποιος από αυτούς μπορεί στη σωστή συγκυρία να γίνει πρωταθλητής, σχεδόν ποτέ κανείς δεν θα αποβεί κορυφαίος. Ο Χάμιλτον από το πουθενά άλλαξε τις ισορροπίες στη McLaren, κέρδισε όσες κούρσες και ο Αλόνσο, τσακώθηκε μαζί του και ανάγκασε την ομάδα να λύσει το συμβόλαιό του στο τέλος της χρονιάς.
Ο 23χρονος Χάμιλτον του 2008 έπλεε πλησίστιος προς το να καταστεί ίνδαλμα. Οχι μόνο στη Βρετανία, όπου θεωρούνταν ο απευθείας διάδοχος του θρύλου Τζάκι Στιούαρτ, αλλά στο διεθνές φίλαθλο στερέωμα. Οχι μόνο επειδή ήταν νέος, αλλά και γιατί ήταν υπέρμετρα ταλαντούχος. Γράφοντας στον «Guardian» μετά τη νίκη του στο γκραν πρι του Καναδά τον Ιούνιο του 2007, ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς έβαζε στη συζήτηση της σύγκρισης ονόματα-τοτέμ, όπως αυτά των Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, Στέρλινγκ Μος και Νίκι Λάουντα. Και η συζήτηση δεν γινόταν στη βάση της μελλοντικής εξέλιξης ενός αρχάριου οδηγού, γινόταν στη βάση της παροντικής του απόδοσης. Ο μικρός ήταν συμπαθής, μετριόφρων, χαμηλών τόνων και με ικανότητες που συνδύαζαν την ωριμότητα των χειρισμών («ρομποτική οδήγηση») με το περιζήτητο θέαμα μιας εποχής κατά την οποία όλοι έμοιαζαν να διαχειρίζονται άγαρμπα μονοθέσια: «Σε μια στιγμή που οι βαριεστημένοι θεατές συχνά σχολιάζουν ότι τα αυτοκίνητα πάνε γύρω γύρω σαν να ταξιδεύουν σε ράγες, ο Χάμιλτον έχει ήδη αποδείξει πως είναι ικανός να κάνει τους σφυγμούς τους να αυξάνονται».


Ο Λιούις Χάμιλτον το 1997, σε ηλικία 12 ετών, όταν διέπρεπε στις πίστες καρτ. Πηγή: rex shutterstock

Αυτά, τότε. Επτά χρόνια μετά, ο 30χρονος Χάμιλτον διαθέτει τρία πρωταθλήματα στα χέρια του έχοντας εξασφαλίσει αυτό του 2015 ήδη από τις 25 Οκτωβρίου (τρεις αγώνες πριν από τη λήξη του), 43 νίκες στο παλμαρέ του, ένα νέο τριετές συμβόλαιο αξίας 140 εκατ. ευρώ με τη Mercedes, και τη βρετανική κοινή γνώμη να του αποδίδει ένα μόλις και μετά βίας χλιαρό χειροκρότημα. Η παγκόσμια μέτρηση που δημοσιοποίησε ο Οργανισμός Πιλότων γκραν πρι τον Ιούλιο του 2015 ήταν απογοητευτική: 215.000 οπαδοί της F1 από 194 χώρες άφηναν τον Χάμιλτον στην τέταρτη θέση της δημοτικότητας μεταξύ των πιλότων, πίσω από τους Κίμι Ραϊκόνεν, Φερνάντο Αλόνσο και Τζένσον Μπάτον. Ουδείς προφήτης στον τόπο του; Οχι, στο Ηνωμένο Βασίλειο η συμπεριφορά προς όσους φορούν τα εθνικά χρώματα, ειδικά αν είναι επιτυχημένοι, επιφυλάσσει διθυράμβους, οι δηλητηριώδεις αγγλικές κακίες προορίζονται για τους ξένους. Ρατσισμός; Οχι, αν και το 2008 υπήρξε ένα τέτοιο περιστατικό με πρωταγωνιστές ισπανούς φιλάθλους στην πίστα της Βαρκελώνης, στον απόηχο της αντιπαλότητας με τον Αλόνσο. Τότε;

Είναι το πρόβλημα του να «μεγαλώνει κανείς σε δημόσια θέα», για να το θέσουμε με τους όρους του Λου Ριντ στο «Growing Up in Public». Βλέποντας κάθε καλή και κακή στιγμή κάποιου σε ζωντανή μετάδοση επί οκτώ χρόνια δεν είναι δύσκολο να τον αποκαθηλώσεις. Ειδικά όταν κάποιες συμπεριφορές επαναλαμβάνονται: αντεγκλήσεις με άλλους πιλότους, ατυχήματα με θύματα ανταγωνιστές (Φελίπε Μάσα: «Ο Χάμιλτον είναι ανίκανος να χρησιμοποιήσει το μυαλό του», Λιούις Χάμιλτον: «Καιρός να μεγαλώσεις»), συγκρούσεις με ομόσταβλους (ο Νίκο Ρόσμπεργκ διαμαρτυρήθηκε ότι ο συνάδελφός του τον έβγαλε από την πορεία του στην πρώτη στροφή του γκραν πρι της Αμερικής όπου κρίθηκε ο εφετινός τίτλος). Ο αρθρογράφος Κάλουμ Ντέιβις δεν δίστασε να τον ανακηρύξει στην «Telegraph» της 27ης Οκτωβρίου 2015, δύο ημέρες μετά τον θρίαμβο του Οστιν, ως τον «πρωταθλητή που είναι μαθηματικά αδύνατον να συμπαθήσει κανείς». Το φιλανθρωπικό έργο του με οργανώσεις όπως η Unicef ή η «Children of Africa» είναι αναγνωρισμένο και γνήσιο, εφόσον επενδύει σε αυτό προσωπικό χρόνο πέρα από τυπικές δεσμεύσεις, τα τρόπαιά του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως μεταξύ των μεγάλων του αθλήματος (περισσότερα έχουν πια μόνο οι Μίχαελ Σουμάχερ, Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, Αλέν Προστ και Σεμπάστιαν Φέτελ), όμως ο χαρακτήρας του τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Πολλοί δεν είδαν με καλό μάτι τη σπουδή του να εγκαταλείψει το 2007 τη Βρετανία για την Ελβετία και εν συνεχεία, το 2012, το Μονακό, προκειμένου να ωφεληθεί φορολογικά. Ο ίδιος αντέταξε ότι σοβαρότερος λόγος ήταν η υπερβολική ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης μαζί του, αλλά αυτό ελέγχεται, μιας και δεν έχει μονάσει επικοινωνιακά από τότε. Αντιθέτως, και αυτό τού χρεώνει ο Ντέιβις, εξελίχθηκε σε αστέρα του lifestyle φωτογραφιζόμενος τακτικά με τον Γουίλ Σμιθ, τη Νίκι Μινάζ, τον Κάνιε Γουέστ ή τον Τζακ Νίκολσον, και αφήνοντας να εννοηθεί ότι ετοιμάζει χιπ-χοπ καριέρα υπό την καθοδήγηση του Jay-Z. Προσθέστε εδώ την ταραχώδη σχέση του με τη Νικόλ Σέρτσινγκερ, τραγουδίστρια του συγκροτήματος Pussycat Dolls, τις φήμες για τη Ριάνα και πλήθος άλλες, τη σύλληψη και την αφαίρεση διπλώματος για υπερβολική ταχύτητα στη Γαλλία το 2007, την αγορά ενός προσωπικού τζετ αξίας 25 εκατ. δολαρίων το 2013 για να ταξιδεύουν μαζί του και τα δύο μπουλντόγκ του, ο Ρόσκο και η Κόκο, την casual ένδυση που έκανε τις Αρχές του Γουίμπλεντον να μην του επιτρέψουν να παρακολουθήσει τον τελικό του τουρνουά από το Βασιλικό Θεωρείο για το οποίο είχε λάβει πρόσκληση, τη ροπή του σε άκομψες δηλώσεις («Δεν έκανα ποτέ όσα έκανε ο Μίχαελ Σουμάχερ για να κερδίσω τους τίτλους μου, νικούσα μόνο με τις φυσικές μου ικανότητες» έλεγε στις αρχές Νοεμβρίου για τον παράλυτο σήμερα γερμανό πρωταθλητή), ανακατέψτε στο σέικερ και έχετε το κοκτέιλ της αμφισβήτησης που τον ακολουθεί.
Τέτοιες λεπτομέρειες δεν απασχολούν τον Λιούις Χάμιλτον, σκέφτεται σε πιο αδρές γραμμές. «Ημουν νέος και ανώριμος» λέει για το παρελθόν του στο «Esquire», του οποίου το εξώφυλλο στην έκδοση της Μέσης Ανατολής γεμίζει για τον μήνα Νοέμβριο. «Οταν μπήκα στο άθλημα, έλεγα «πρέπει να κάνω ό,τι μου λένε», τώρα δεν κάνω και πολλά από όσα μου λένε» δικαιολογεί την ατίθαση συμπεριφορά του. Εκτός από το μέλλον του στη Formula 1 τον ενδιαφέρουν και οι επιχειρηματικές προοπτικές –εξ ου και η φροντίδα στο πρόσφατο συμβόλαιο να κρατήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα διαχείρισης της εικόνας του: «Εστιάζω στο να οικοδομήσω το brand μου. Εχω στο μυαλό μου ανθρώπους όπως ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Μάτζικ Τζόνσον, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ανθρώπους που έκαναν κάτι πέρα από το άθλημά τους και έγιναν ακόμη πιο επιτυχημένοι όταν αποσύρθηκαν». Σκέφτεται το στυλ του (η φρέσκια ξανθιά κόμη λοιδορείται, αλλά για τον ίδιο προφανώς αποτελεί επιτομή του cool), προσέχει τις ενδυματολογικές του επιλογές («πήραν μια γραβάτα από έναν σερβιτόρο και ήθελαν να μου δώσουν ένα τουίντ μπλέιζερ με μπαλώματα στους αγκώνες» λέει για την περιβολή που του προτάθηκε προκειμένου να του επιτραπεί η είσοδος στο Βασιλικό Θεωρείο του Γουίμπλεντον), ενίοτε μιλάει για τη σημασία τού να είναι ο πρώτος μαύρος οδηγός σε ένα άθλημα λευκών. Για τη Formula 1 δεν έχει τίποτε να πει. Ισως γιατί δεν τον κατατρώει το πάθος του αγώνα, όπως τον Αϊρτον Σένα. Ισως γιατί το πρωτάθλημα δεν είχε ακόμη κριθεί. Ισως γιατί, τελικά, ο Λιούις Χάμιλτον είναι πιο ισορροπημένος από όσο πολλοί τον θέλουν: ίσως γιατί ζει στους παράλληλους κόσμους των οικείων του, της F1, του lifestyle, χωρίς να μπλέκει τον ένα με τον άλλο. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι επίτευγμα ισάξιο του πρωταθλητισμού.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ