Τίνα Νάντσου: Η επίμονη φυσικός
Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, κάποιοι τυχεροί μαθητές της Στ’ τάξης της Σχολής Χιλλ ταξίδεψαν ως τη Γενεύη για να επισκεφθούν το CERN, το μεγαλύτερο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών παγκοσμίως. Υπεύθυνη για την πολύτιμη αυτή εμπειρία ήταν η φυσικός Τίνα Νάντσου, εμπνεύστρια του προγράμματος «Παίζοντας με τα πρωτόνια», που σκοπό έχει να εμφυσήσει στους μαθητές της το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό για τη Φυσική στοιχειωδών σωματιδίων. Στο παρελθόν έγραφε το σενάριο, είχε την επιστημονική επιμέλεια και παρουσίαζε την εκπαιδευτική εκπομπή «Εφευρέτες Αμεσης Δράσης» της ΝΕΤ. Συμμετείχε ως ειδικός εμψυχωτής στο Future Library του Ιδρύματος Νιάρχου.


Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την επίσκεψη στο CERN; «Το καλοκαίρι του 2013 συμμετείχα στο Εθνικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Καθηγητών στο CERN. Η εμπειρία ήταν μαγευτική. Ως αρχή μου έχω ό,τι με μαγεύει να το μεταφέρω στα παιδιά μου μέσα στην τάξη. Ετσι, γνωρίζοντας τον ερευνητή του CERN Αγγελο Αλεξόπουλο, του παρουσίασα τη δουλειά που κάνω τα τελευταία 20 χρόνια στη Σχολή Χιλλ μέσα από το blog μου, tinanantsou.blogspot.gr (Πειράματα Φυσικής με απλά υλικά). Αποφασίσαμε λοιπόν με τον Αγγελο Αλεξόπουλο να φτιάξουμε ένα πιλοτικό πρόγραμμα για το CERN προσαρμοσμένο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το πρόγραμμα έπρεπε να οργανωθεί από την αρχή, αφού δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο. Ετσι, εργαστήκαμε εντατικά για να στήσουμε τη δομή του προγράμματος. Χρειάστηκε να μελετήσω όλο το υλικό του CERN, της ΝASA και να παρακολουθήσω μαθήματα εκλαΐκευσης της σύγχρονης Φυσικής που οργανώνουν μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ο Αγγελος Αλεξόπουλος επισκέφθηκε αρκετές φορές το σχολείο για να παρακολουθήσει την πορεία εξέλιξης του προγράμματος, δεδομένου πως και ο συντονισμός γινόταν από κοινού, τόσο διαδικτυακά όσο και σε συναντήσεις μας, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, τα παιδιά είχαν τη μοναδική ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κορυφαίο καθηγητή και πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών κ. Δημήτρη Νανόπουλο, ο οποίος επισκέφθηκε τη Σχολή Χιλλ, είδε από κοντά τις εργασίες των παιδιών και απάντησε στις ερωτήσεις τους».


Ποιες είναι συνήθως οι πρώτες αντιδράσεις των νεαρών μαθητών όταν έρχονται σε επαφή με τη Φυσική; Υπάρχουν απορίες που σας έχουν ξαφνιάσει; «Τα παιδιά ενθουσιάζονται με τη Φυσική. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι για πολλά παιδιά είναι το αγαπημένο τους μάθημα. Αυτό συμβαίνει επειδή η προσέγγιση γίνεται μέσα από τον δικό τους κόσμο. Πραγματοποιώντας πειράματα με απλά υλικά, παίζοντας μέσα στην τάξη και ερευνώντας, τα παιδιά αρχίζουν να κατανοούν τις βασικές αρχές της Φυσικής και πώς αυτές σχετίζονται με την καθημερινότητά τους. Πολλές ερωτήσεις με ξαφνιάζουν. Από τις πολύ απλές, όπως γιατί ο ουρανός είναι μπλε, μέχρι τις πιο σύνθετες, κοσμολογικές απορίες, όπως αν θα σταματήσει η διαστολή του Σύμπαντος ή τι είναι η σκοτεινή ενέργεια και η σκοτεινή ύλη».


Τι εντυπωσίασε εσάς στο CERN και τι τους μαθητές που συνοδεύατε; «Με εντυπωσίασε ότι η Μέκκα της Φυσικής είναι ανοιχτή και προσβάσιμη σε όλους. Αυτό που ένιωσα είναι ότι όλοι μπορούν να συμμετέχουν στην παγκόσμια επιστημονική προσπάθεια για την απάντηση θεμελιωδών ερωτημάτων, όπως από πού προερχόμαστε, από τι αποτελούμαστε και πού πάμε. Τα παιδιά εντυπωσιάστηκαν από τα τεράστια μεγέθη του πειράματος, από την τεχνολογία που απαιτείται για το πείραμα και την καθημερινή επαφή τους με τα πιο λαμπρά μυαλά της ανθρωπότητας. Ακόμη, το γεγονός ότι βρέθηκαν σε έναν ερευνητικό χώρο όπου «γεννιέται» γνώση τούς δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούν ότι όλα μπορούν να αμφισβητηθούν και να δομηθούν ξανά».
Μπορεί το μεράκι ενός εκπαιδευτικού να αναπληρώσει τα κενά (αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν) του ελληνικού συστήματος διδασκαλίας; «Νομίζω ότι μπορεί εν μέρει να αναπληρώσει τα κενά. Υπάρχει εξαιρετικό υλικό στο Διαδίκτυο ελεύθερα προσβάσιμο από όλους. Προτάσεις διδασκαλίας που απαιτούν ελάχιστα υλικά μέσα και που, πιστέψτε με, μπορούν να αλλάξουν εντελώς το μάθημα μέσα στην τάξη. Τα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού όπως και τα μουσεία παρέχουν ιδέες για όλους, καθώς και εκπαιδευτικές προτάσεις που μπορούν να προσαρμοστούν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ενδεικτικά αναφέρω αγαπημένες σελίδες που επισκέπτομαι συχνά: edutopia.org και exploratorium.edu. Το πρόγραμμα «Παίζοντας με τα πρωτόνια» του CERN και της Σχολής Χιλλ αποτελεί ένα καλό παράδειγμα εκπαιδευτικής πρακτικής και έχει εμπνεύσει εκπαιδευτικούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στόχος μας είναι να αγκαλιαστεί από φορείς που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το πρόγραμμα για να φτάσει σε όλα τα σχολεία της Ελλάδας».
Περισσότερα για το πρόγραμμα «Παίζοντας με τα πρωτόνια»: home.web.cern.ch
http://home.web.cern.ch/students-educators/updates/2014/12/cern-inspires-primary-school-students-play-protons
http://home.web.cern.ch/students-educators/updates/2014/04/playing-protons-primary



Ελένη Γαρυφαλάκη: Η καλή (παιδ)αγωγός

Η Ελένη Γαρυφαλάκη είναι εξειδικευμένη παιδαγωγός και σύμβουλος αγωγής και εκπαίδευσης που ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Παράλληλα με τις πρώτες μεταπτυχιακές σπουδές της στη Βρετανία, συμμετείχε ως εκπαιδευόμενη σε προγράμματα πολλαπλής νοημοσύνης στην εκπαίδευση και σε προγράμματα φιλαναγνωσίας και δημιουργικής γραφής σε σχολικές βιβλιοθήκες. Το πρώτο βιβλίο της, «Πολλαπλή νοημοσύνη» (εκδ. Διόπτρα), εξερευνά τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει στην πράξη, στον εκπαιδευτικό τομέα, η θεωρία του Χάουαρντ Γκάρντνερ για την ύπαρξη πολλαπλής ευφυΐας στον άνθρωπο. Τον Αύγουστο του 2013 δημιούργησε και ξεκίνησε να λειτουργεί στο Ηράκλειο τον Καλό Αγωγό, έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο πολλαπλής νοημοσύνης, όπου υλοποιούνται δράσεις για παιδιά, εφήβους και ενηλίκους.
Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης; «Από πολύ μικρή παρατηρούσα τους δασκάλους μου στο πώς έκαναν τη δουλειά τους: πώς μας προσέγγιζαν, πώς μας παρουσίαζαν αυτό που έγραφε το βιβλίο, πώς μας παρακινούσαν να κάνουμε πράγματα. Οσο τους παρατηρούσα, καταλάβαινα πως δεν μαθαίνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο και προτιμούσα τους δασκάλους εκείνους που είχαν τις ωραιότερες ιδέες για να μας μεταδώσουν τη γνώση, χρησιμοποιώντας και δημιουργώντας δεξιότητες. Επομένως, τολμώ να πω ότι, χωρίς να το γνωρίζω συνειδητά, είχα έρθει σε επαφή με τη δική μου πολλαπλή νοημοσύνη από πολύ μικρή. Φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου, όταν, τριτοετής φοιτήτρια πια, διάβασα για τη θεωρία του Γκάρντνερ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να χαμογελά και να μουρμουρίζει: «Ετσι, ντε! Το ‘ξερα!». Από τότε αποφάσισα να τη διαδώσω όσο γίνεται περισσότερο, γιατί πιστεύω ότι είναι πιο κοντά στη μαθησιακή μας φύση».
Ηταν δύσκολο να πείσετε τους γονείς να την εφαρμόσουν; «Ισως παλαιότερα, ναι, ήταν. Συνεργάζονταν, βέβαια, διότι υπήρχαν η γλωσσική και η λογικομαθηματική νοημοσύνη που τους έκαναν να αισθάνονται την ασφάλεια ότι το παιδί τους «θα μάθει και κάτι». Ετσι έχουμε παραπλανηθεί να πιστεύουμε, ότι δηλαδή η γλώσσα και τα μαθηματικά είναι τα συστατικά της επιτυχίας, στη δουλειά, στις σχέσεις, στη ζωή. Οταν, έπειτα, έγραψα το βιβλίο και έκαναν τα τεστ, ψυλλιάστηκαν λίγο περισσότερο τι ήθελα να τους πω και έγιναν και οι ίδιοι ένθερμοι υποστηρικτές του τρόπου με τον οποίο προσέγγιζα τη μάθηση των παιδιών τους».

Πότε αποφασίσατε να γράψετε βιβλίο για την πολλαπλή νοημοσύνη; Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε εσείς η ίδια εφαρμόζοντάς την;
«Από το 2002 που ήρθα σε επαφή με τη θεωρία του Γκάρντνερ, στην ουσία έγραφα το βιβλίο, διότι αρθρογραφούσα σχετικά σε δικό μου blog, σε παιδιατρική κοινότητα και σε διάφορα online περιοδικά, αλλά και δημιουργούσα παιδαγωγικές δραστηριότητες βασισμένες στη θεωρία αυτή. Δέκα χρόνια μετά, το 2012, και αφού είχα συγκεντρώσει πια αρκετό υλικό, το οργάνωσα και το παρουσίασα σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Οι εκδόσεις Διόπτρα μού απάντησαν σχεδόν αμέσως –τρεις ημέρες μετά την αποστολή του e-mail –και έτσι συνεργαστήκαμε. Το εντυπωσιακό είναι ότι μορφοποιώντας το υλικό που είχα συγκεντρώσει, προκειμένου να γίνει βιβλίο, μπόρεσα να αντιληφθώ στο σύνολό της την αξία της θεωρίας της πολλαπλής νοημοσύνης και κατάφερα να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, στην ενσωμάτωσή της σε μια ευρύτερη παιδαγωγική θεωρία, τη θεωρία Spin, που παρουσίασα στο πρόσφατο TEDxHeraklion 2015».

Γιατί νομίζετε ότι αποτελεί καινοτομία στην εκπαίδευση η θεωρία Spin; «Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω πολύ σύντομα τη θεωρία. Φανταστείτε μία σπείρα, κάτι σαν τον Δίσκο της Φαιστού. Βάλτε στο κέντρο τον εαυτό σας, το εγώ σας. Θυμηθείτε πότε μαθαίνετε καλύτερα, πότε το μυαλό σας είναι ανοιχτό στην εμπειρία. Συμβαίνει όταν αισθάνεστε συναισθηματικά ασφαλής. Από εκεί ξεκινά το spin, από την καλή συναισθηματική νοημοσύνη, και εκεί δίνω πρώτα βάση. Κάθε παιδί είναι ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Δεν ωφελεί, όμως, να μεγαλώνει νομίζοντας ότι είναι κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Είμαστε γεννημένοι να αναπτυσσόμαστε νοητικά και ψυχικά μέσα σε ομάδα, μέσα σε κοινωνία. Ετσι, λοιπόν, η θεωρία Spin δίνει έμφαση στην ομάδα, στην κοινωνική νοημοσύνη του παιδιού. Μαθαίνουμε πολλά από τους άλλους και μαθαίνουμε καλύτερα όταν γινόμαστε αποδεκτοί σε μια κοινωνική ομάδα. Από εκεί και έπειτα, ξεδιπλώνουμε τα ταλέντα, τις κλίσεις και τις δεξιότητές μας. Με λίγα λόγια, ενεργοποιούμε την πολλαπλή μας νοημοσύνη. Φυσικά, δεν μας βοηθά σε τίποτα να είμαστε οι πιο έξυπνοι του χωριού αν είμαστε μόνοι μας, κενοί συναισθηματικά, χωρίς φίλους και αγάπη. Μας χρειάζεται η συναισθηματική αλλά και η κοινωνική νοημοσύνη. Επίσης, δεν μας βοηθά να συνεχίσουμε να μαθαίνουμε και να φτάσουμε στην αυτοπραγμάτωση αν αυτά που γνωρίζουμε και δημιουργούμε δεν τα μοιραζόμαστε με τους άλλους, δεν δίνουμε πίσω στον κόσμο αυτά που πήραμε. Και εδώ είναι η εξέλιξη της σπείρας, η ομότιμη παραγωγή. Συνεισφέρω στην εξέλιξη του κόσμου αυτού με ιδέες, συν-δημιουργώ με τους άλλους ανθρώπους, εμπνέω και εμπνέομαι. Αυτή είναι η θεωρία Spin και πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι αγγίζει λίγη από την παγκόσμια αλήθεια, γι’ αυτό και θα είναι χρήσιμη σε κάθε μελλοντικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που χρειάζεται να αντιμετωπίσει ένας εκπαιδευτικός ο οποίος εργάζεται σε μια επαρχιακή πόλη; «Ολοι οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουμε πάνω-κάτω τις ίδιες δυσκολίες, γιατί το έργο μας έχει αντικείμενο τον ψυχισμό και τη νόηση του παιδιού –και τα παιδιά έχουν περίπου τις ίδιες ανάγκες, είτε βρίσκονται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρό χωριό. Από την άλλη, ο Καλός Αγωγός δεν αφορά το παραδοσιακό σύστημα εκπαίδευσης και θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να δημιουργηθεί τόσο σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή όσο και στο κέντρο μιας πολύβουης πρωτεύουσας και να είχε τις ίδιες δυσκολίες, αλλά και τις ίδιες επιτυχίες. Επομένως, μου είναι δύσκολο να μιλήσω για έναν εκπαιδευτικό του παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό, όμως, που νομίζω ότι αξίζει να αναφερθεί είναι ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες με τη διάδοση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και υπάρχουν πολύ περισσότερες ιδέες που διαδίδονται, κίνητρα και υποστήριξη ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς διαφορετικών χωρών, σε όποιο μέρος και αν αυτοί εργάζονται».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ