Ελάχιστες ηθοποιοί τα τελευταία χρόνια έχουν ακούσει (ή διαβάσει) τόσο κολακευτικά λόγια για μια ερμηνεία τους όσο η Αλεξάνδρα Αϊδίνη για την καταλυτική παρουσία της ως Μαρίνας Μπαρέ στη (μονίμως sold-out) «Μεγάλη χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση που έχει μεταφέρει στο θέατρο Πορεία ο Δημήτρης Τάρλοου. Η 34χρονη ηθοποιός, γλυκύτατη και ευγενής, εξισορροπεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο απαιτητική παράσταση παίζοντας παράλληλα στην παιδική «Αφιξη» της Ζωής Χατζηαντωνίου, ένα παραμύθι για τη μετανάστευση, που παρουσιάζεται για λίγες ημέρες ακόμη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Σας δυσκόλεψε η «Μεγάλη χίμαιρα»; «Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να πρέπει να αφηγηθείς μια ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Πρέπει να κρατάς μια συνεχή ροή και να τροφοδοτείς το ενδιαφέρον του θεατή, του εαυτού σου, του συμπαίκτη σου. Ξεκινάει ένα ταξίδι στις 9 και πάει μονοκοπανιά ως τις 12. Ξέρεις πώς θα τελειώσει, όμως πρέπει να φαίνεται ότι δεν ξέρεις. Είναι μια έντονη διαδικασία σωματικά και ψυχικά. Και δεν έχει και νόημα να κλειδώσεις κάπου όπου θα νιώσεις ασφαλής. Οταν λες την ιστορία ενός ριψοκίνδυνου ανθρώπου που βρίσκεται μονίμως στο χείλος του γκρεμού, δεν έχει νόημα να αναπαράγεις τα ίδια. Πρέπει να τραβάς το χαλί κάτω από τα πόδια σου, να βρίσκεις κάθε φορά καινούργια εμπόδια να ξεπεράσεις».
Σας συντρίβει το να μην είστε καλή; «Το ωραίο με το θέατρο είναι ότι σου δίνει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία. Υπάρχει φυσικά η περίπτωση να ντραπείς για κάτι που δεν πέτυχε, για κάτι που βγήκε υπερβολικά πιεσμένο ή ψεύτικο. Μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για έναν μεγάλο προβληματισμό, αλλά δεν θέλω να παίρνω τον εαυτό μου τόσο στα σοβαρά. Το θέατρο σου προσφέρει αυτό το δώρο, ίσως κιόλας να βασίζεται πάνω στο λάθος για να σου προκαλεί την επιθυμία να πας στην παράσταση την επόμενη ημέρα με καινούργια προσδοκία. Ο,τι δεν πετυχαίνει με κινητοποιεί. Το λαμβάνω υπόψη και λέω: «Τα λέμε πάλι αύριο»».
Ποιο κριτήριο μετράει πιο πολύ; Το δικό σας; «Πρόκειται για έναν συγκερασμό. Οταν κάτι λειτουργεί το νιώθεις εσύ, το κοινό, οι συνάδελφοι. Από εκεί και πέρα υπάρχουν αποκλίσεις. Μπορεί κάποια στιγμή να νομίσεις ότι κατάφερες κάτι, αυτιστικά να το θεωρήσεις μεγαλειώδες και να μην το καταλάβει κανείς. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι επιτυχία. Δεν τον έχω λύσει αυτόν τον γρίφο. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τις στιγμές που σίγουρα κάτι συμβαίνει ή για εκείνες που δεν γίνεται τίποτα. Εχει σημασία να είναι ευχαριστημένοι όλοι οι συνοδοιπόροι. Δεν μπορώ να το θεωρητικοποιήσω βέβαια, πρόκειται για κάτι πολύ εμπειρικό».
Σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε; Υπήρχε περίοδος που δεν βρίσκατε τη θέση σας στο ελληνικό θέατρο; «Η αλήθεια είναι ότι ακόμη την ψάχνω, όπως όλοι ψάχνουμε τη θέση μας στον κόσμο. Φαντάζομαι πως τελικά η θέση μου βασίζεται στην αναζήτηση της θέσης. Είχα την ευτυχία να συνεργαστώ με σπουδαίους καλλιτέχνες, το ταξίδι ήταν πάντοτε περιπετειώδες και κάθε φορά διαφορετικό. Προσπαθούσα πάντα να πάρω ό,τι καλύτερο γινόταν και το ευτύχημα είναι πως συμμετείχα συνεχώς σε δουλειές που ποτέ δεν θεώρησα ότι γίνονταν διαδικαστικά ή χωρίς αξιώσεις και το θεωρώ μεγάλη ευλογία. Κάποιες τις αγάπησα πολύ, άλλες λιγότερο. Θα μπορούσα ωστόσο να κάνω για πάντα θέατρο. Μόνο αυτό νιώθω ότι ξέρω να κάνω».
Ονειρευόσασταν να γίνετε πρωταγωνίστρια; «Μικρή πολύ. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ξεκινάει κανείς αυτή τη δουλειά με το όνειρο να παίζει μικρούς ρόλους. Πλέον έχω καταλάβει ότι οι μεγάλοι ρόλοι είναι ευχάριστοι γιατί σου δίνουν πολλή δουλειά να κάνεις. Ειδικά στις παραστάσεις που δεν βασίζονται σε ομαδική εργασία και λειτουργούν με σκηνές ή πιο ακαδημαϊκά είναι πολύ οδυνηρό να κάθεσαι και έχουμε και την τάση εμείς οι ηθοποιοί να σκεφτόμαστε συνέχεια τι θα κάναμε αλλιώς στη θέση του άλλου. Θες να πρωταγωνιστείς επειδή θέλεις να παίξεις σαν παιδί και όταν έχεις μεγάλο ρόλο είναι σαν να μη σταματάει το παιχνίδι καθόλου. Πάντως όσο περνούσαν τα χρόνια το βασικό για εμένα ήταν να μη χαθώ στην πορεία, να μην απογοητευθώ, να μείνω ενεργή, να μην το βάλω κάτω, οπότε όσο συνέβαινε αυτό ξέχασα το όνειρο της πρωταγωνίστριας. Η εμπιστοσύνη όμως που μου έδειξε ο Δημήτρης Τάρλοου στη «Χίμαιρα» έχει ξεπεράσει ακόμη και ό,τι ονειρευόμουν».
Η Μαρίνα είναι μια αυτοκαταστροφική ηρωίδα. Εσείς έχετε τέτοιες τάσεις; «Εχω. Στη δική μου περίπτωση δεν εκφράζονται μοιραία αλλά με μια δυσκολία που έχω να διαχειριστώ την ευχαρίστηση, τη χαρά. Πιο καλά τα πάω όταν έχω να λύσω ή να ζήσω κάποιο πρόβλημα. Αποκαλώ, χαριτολογώντας, την ταλαιπωρία «αδελφή μου» μερικές φορές γιατί χωρίς λόγο καμιά φορά ταλαιπωρούμαι. Αυτό θεωρώ κάπως αυτοκαταστροφικό γιατί όταν είναι γενικώς τόσο δύσκολες οι συνθήκες δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούμε κι άλλα προβλήματα στον εαυτό μας. Νιώθω όμως πιο πολύ στα νερά μου σε μια προβληματική κατάσταση και η χαρά μού δημιουργεί αρχικά αμηχανία, μέχρι βέβαια να χαλαρώσω και να πω «απόλαυσέ το, είναι δικό σου, το αξίζεις». Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αδιαφορούμε για τις σκοτεινές πλευρές μας διότι όταν τις καταπιέζεις εμφανίζονται ξανά σε πιο μοχθηρή εκδοχή».
Η Μαρίνα αποκτά επίσης μια αμφίθυμη σχέση με την Ελλάδα. Την καταλαβαίνετε; «Αυτό το διπολικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, η φιλοξενία, η δεκτικότητα, η γενναιοδωρία, το φως πλάι σε σκοταδισμό, μικροαστισμό και συντηρητισμό, μπορεί να σε τρελάνει. Εχουμε συνηθίσει να χαιρόμαστε που είμαστε τόσο κυκλοθυμικός λαός, όμως ας ενηλικιωθούμε πια, χωρίς να χάσουμε τη μικρή μας τρέλα, αλλά ας είναι το κερασάκι στην τούρτα, όχι η τούρτα ολόκληρη. Καμιά φορά σε αυτή τη χώρα νομίζεις ότι δεν βρίσκεις πουθενά ενήλικο, κανέναν να αναλάβει την ευθύνη, μόνο παιδιά που κλαίνε».
Σας είναι πιο εύκολο να συγχρωτίζεστε με καλλιτέχνες; «Μεγάλωσα με έναν υπέροχο καλλιτέχνη (σ.σ.: είναι κόρη του εικαστικού Διαμαντή Αϊδίνη) και έχω ποτιστεί από τον κόσμο αυτόν με τις δυνατές μουσικές, τους καπνούς από τσιγάρα, τις εναλλαγές διαθέσεων, τις εκρήξεις δημιουργίας και τα χρώματα. Είμαι χορτασμένη από αυτό. Χαίρομαι που έχω κρατήσει φίλους από το σχολείο, μπορούν να με προσγειώνουν. Οι καλύτεροί μου φίλοι όμως ανήκουν στον χώρο του θεάτρου, είναι παράλληλα και εκείνοι με τους οποίους δεν μιλάω καθόλου για θέατρο, έχουμε επιστρέψει κάπου που μας λείπει».
Τι φοβάστε πιο πολύ για τη γενιά μας; «Φοβάμαι μήπως δεν κάνουμε αρκετά. Τον ύπνο φοβάμαι. Την αδιαφορία και την παραίτηση. Την αντίληψη πως κάποιοι άλλοι παίζουν τα παιχνίδια τους, ότι ζούμε μια συνωμοσία που δεν είναι στο χέρι μας να πολεμήσουμε. Βλέπω πώς με απορροφά η καθημερινότητα και τρομάζω που δεν έχω τον χρόνο να καταλάβω τι είναι το σωστό και αν, ή με ποιον τρόπο, μπορώ να επέμβω. Φοβάμαι μήπως φτάσει κάποια στιγμή και πούμε ότι δεν κάναμε τελικά τίποτα φορτώνοντας την ευθύνη στην εξουσία, στον παραλογισμό της εποχής, στην εκμετάλλευση».
Τι θυμάστε από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και από τους μήνες πρόβας με τον Λευτέρη Βογιατζή για μια συνεργασία που δεν προχώρησε τελικά; «Το δέος. Δέος σαν από παραμύθι όμως. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τίποτα. Πού βρισκόμουν, τι δυνατότητες είχα. Θυμάμαι να τον φοβάμαι τον Αγγελόπουλο, να τον αγαπώ, να τον έχω ανάγκη. Μπροστά σε αυτό το μέγεθος ένιωθα σαν παιδί. Πέρασα μαζί του μια διαδικασία ενηλικίωσης. Μετά ήρθε ο Βογιατζής, εκεί λειτούργησε ο τρόμος. Είχα ήδη περάσει μια δοκιμασία, η οποία υπήρξε καθοριστική, ένα τεράστιο δώρο. Δεν είχα τότε τη δύναμη να τις αντέξω και τις δύο μαζί. Με τον Βογιατζή ειδικά δεν το πίστευα ότι με είχε πάρει. Ηθελα απελπισμένα να δικαιώσω την επιλογή του χωρίς να έχω τότε το σθένος, την επιμονή και την ψυχραιμία. Για πολλά χρόνια το κουβαλούσα σαν βάρος, όμως χαίρομαι που τελικά δεν έγινε γιατί έτσι είναι η ζωή και στη δουλειά μας συμβαίνει και αυτό. Βρέθηκα από μικρή αντιμέτωπη με αυτό: με την απόλυτη επιτυχία μιας αποστολής, με την αποτυχία μιας άλλης. Ηταν θέμα κακού συγχρονισμού».
Θα μου πείτε μια φράση από έργο στο οποίο έχετε παίξει που να σας έχει σφραγίσει; «Υπάρχει μια ατάκα από το «Λεόντιος και Λένα» του Γκέοργκ Μπίχνερ. Τη λέει η Λένα: «Μου ήρθε μια φριχτή σκέψη. Νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι δυστυχισμένοι αθεράπευτα μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν». Δεν με αφορά προσωπικά, μου δημιουργεί όμως αυτή την αίσθηση του ανεπούλωτου τραύματος η οποία με συγκινεί πάρα πολύ».
«Η μεγάλη χίμαιρα»: Θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Αθήνα).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ