Oταν προσπαθούν να την περιγράψουν συνήθως λένε ότι είναι χαμηλών τόνων. Είναι ένας τρόπος να συγκεράσεις τον τρόπο που μιλάει, που κινείται, που συνδιαλέγεται. Με μια πηγαία καλοσύνη, με μια δυσεύρετη ευγένεια, με μια συστολή ατόμου που δεν φωνάζει «προσέξτε με, υπάρχω!». Εκείνη γελάει, μάλλον έχει συνηθίσει να της το λένε. «Είμαι κυκλοθυμικός άνθρωπος, έχω πτυχές που είναι πολύ έντονες, εκρηκτικές!» επιμένει. Δεν χρειάζεται όμως να ξορκίσει την εικόνα της «χαμηλόφωνης». Οποιος έχει παρακολουθήσει την πορεία της γνωρίζει ότι μπορεί να ανεβάσει τους τόνους σε ντεσιμπέλ που ξεκουφαίνουν. Συνήθως περιμένει την κατάλληλη αφορμή.
Στο έργο «Συγχώρεσέ με» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, το οποίο παίζεται αυτόν τον καιρό στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, ξεχωρίζει, καθώς αυξομειώνει τις εντάσεις της ηρωίδας της, μιας γυναίκας που ανασύρει τα γεγονότα της τσακισμένης ζωής της σε μια σύγκρουση με το παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. «Είναι ακραίες οι καταστάσεις που ζουν οι ήρωες και μόνο με ακραίες ερμηνείες μπορείς να τις αποδώσεις» θα πει. Εκείνη ωστόσο ξέρει ότι ακόμη και στην ακρότητα ακροβατείς, ταλαντεύεσαι μέχρι να παραδοθείς ισοπεδωτικά στο παράλογο. Η ευκολία με την οποία γίνεται από αδυσώπητη εύθραυστη σε κάνει να νιώθεις ότι η Μαρία Καλλιμάνη μπορεί να παίξει ό,τι θέλει. Και αυτό ακριβώς έχει κάνει. Από τη γλυκιά, εσωστρεφή Νάντια στην ταινία του Θανάση Καρανικόλα «Στο σπίτι» (2014) ως την ανικανοποίητη, στερημένη και υπολογιστικήΓωγώστον «Μαχαιροβγάλτη» (2010) του Οικονομίδη, αλλά και τη χαροκαμένη μάνα που βρίζει σαν φορτηγατζής πάνω από τον τάφο τον δολοφόνο του παιδιού της στο «Μικρό ψάρι» (2014), και πάλι του Οικονομίδη, τις συναισθηματικές αποστάσεις τις διανύει πάντα ο ίδιος, «χαμηλών τόνων» άνθρωπος. «Είμαστε τυχεροί εμείς οι ηθοποιοί. Κάθε φορά που μας δίνονται οι συνθήκες από το κείμενο και τον σκηνοθέτη ψάχνουμε και βρίσκουμε χώρο μέσα σ’ αυτές να εκφραστούμε. Μπορείς να αλωνίσεις, μπορείς να βγάλεις τα πιο έντονα συναισθήματα. Ξέρεις ότι είναι ένα ψέμα. Είναι όμως ένα ψέμα που σε βοηθάει να εκτονώνεσαι. Σαφώς σε κάθε ρόλο λαμβάνεις υπόψη σου τις συγκεκριμένες παραμέτρους: πού ζει ο άνθρωπος που καλείσαι να ενσαρκώσεις, ποιο είναι το μορφωτικό του επίπεδο, πώς έχει μεγαλώσει. Δικά μου είναι όμως τα ψυχικά κομμάτια που βγάζω στην επιφάνεια προκειμένου να βυθιστώ στον εσωτερικό κόσμο κάποιου άλλου. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχα την ανάγκη να εκφράζομαι για να έχω μια ισορροπία στην υπόλοιπη ζωή μου».
Αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα συμμετοχής της σε ταινίες, έστω και σε μικρούς ρόλους, οι κινηματογραφιστές πρέπει να τη λατρεύουν. Οταν συναντηθήκαμε είχε τελειώσει τα γυρίσματα του «Stage Fright» του Νικόλα Ζώη και είχε μόλις «κλείσει» για την καινούργια ταινία τουΤάσου Μπουλμέτη.
«Στο σινεμά νιώθω μεγαλύτερη ελευθερία από ό,τι στο θέατρο. Υπάρχει ένας καταμερισμός των εργασιών, μια ιεραρχία και περιορισμένος χρόνος γυρισμάτων που δεν σε αφήνει να αναλωθείς ή να ξεθωριάσει αυτό που κάνεις. Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη. Πρέπει να δουλέψεις εξαιρετικά ομαδικά, αλλιώς δεν γίνεται τίποτε. Υπάρχει μια έκφραση, ότι «η ταινία είναι του σκηνοθέτη», όμως αν δεν δουλέψουν όλοι, από τον τεχνικό ως τον φωτιστή, δεν γίνεται τίποτε».
Αραγε θα άφηνε το θέατρο αν μπορούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην μόνο από τον κινηματογράφο; «Ωραία ερώτηση!» απαντά και αφού το σκέφτεται ελάχιστα λέει: «Οχι, δεν θα το άφηνα γιατί μου αρέσει η διαδικασία ότι κάθε μέρα αφηγούμαι μια ιστορία μπροστά σε διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό κάνουμε στο θέατρο: αφηγούμαστε μια ιστορία όλοι μαζί».
Στο θέατρο χρωστάει εξάλλου την πρώτη της επαφή με τον κινηματογράφο. Οταν έπαιζε το «Μαυροπούλι» στη Νέα Σκηνή του Απλού Θεάτρου με τον Δημήτρη Καταλειφό, η Μαγιού Τρικεριώτη που επιμελούνταν τα σκηνικά τη σύστησε στον Σύλλα Τζουμέρκα. Η «Χώρα προέλευσης» (2010) θα γινόταν η πρώτη συμμετοχή της σε ταινία έπειτα από 14 χρόνια παρουσίας στο θέατρο. «Είχα πιστέψει ότι δεν έχω «φάτσα» για κινηματογράφο. Δεν το είχα ονειρευτεί, είμαι όμως πολύ χαρούμενη γιατί τελικά νιώθω ότι κι εκεί μπορεί να είναι ο φυσικός μου χώρος».
Ούτε το θέατρο είχε ονειρευτεί η Μαρία Καλλιμάνη. Στην καθιερωμένη σχολική παράσταση της Γ’ Γυμνασίου στο Δημόσιο Σχολείο Αιγίου όπου φοίτησε συνειδητοποίησε ότι είναι κάτι που της αρέσει αλλά δεν σκέφτηκε να γίνει ηθοποιός. «Ισως δεν το είχα τολμήσει. Αλλά δεν πήγαινε και το μυαλό μου». Επρεπε να σκάψει βαθιά για να αποφασίσει ότι πρέπει να ακολουθήσει την κλίση της. Σπούδασε λοιπόν στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε να ασχολείται με την αρχαιολογία ώσπου να ανακαλύψει εκ νέου το θέατρο σε ένα θεατρικό σεμινάριο στο Γαλλικό Ινστιτούτο με τον Ηλία Κουντή. Σπούδασε στις Νέες Μορφές του θεάτρου Εμπρός με τον Μπαντή, τον Καταλειφό και τη Ράνια Οικονομίδου και είχε συμφοιτητές την Αγγελική Παπαθεμελή, τον Νίκο Κουρή και τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη. Γερό το βιογραφικό της, αλλά και οι αποσκευές της γεμάτες πολύτιμες εμπειρίες. «Είχα μεγάλο πάθος και μου άρεσαν πολύ οι ανασκαφές. Γιατί είναι μια διαδικασία που έχει μια πρακτική πλευρά έτσι καθώς σκάβεις, ψάχνεις, υπολογίζεις, φαντάζεσαι. Αυτό το βρήκα και στο θέατρο. Μόνο που μέρος αυτού που φτιάχνεις είσαι εσύ. Με τη φωνή σου, το σώμα σου, τον ψυχικό σου κόσμο. Είσαι ο δημιουργός και το δημιούργημα».
«Συγχώρεσέ με», Εθνικό Θέατρο, Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24), ως τις 30/01.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ