Το σύμπαν του Nτέιβιντ Σεντάρις με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται ξεκαρδιστικό. Τα περισσότερα απ’ όσα γράφει δεν είναι προϊόν εύκολου χιούμορ, δεν είναι χοντροκομμένα περιστατικά, δεν είναι κωμικές φάρσες· είναι στιγμές καθημερινής ζωής: μια άβολη οικογενειακή στιγμή, μια ιατρική εξέταση, η επίσκεψη ενός πλασιέ, μια βόλτα στην αγγλική εξοχή, μια βραδιά σε ένα εστιατόριο. Είναι διηγήσεις ρουτίνας με τη ματιά ενός ανθρώπου προικισμένου με το χάρισμα να μετατρέπει την καθημερινότητα στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο αντέχεται: σε γλυκόπικρο, τρανταχτό, αυτοσαρκαστικό, βέβηλο γέλιο.
Το σύμπαν του Ντέιβιντ Σεντάρις όταν συντίθεται μέσα από τα μάτια του καταλήγει τελικά να είναι ξεκαρδιστικό. Τα βιβλία του, όπως και το τελευταίο του («Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μελάνι), είναι από τα βιβλία που καθώς τα διαβάζεις κινδυνεύεις να ξεσπάσεις σε τρανταχτά γέλια, απ’ αυτά που δεν μπορείς να εξηγήσεις στους γύρω σου αν δεν γνωρίσουν το ίδιο σύμπαν. Μιλήσαμε μαζί του ένα βράδυ μετά τα μεσάνυχτα έπειτα από μια δική του βόλτα στην αγγλική εξοχή μαζεύοντας σκουπίδια. Τι ξεκαρδιστικό μπορεί να έχει όλο αυτό;


Γράφετε αντλώντας υλικό από τη ζωή σας. Μπορεί ένας φανατικός αναγνώστης σας να ισχυριστεί ότι σας γνωρίζει καλά επειδή έχει διαβάσει τα βιβλία σας; «Αυτά που γράφω δίνουν μια εικόνα για το ποιος είμαι. Δεν περιγράφω όμως τη βαρετή πλευρά μου, το αποφεύγω. Αν κάποιος με δει από κοντά, αυτό θα προσθέσει κι άλλη μια διάσταση στην αίσθησή του για μένα. Ο καλύτερος τρόπος να με γνωρίσει λίγο καλύτερα κάποιος θα ήταν να χτυπήσει την πόρτα μου υποδυόμενος τον πλασιέ. Κάπως έτσι, έπειτα από μια τέτοια επίσκεψη, μπήκε στη ζωή μου το fitbit. Είναι ένας από τους λόγους που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη τόσο αργά… Εχετε ακουστά το fitbit;».
Οχι. «Πρόκειται για μια συσκευή που τη φοράς στο χέρι και σου λέει πόσα βήματα έχεις κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εχω αγοράσει μία. Και έπρεπε προτού κάνουμε τη συνέντευξη να ξεπεράσω συνολικά τα 40.000 βήματα, 18 μίλια δηλαδή, και αυτό μου πήρε πολύ χρόνο».
Γιατί πρέπει να φτάσετε σε τόσο μεγάλο αριθμό βημάτων; «Διότι η συσκευή κάνει μια μικρή δόνηση στο χέρι σου κάθε φορά που συμπληρώνεις 10.000 βήματα και είναι τόσο ωραία η αίσθηση. Σου στέλνει και συγχαρητήριο e-mail με ένα εικονικό παράσημο. Και αφού κλείσουμε το τηλέφωνο θα περπατήσω πάλι έως το κοντινότερο χωριό και πίσω στο σπίτι για να καταφέρω να φτάσω αύριο τα 45.000. Ξέρετε, κουβαλώ μαζί μου και ένα εργαλείο με το οποίο μαζεύω σκουπίδια κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Οι άνθρωποι εδώ νομίζουν ότι είμαι τρελός. Εχω κι ένα iPod επάνω μου και φαίνεται σαν να μιλάω στον εαυτό μου επειδή συνήθως το χρησιμοποιώ για να μαθαίνω ιαπωνικά και επαναλαμβάνω περπατώντας φράσεις στη γλώσσα. Οταν καθήσω να γράψω για αυτό πρέπει να προσθέσω μια αίσθηση απελπισίας, πρέπει να γίνει διασκεδαστικό, να μοιάζει αστείο. Και πού τελειώνει όλο αυτό; Μετά θα θέλω να περπατήσω 50.000 βήματα και είμαι 57 ετών. Δεν θα έπρεπε να περπατάω τόσο. Θα καταστραφούν οι αστράγαλοί μου. Αλλά ό,τι κάνω πρέπει να το κάνω σε υπερβολικό βαθμό».

Τουλάχιστον στο τέλος θα έχετε μάθει ιαπωνικά.
«Υπάρχει κι άλλο ένα όφελος. Ξέρετε εδώ που μένω είναι πάρα πολύ όμορφα, με πολύ πράσινο, όλο λόφους. Μένουμε σε ένα υπέροχο σπίτι 500 ετών, είναι πανέμορφα. Ωστόσο, όλοι στην αγγλική εξοχή πετάνε τα άχρηστα πράγματα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου τους. Τις προάλλες βρήκα ένα λευκό σλιπάκι –που σίγουρα ανήκε σε κάποιον χοντρό άνδρα –γεμάτο ακαθαρσίες. Και έπρεπε να το μαζέψω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σήμερα βρήκα μια φόρμα λερωμένη με εμετό. Κάποιος πρέπει να οδηγούσε φορώντας την, να ξέρασε πάνω της και να την πέταξε στον δρόμο».
Είναι λιγότερο ειδυλλιακό το τοπίο από όσο το περιγράψατε στην αρχή. «Ναι. Γυρνούσα στο σπίτι, τα πόδια μου πονούσαν, δεν ένιωθα καθόλου καλά, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τη φόρμα εκεί. Δεν έχει καθόλου πλάκα αυτό που ζω. Δεν θα πιστέψετε πόσο καθαροί είναι οι δρόμοι χάρη στους περιπάτους μου. Είναι τόσο καθαροί που το τοπικό συμβούλιο έχει αποφασίσει να δώσει στο απορριμματοφόρο το όνομά μου. Τι τιμή».

Πείτε μου στα ιαπωνικά μια φράση που σας αρέσει.
«Watashi no chōnan wa, Washinton ni sunde iru».
Τι σημαίνει; «Ο μεγάλος μου γιος ζει στην Ουάσιγκτον».

Δεν πρέπει να σας είναι πολύ χρήσιμη.
«Χρησιμοποιώ ένα πρόγραμμα εκμάθησης που σε βάζει να απομνημονεύεις συγκεκριμένες φράσεις. Ετσι αν βρεθώ στο Τόκιο και μπω σε ταξί μπορώ να ρωτήσω τον οδηγό του αν έχει παιδιά και αν μου απευθύνει και εκείνος την ίδια ερώτηση θα του απαντήσω ότι έχω τρία αγόρια, από τα οποία ο μεγαλύτερος ζει στην Ουάσιγκτον. Γιατί; Επειδή μπορώ. Δεν έγινε και τίποτα, κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να τον ξαναδώ στη ζωή μου».

Υπάρχει ένας τόπος όπου δεν θα περιμένατε ποτέ να έχει πέραση η αίσθηση του χιούμορ σας κι όμως είστε εξαιρετικά δημοφιλής εκεί;
«Οι Φιλιππίνες. Δεν μπορούσα να πιστέψω τον αριθμό των αναγνωστών που έρχονταν σε κάθε παρουσίαση. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν πρόκειται για μια χώρα που σκέφτομαι συχνά. Δεν βρισκόταν ψηλά στη λίστα με τις χώρες που ήθελα να επισκεφθώ. Είναι όμως τόσο ενδιαφέρον μέρος. Οι άνθρωποι εκεί είναι υπέροχοι. Το φαγητό που τους αρέσει, όχι και τόσο. Το εθνικό τους πιάτο το φτιάχνεις ως εξής: παίρνεις ένα μεγάλο κομμάτι χοιρινό, το βάζεις σε μια κατσαρόλα μαζί με 5 κιλά ζάχαρη και το βράζεις για καμιά εβδομάδα. Οπως καταλαβαίνετε, υπέφερα.
Αναρωτιόμουν όμως με ποιον τρόπο συνδέονται με τις ιστορίες μου γιατί θεωρώ πως το γράψιμό μου είναι πολύ αντιπροσωπευτικό της τάξης μου, μεγάλωσα ως μεσοαστός και εκεί δεν υπάρχει μεσαία τάξη. Υπάρχουν πάρα πολύ φτωχοί και πάρα πολύ πλούσιοι. Η αμερικανική ποπ κουλτούρα όμως είναι πανταχού παρούσα. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα αυτό, αν ήμουν Γάλλος ή Ολλανδός δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια αποδοχή. Πολύ ενδιαφέρουσα χώρα όμως οι Φιλιππίνες. Πήγα σε ένα μπαρ όπου όλοι όσοι δούλευαν εκεί ήταν νάνοι. Λέγεται The Hobbit Hub. Βλέπεις μπαίνοντας κάποιους δίσκους να κουνιούνται και συνειδητοποιείς έπειτα ότι υπάρχουν μικροσκοπικοί άνθρωποι από κάτω τους. Το βρήκα εξαιρετική ιδέα. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα τέτοιο μπαρ σε κάθε πόλη».
Ποιο ελάττωμα των Γάλλων υιοθετήσατε όσο ζήσατε στη χώρα τους και ποιο αντίστοιχο των Βρετανών τώρα που μένετε εκεί; «Στη Γαλλία μπορείς να κοιτάς επίμονα τους άλλους, δεν παρεξηγούνται. Και το έκανα συνεχώς, μέχρι που συνειδητοποίησα πόσο ενοχλητικός γινόμουν εκτός Γαλλίας. Στη Βρετανία, δεν ξέρω, δεν κάνω τίποτα από αυτά που θεωρώ αρνητικά στους Αγγλους. Δεν πίνω μέχρι να λιποθυμήσω ούτε πετάω τα λερωμένα μου εσώρουχα όπου βρω. Ταυτίζομαι όμως στο εξής μαζί τους: οι περισσότεροι Βρετανοί είναι κοινωνικά αδέξιοι, δεν σε κοιτάζουν στα μάτια όταν μιλάτε, νιώθουν άβολα όταν βρίσκονται με άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό και έχουν επιβάλει ένα είδος επικοινωνίας χωρίς αμεσότητα. Ούτε εγώ είμαι άμεσος άνθρωπος. Πρέπει να είναι σοκαριστικό για εκείνους να πηγαίνουν σε μια χώρα σαν την Αυστραλία, όπου οι άνθρωποι λένε ό,τι έχουν στο μυαλό τους. Παρεμπιπτόντως, έχει πολλούς Ελληνες στην Αυστραλία».
Σας ενοχλεί ποτέ που οι Ελληνες σας θεωρούν «δικό τους»; «Αντιθέτως, το βρίσκω φανταστικό, δεν το περίμενα. Είμαι μισός Ελληνας, αλλά δεν έμαθα ποτέ τη γλώσσα. Στις ΗΠΑ, ξέρετε, οι Ελληνες σπρώχνουν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι. Δεν το περάσαμε ποτέ αυτό γιατί η μητέρα μας ήταν Αμερικανίδα, επομένως δεν ακούσαμε ποτέ τη φράση «η Μέρι Νταμπάρις μπήκε στην Ιατρική, εσείς μόνο σε κέντρα αποτοξίνωσης ξέρετε να μπαίνετε». Ομως η αλήθεια είναι πως στην Αμερική δεν πολυασχολούνται οι άνθρωποι με την εθνοτική καταγωγή του άλλου, δεν γνωρίζουν οι πιο πολλοί αν η Τζένιφερ Ανιστον ή ο Αλεξάντερ Πέιν είναι ελληνικής καταγωγής. Α, τώρα θυμήθηκα τον Ζακ Γαλιφιανάκη! Αυτός είναι ένας υπέροχος Ελληνας, γι’ αυτόν ακόμη κι εγώ είμαι υπερήφανος».
Είπατε πριν ότι δεν είστε πολύ άμεσος. Πώς είναι να μαλώνει κανείς μαζί σας; «Τις πιο πολλές φορές δεν συνειδητοποιεί ότι καβγαδίζουμε. Αν είμαι πολύ θυμωμένος με κάποιον, περιορίζομαι απλώς στην απολύτως απαραίτητη επικοινωνία. Θαυμάζω ειλικρινά τους ανθρώπους που λένε σε κάποιον ευθέως «ξέρεις, έχω τρομερό θέμα μαζί σου και θέλω να το λύσουμε». Από την άλλη, δεν μου αρέσει να γίνομαι παθητικά επιθετικός. Ευτυχώς υπάρχουν νέοι τρόποι να μαλώσει κανείς: με μήνυμα, μεσω e-mail… Είναι μια χρυσή εποχή για τους μη ευθείς τύπους».
Εχετε πει σε μια συνέντευξή σας ότι αυτό που διαχώριζε εσάς και την αδελφή σας Εϊμι Σεντάρις (γνωστή κωμικό στις ΗΠΑ) από τα άλλα αδέλφια σας είναι η φιλοδοξία που σας χαρακτήριζε από παιδιά. Τώρα που έχετε καταφέρει πολλά, τι είναι αυτό που σας κινεί; «Κοιτάξτε, ξεκίνησα να κάνω μεγάλους περιπάτους όταν ήμουν 12-13 ετών. Γυρνούσα στο σπίτι από το σχολείο, άφηνα τα πράγματά μου και μετά περπατούσα για ώρες. Εκείνες τις ώρες φανταζόμουν το μέλλον, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι θα βρισκόμουν σε δωμάτια όπου θα με χειροκροτούσαν πολλοί άνθρωποι. Ετσι κατάλαβα ότι ήθελα πολύ να συμβεί και συνειδητοποίησα επίσης ότι μόνο φεύγοντας από τη μικρή πόλη στην οποία μεγάλωσα θα τα κατάφερνα. Αυτό ήταν η φιλοδοξία στην οποία αναφέρθηκα.
Είναι πλέον ενδιαφέρον ότι έχω όλα όσα είχα κάποτε ονειρευτεί. Δεν με βασανίζει η σκέψη «αχ, μακάρι να δημοσιευόταν μια ιστορία μου στον New Yorker». Μπορεί εύκολα να συμβεί. Τα χρόνια περνάνε, όλοι μεγαλώνουμε και παύουμε να αφορούμε το ευρύ κοινό. Δεν μας ξεχνάνε, αλλά δεν θα μας πάρουν και τηλέφωνο να σχολιάσουμε την επικαιρότητα. Σκέφτομαι όμως στο τέλος ότι, αν δεις τη μεγάλη εικόνα, δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και ότι ίσως είσαι μια χαρά περπατώντας κάποια μίλια τη μέρα και μαθαίνοντας παράλληλα ιαπωνικά. Με ανησυχεί καμιά φορά το ότι δεν ονειρεύομαι να γίνω πιο επιτυχημένος –για τόσο πολλά χρόνια αυτό ήταν το μόνο που ονειρευόμουν. Δείτε λοιπόν πού με έχει φέρει η φιλοδοξία μου: στην εξοχή της Αγγλίας να μαζεύω από τον δρόμο λερωμένα εσώρουχα».

Τι σας έχει μάθει η ζωή για τις ερωτικές σχέσεις;
«Εδώ και 23 χρόνια ζω με τον Χιου. Εχω μια φίλη στην Αυστραλία, είναι 60 ετών, έκανε πρόσφατα μια επέμβαση και έχασε πολλά κιλά και τώρα, σε αυτή την ηλικία, απέκτησε την πρώτη της ερωτική σχέση. Εκείνος της είπε ότι την αγαπά αλλά αυτή δεν ανταπέδωσε. Με ρώτησε λοιπόν μια μέρα πώς είναι κανείς σίγουρος ότι αγαπάει κάποιον, ειδικά όταν βρίσκεται σε αυτή την ηλικία. Σκέφτηκα το εξής. Καμιά φορά έχουμε κόσμο στο σπίτι και ο Χιου προσπαθεί να πει κάτι αστείο που μας συνέβη αλλά είναι ανίκανος να αφηγηθεί καλά μια ιστορία. Προσθέτει συνήθως πάρα πολλά πρόσωπα, αλλά πάρα πολλά, ή χάνει τον ειρμό του. Δεν τσαντίζομαι, δεν σκέφτομαι «γιατί να μην μπορεί ο αναθεματισμένος να πει καλά μια ιστορία;». Aντιθέτως, τον κοιτάζω με ακόμη περισσότερη τρυφερότητα. Δεν νιώθω οίκτο για εκείνον, νιώθω προστατευτικός απέναντί του, σαν να τον αγαπάω πιο πολύ εκείνη τη στιγμή. Δεν με εκνευρίζει, όχι ότι δεν διαφωνούμε ενίοτε, αλλά αντέχουμε ο ένας τον άλλον χωρίς προσπάθεια. Ο καθένας έχει αγαπήσει τις αδυναμίες του άλλου, τις βλέπουμε ως επιπλέον λόγους για να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον. Ξέρετε, όποτε γράφω για έναν καβγά που έχω με τον Χιου, όλοι με ρωτάνε αμέσως έντρομοι «θα χωρίσετε;». Αλίμονο όμως αν σε μια μακροχρόνια σχέση δεν φωνάξεις και κάποια στιγμή στον άλλον «σε μισώ»».

Ή, στη δική σας περίπτωση, να το γράψετε με κεφαλαία γράμματα σε κάποιο μήνυμα;
«Χα χα χα. Δεν νομίζω ότι έχουμε ποτέ μαλώσει με τον Χιου μέσω μηνυμάτων ή e-mail. Προτιμά την αλληλογραφία, θέλει φακέλους με γραμματόσημο. Είμαι, ξέρετε, υποχρεωμένος να του στέλνω γράμματα από όπου πηγαίνω».
Ακούγεται πολύ ρομαντικό. «Του αρέσει, επομένως είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Αυτό που κάνει τη μεγάλη διαφορά σε μια σχέση είναι να μπορείς να εμπιστεύεσαι τον άλλον. Και να είναι και για τους δυο σας σημαντικά τα ίδια πράγματα».
Από όλα όσα μας έχουν επιβάλει οι θιασώτες της πολιτικής ορθότητας τι σας ενοχλεί πιο πολύ; «Δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους λευκούς Αμερικανούς που σχεδόν προσβάλλονται πιο πολύ και από τους Αφροαμερικανούς όποτε κάνει κάποιος μια ρατσιστική δήλωση. Ξέρετε, μετά τις παρουσιάσεις των βιβλίων συνηθίζουμε να δεχόμαστε ερωτήσεις από το κοινό. Κάποια στιγμή με ρώτησαν κάτι σχετικό με τον Χιου και απάντησα δήθεν περίλυπος ότι δυστυχώς είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα μερικές εβδομάδες πριν. Μ’ αρέσει πολύ να σοκάρω έτσι τους αναγνώστες, αλλά φυσικά πρόσθεσα αμέσως ότι αστειευόμουν. Μια κυρία μού έδωσε λοιπόν στο τέλος ένα χαρτάκι που έλεγε ότι είναι απαράδεκτο να κάνω αστεία με τον θάνατο. Και όμως δεν είναι. Δεν αντέχω αυτά τα θέσφατα. Λένε κάποιοι: «Δεν μπορείς να αστειευτείς με τον βιασμό». Οχι, μπορείς. Είμαι σίγουρος ότι κάποιος εκεί έξω μπορεί να πει κάτι εξαιρετικά αστείο σχετικά με τον βιασμό. Δεν μπορώ τις απαγορεύσεις. Φυσικά και δεν ταιριάζουν όλα σε κάθε περίσταση, αλλά αυτή την αίσθηση προσβολής εξ ονόματος κάποιου άλλου δεν την καταλαβαίνω. Εχω την αίσθηση ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση αναμονής για να εξοργιστούν με κάτι που συχνά δεν τους αφορά καν προσωπικά».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ