Συγγραφέας, ευθυμογράφος, η «σύγχρονη Ντόροθι Πάρκερ». Τι από όλα αυτά ισχύει σήμερα για την 62χρονη Φραν Λίμποβιτς, μία από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της Νέας Υόρκης και πιστό φορέα του φίνου, προοδευτικού, νεοϋορκέζικου πνεύματος; Ας τα πάρουμε από την αρχή. Συγγραφέας. Εχει γράψει δύο βιβλία δοκιμιακής γραφής, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, το «Metropolitan Life» εν έτει 1978 και το «Social Studies» το 1981. Η πρόσφατη συνδυαστική έκδοσή τους με τίτλο, «The Fran Lebowitz Reader», κατέχει μάλιστα την πιο περίοπτη θέση στο ιστορικό βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης, The Strand. Μπορεί, όμως, να λογίζεται ως συγγραφέας ένας άνθρωπος που έχει να εκδώσει, για την ακρίβεια που δεν έχει καν γράψει ούτε δυο αράδες, σχεδόν επί τρεις δεκαετίες (με την εξαίρεση ενός παιδικού βιβλίου στη μέση της άγονης διαδρομής); «Ηumorist» την αποκαλούν οι συμπατριώτες της Αμερικανοί, αλλά εμείς δεν θα μπορούσαμε να την πούμε ευθυμογράφο, επειδή προτιμά σαφέστατα και σταθερά τον προφορικό λόγο. Ειδικότητά της πλέον είναι να βγάζει λόγους, το λεγόμενο «public speaking», στην τηλεόραση και στα πανεπιστήμια, όπου τέλος πάντων την καλούν για να εκθέσει τις απόψεις της επί παντός επιστητού. Αυτόν τον τίτλο έδωσε και ο Μάρτιν Σκορσέζε στο ντοκυμαντέρ που γύρισε το 2010 για την αγαπημένη του φίλη Φραν. Εβραία, λεσβία και μανιώδης καπνίστρια με διακριτή μια γερή δόση αλαζονείας στο βλέμμα και στη στάση της, η οποία, όμως, παραδόξως, δεν την καθιστά αντιπαθή, επειδή, ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς ή όχι μαζί της, δεν μπορείς να μην εντυπωσιαστείς από την εξυπνάδα, τη σβελτάδα και το πηγαίο χιούμορ της. Την ικανότητά της να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα «με εύθυμη διάθεση, παρουσιάζοντας τις διάφορες καταστάσεις με φαινομενική σοβαρότητα και αδιαφορία, κάτω από την οποία κρύβονται η σάτιρα και η άκακη ειρωνεία». Αυτός είναι ο ορισμός του χιούμορ σύμφωνα με το λεξικό, αλλά θα μπορούσε να είναι και η περιφραστική περιγραφή της επαγγελματικής κατεύθυνσης που έχει διαλέξει η – αν μη τι άλλο – απολαυστική Λίμποβιτς. Προσπαθεί να θυμηθεί πριν από πόσα χρόνια είχε έρθει στην Ελλάδα και γνωρίζει «μέσες άκρες την παρούσα κατάσταση της Ελλάδας». Αν και προσθέτει: «Δυστυχώς, μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι που θα μπορούσαν δυνητικά να φτιάξουν την κατάσταση δεν γνωρίζουν πολύ περισσότερα από αυτό το “μέσες άκρες”» σχολιάζει.

Ποια η άποψή σας όσον αφορά την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ – βέβαια, δεν ξέρω αν η χρήση της λέξης «κρίση» είναι απόλυτα σωστή… «Μην ανησυχείς, μπορείς να την αποκαλείς κρίση. Οι μόνοι που δεν μπορούν να την αποκαλούν κρίση είναι αυτοί που την προκάλεσαν».

Και ποιοι είναι αυτοί; «Κοίτα να δεις τώρα. Ολοι συμπεριφέρονται – και αυτό νομίζω ότι ισχύει και στην Ευρώπη – σαν να πρόκειται για μια φυσική καταστροφή, σαν την έκρηξη ενός ηφαιστείου ή σαν να πρόκειται για ένα μεταφυσικό μυστήριο. “Τι μπορούμε να κάνουμε; Αυτό μας συνέβη”. Είναι γελοίο! Στην πραγματικότητα οι αιτίες που προκάλεσαν την κρίση ήταν πολύ ανθρώπινες. Σε μια δημοκρατία, όταν τα πράγματα καταρρέουν, φταίνε οι άνθρωποι. Εδώ τουλάχιστον – όπου προφανώς έχω μεγαλύτερη επίγνωση του τι συμβαίνει σε σχέση με άλλα μέρη του κόσμου – η κρίση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα έπειτα από 35 χρόνια πραγματικά κακής, φρικτής δημόσιας εκπαίδευσης και τις σκευωρίες των ανθρώπων που επωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση. Και οφείλεται και σε κάτι άλλο: στο γεγονός ότι οι πολίτες αυτής της χώρας θα έπρεπε να αποκαλούνται καταναλωτές και όχι πολίτες».

Πώς αλλιώς να αποκαλούνται όταν στην ουσία τούς κυβερνούν πολυεθνικές; «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πολυεθνικές κυβερνούν αυτή τη χώρα. Πιστεύω, όμως, ότι έχει παρεξηγηθεί η έννοια της δημοκρατίας από τους Αμερικανούς. Η δημοκρατία είναι το πιο περίπλοκο πολίτευμα, διότι πρόκειται για μια αφύσικη μορφή διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, οι φυσικές, αυθόρμητες μορφές οργάνωσης που σχηματίζουν τα παιδιά σε μια σχολική αυλή είναι είτε ένα σύστημα βασιλείας όπου ένα άτομο συμπεριφέρεται σαν βασιλιάς είτε ο φασισμός όπου ένα άτομο τρομοκρατεί τα υπόλοιπα. Αυτό γίνεται αναπόφευκτα, αν δεν χαλιναγωγηθούν τα ένστικτά μας. Η δημοκρατία είναι κάτι που πρέπει να διδαχθείς, χρόνο με τον χρόνο, για να το μάθεις. Και προϋποθέτει πολλά καθήκοντα από την πλευρά κάθε πολίτη. Δεν μπορείς να διατηρήσεις μια δημοκρατία λέγοντας στους πολίτες: “Ψήφιζε μια φορά στο τόσο, αλλά τον υπόλοιπο καιρό κοίτα όλα όσα μπορείς να αγοράσεις!”. Εννοείται ότι οι πολυεθνικές θα κυριαρχήσουν».

Γιατί πιστεύετε ότι ο κόσμος δεν αντιδρά; «Είναι πιο φυσικό για τους ανθρώπους να είναι ατομιστές. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι έχει ευθύνες. Δεν αρκεί να ψηφίζεις. Δείτε τι έγινε με τον Ομπάμα. Οταν εμφανίστηκε ως υποψήφιος έγινε κάτι σαν μόδα, σαν να πρόκειται για ένα καινούργιο παπούτσι που πρέπει να αποκτήσεις και βγήκαν όλοι αυτοί οι νέοι (οι οποίοι, σημειωτέον, συνήθως δεν ψηφίζουν) και τον εξέλεξαν. Και αυτό ήταν το μόνο που έκαναν ποτέ. Ε, δεν είναι αρκετό. Οταν πήγα να ψηφίσω στις ενδιάμεσες εκλογές (midterm elections) στη γειτονιά μου – στην οποία, παρεμπιπτόντως, κατοικούν νέοι άνθρωποι και φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, να φανταστείς είμαι από τους μεγαλύτερους ηλικιακά –, ήμουν το πιο νεαρό άτομο που εμφανίστηκε να ψηφίσει! Σε αυτές τις εκλογές, λοιπόν, σάρωσαν οι Ρεπουμπλικανοί. Και φταίνε αυτά τα παιδιά για αυτό. Δεν μπορείς να ψηφίζεις μια φορά τον Ομπάμα, επειδή σε κάνει να αισθάνεσαι καλά και έχει πλάκα, και ύστερα να παραιτείσαι. Διότι μετά έχεις Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο».

Εσείς, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τον ψηφίσατε. Σας απογοήτευσε; «Τον ψήφισα, αλλά δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή. Δεν είμαι περήφανη που το λέω, αλλά η πρώτη μου επιλογή ήταν ο Τζον Εντουαρντς. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι δεν έχω καλή κρίση. Σε αντίθεση με πολύ κόσμο που έδινε προσοχή στο τι συμβόλιζε ο Ομπάμα, ήξερα ότι ήταν δεξιός για τα γούστα μου, ειδικά όσον αφορά την οικονομική πολιτική του. Οταν, όμως, ο Τζον Εντουαρντς αποδείχθηκε ένας βλάκας και μισός και τα τίναξε όλα στον αέρα, τον ψήφισα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι εξέπληξε ακόμη και μένα, που δεν με είχε πείσει εξαρχής με τη δεξιά κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής του. Πιστεύω ακράδαντα ότι έχασε μια καταπληκτική ευκαιρία. Την ευκαιρία να βάλει λίγο φρένο στον αχαλίνωτο καπιταλισμό. Δεν την άδραξε. Εδωσε εξουσία και διόρισε ως συμβούλους του ανθρώπους που πυροδότησαν περισσότερο καπιταλισμό. Οπότε, ναι, απογοητεύτηκα, μολονότι δεν είχα υψηλές προσδοκίες, αλλά επίσης, ναι, θα τον ψηφίσω πάλι. Επειδή ψηφίζω Δημοκρατικούς, και μέχρι στιγμής είναι καλύτερος από όλους όσοι θα βρεθούν αντίπαλοί του. Τώρα, αν περιμένω να κερδίσει; Δεν ξέρω. Στοιχηματίζω 100 δολάρια ότι θα κερδίσει, αλλά δεν στοιχηματίζω και 1.000…».

Αυτό που λέτε ότι «συμβόλιζε», όμως, δεν ήταν κάτι ασήμαντο. Ενας μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ είναι δείγμα μεγάλης προόδου για τη χώρα… «Πιστεύω ότι ο συμβολισμός τού να έχεις έναν μαύρο πρόεδρο στις ΗΠΑ είναι απίστευτα σημαντικός. Θα πρέπει, όμως, ο κόσμος να καταλάβει κάτι: ότι μεγάλο μέρος του μίσους που απευθύνεται προς τον Ομπάμα οφείλεται σε ρατσισμό. Το Tea Party, για παράδειγμα, στο οποίο ο κόσμος αναφέρεται σαν να είναι κάτι καινούργιο, υπήρχε ανέκαθεν σε αυτή τη χώρα. Πάντα είχαμε αυτές τις ομάδες που απαρτίζονταν από αδαείς, ρατσιστές, επαρχιώτες. Είναι κομμάτι του ιστού της Αμερικής. Το Tea Party είναι ένας ρατσιστικός μηχανισμός, τελεία και παύλα. Ολα αυτά που λέγονται για τον Ομπάμα, “Είναι αληθινός Αμερικανός;”, “Είναι μουσουλμάνος;”, δείχνουν ότι δεν μπορούμε να ανεχτούμε το γεγονός ότι έχουμε έναν μαύρο για πρόεδρο. Παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος Ρεπουμπλικανός κάνει ένα ρατσιστικό σχόλιο και το επικαλεστείς, εξαγριώνονται μαζί σου. Πλέον ζούμε σε μια χώρα όπου είναι χειρότερο να αποκαλέσεις κάποιον ρατσιστή από το να είσαι όντως ρατσιστής».

Εσείς, πάντως, εκφράζετε ελεύθερα τη γνώμη σας. Εχετε αντιμετωπίσει προβλήματα για την παρρησία σας; «Το θετικό, όταν δεν είσαι ισχυρός, είναι ότι ο κόσμος δεν σε φοβάται. Φοβάται αυτούς που έχουν τη δύναμη να υλοποιήσουν τις ιδέες τους. Υπάρχει κόσμος που δεν με συμπαθεί καθόλου, δεν θεώρησα, όμως, ποτέ ότι βρίσκομαι σε μεγάλο κίνδυνο, κυρίως επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε για όλα όσα λέω».

Πάντα ήσασταν «ενεργό μέλος μειονοτήτων», όπως έχετε δηλώσει. Αισθάνεστε ακόμη το ίδιο ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια; «Κατά κάποιον τρόπο. Ανθρωποι της ηλικίας μου λένε συχνά: “Α, πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα στην εποχή μου!”. Η αλήθεια είναι ότι κάποια πράγματα ήταν όντως καλύτερα. Κάποια αντικείμενα, όπως, φέρ’ ειπείν, τα αυτοκίνητα. Ηταν πιο όμορφα. Οσον αφορά, όμως, ανθρώπινες κατακτήσεις, έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος. Για παράδειγμα, οι ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες είναι πολύ μεγαλύτερες από την εποχή που ήμουν εγώ νέα, αν και δεν είναι ακόμη, πρέπει να τονίσω, αντίστοιχες με αυτές των ανδρών. Η αλλαγή της νοοτροπίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία είναι με διαφορά η μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή που έχω βιώσει όσο είμαι πάνω σε τούτη τη γη. Είναι τόσο ακραία, που δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε καν να τη φανταστούμε πριν από κάποια χρόνια. Εμένα, όμως, δεν με επηρέασε. Διότι την προσωπικότητά σου τη διαμορφώνεις όταν είσαι νέος. Αν ήμουν 16 χρόνων σήμερα, όλη αυτή η αλλαγή θα με είχε κάνει ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Είναι λίγο αργά, όμως, να προσφέρεις ελευθερία σε κάποιον».

Εσείς τη διεκδικήσατε, όμως, την ελευθερία σας και ζήσατε τη ζωή σας όπως θέλατε. «Ναι, αλλά δεν προσπάθησα να αλλάξω τον κόσμο με έναν επίσημα πολιτικό τρόπο. Απλώς αποφάσισα να δεχτώ τον εαυτό μου. Είπα: “Κάποια πράγματα δεν μπορώ να τα ξεπεράσω, οπότε θα τα παρακάμψω”. Ποτέ δεν ανακατεύτηκα με κάποιο πολιτικό κίνημα. Κυρίως επειδή ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν πολλά. Σίγουρα δεν είμαι πρότυπο αυτοθυσίας για πολιτικούς λόγους».

Πάντως, όσον αφορά το κάπνισμα, μάλλον εξακολουθείτε να ανήκετε σε μειονότητα, και μάλιστα σε μία από τις πιο απεχθείς. «Είναι ενδιαφέρον ότι όταν πρωτοξεκίνησε η αντικαπνιστική εκστρατεία προήλθε από τους κόλπους της Αριστεράς και όχι της Δεξιάς. Της Αριστεράς όπως αυτή νοείται στην Αμερική, ξέρεις, του νεοφιλελεύθερου τύπου, και όχι όπως νοείται στην Ευρώπη. Προτού ξεκινήσει λοιπόν αυτή η εκστρατεία, οι περισσότεροι κάπνιζαν και δεν μπορούσαν να τους πείσουν να σταματήσουν, γιατί το κάπνισμα είναι μια εξάρτηση. Οπότε, προκειμένου να τα καταφέρει, για 30 ολόκληρα χρόνια η Αριστερά ξόδεψε όλα αυτά τα ποσά, τον χρόνο και την ενέργεια για να τους κάνει να μισήσουν το κάπνισμα και να το απαγορέψουν. Και όσο το έκαναν αυτό, οι Ρεπουμπλικανοί πήραν τη χώρα, την έβαλαν στο τσεπάκι τους και δεν πρόκειται να την ξαναπάρουμε ποτέ πίσω. Πλέον το μόνο πράγμα που σου επιτρέπεται να κατακρίνεις σε κάποιον άλλο είναι το κάπνισμα. Ο κόσμος παλιά έδειχνε ανοιχτά την περιφρόνησή του απέναντι στους ομοφυλόφιλους, υπήρχαν νόμοι εναντίον τους και μιλούσαν μάλιστα για τη “μεταδοτική φύση” της ομοφυλοφιλίας. Δηλαδή, αν ήσουν κοντά σε ένα παιδί και ήσουν ομοφυλόφιλος, τότε θα το “κολλούσες”. Σήμερα, αν καπνίζεις κοντά σε ένα παιδί, αυτό θα πεθάνει από τον καπνό σου. Τίποτε από τα δύο δεν ισχύει».

Από την εκστρατεία στην υστερία. Τι θα ακολουθήσει λέτε; «Οι άνθρωποι της ηλικίας μου οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην αντικαπνιστική εκστρατεία έχουν παιδιά που καπνίζουν. Και πώς το ξέρω αυτό; Μου ζητούν τσιγάρα όποτε με βλέπουν. Ζουν σε έναν κόσμο όπου ό,τι και να κάνουν είναι αποδεκτό από τους γονείς τους εκτός από το κάπνισμα. Αν ο γιος τους τους πει: “Μπαμπά, αποφάσισα να γίνω γυναίκα”, θα του απαντήσουν: “Εντάξει, παιδί μου, αλλά κοίτα να μην καπνίσεις!”. Πιστεύω ότι όταν οι σημερινοί 20άρηδες έρθουν στην εξουσία, θα αλλάξουν τους νόμους για το κάπνισμα. Εγώ, όμως, θα έχω πεθάνει, επειδή καπνίζω!».

Αλήθεια, γιατί οι εβραίοι σε αυτή τη χώρα έχουν τόσο καλή αίσθηση του χιούμορ; «Αν κοιτάξεις αυτή τη χώρα και την ιστορία των κωμικών της, θα δεις ότι σε πολλές περιόδους σχεδόν όλοι τους ήταν εβραίοι. Και μετά, τη θέση τους πήραν μαύροι κωμικοί. Μάλλον δεν θα δεις ποτέ έναν WASP κωμικό. Γιατί συνήθως το χιούμορ είναι άμυνα, είναι μια στρατηγική. Αν κάποιος σου επιτίθεται και είσαι 1,80 μ., ξανθός και στρέιτ, μάλλον δεν θυμώνεις τόσο πολύ. Από τότε που γεννήθηκες έχεις μάθει ότι ο κόσμος σού ανήκει. Οι καλλιτέχνες, σε γενικές γραμμές, είναι άνθρωποι που παρατηρούν. Η παρατήρηση προκύπτει όταν είσαι στο περιθώριο με κάποιον τρόπο».

Πιστεύετε ότι ο Αντι Γουόρχολ ήταν «αληθινός καλλιτέχνης»; «Την άποψή μου για τον Αντι δεν τη συμμερίζεται η πλειονότητα του κόσμου. Αν γνώριζα πριν από 30 χρόνια ποια θα ήταν η θέση που κατείχε σήμερα στην ιστορία της τέχνης, θα σοκαριζόμουν βαθύτατα. Ειλικρινά πιστεύω ότι οφείλεται στον πρόωρο θάνατό του. Γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι λίγο προτού πεθάνει δεν μπορούσες να δώσεις τους πίνακές του. Πώς το ξέρω; Είχα πολλούς από δαύτους. Και ήθελα να τους πουλήσω, διότι χρειαζόμουν χρήματα για να πληρώσω το νοίκι μου, το οποίο και έκανα τελικά δύο εβδομάδες προτού πεθάνει. Και, βέβαια, μετά πέθανε και οι πίνακες απέκτησαν πολύ μεγάλη αξία. Και τώρα κατέχει αυτή την ιερή θέση και ο κόσμος επενδύει στη δουλειά του. Οι τιμές που πιάνουν τα έργα του είναι απίστευτα υψηλές. Η δουλειά του Αντι αρέσει πολύ στον κόσμο. Εννοείται ότι τους αρέσει, γιατί μπορούν να την αναγνωρίσουν. Γιατί είναι – πώς αλλιώς να το πω; – εύκολη. Ελκυστική με έναν απλοϊκό τρόπο. Ο κόσμος τη βλέπει σαν σχόλιο στη μαζική κουλτούρα εκείνης της εποχής, η αλήθεια, όμως, είναι ότι πρόκειται ακριβώς για αυτό: είναι μαζική κουλτούρα».

Πώς βρεθήκατε, όμως, να γράφετε στήλη για το περιοδικό του, το «Interview»; «Είχα έναν φίλο που τον γνώριζα και του είπα: “Μπορείς να μου κανονίσεις ένα ραντεβού;”. Πίστευα ότι θα με έβαζαν να γράψω στο περιοδικό γιατί κανείς δεν το διάβαζε. Ενα αληθινό περιοδικό δεν θα έδειχνε ποτέ ενδιαφέρον για μένα, διότι κανείς δεν με ήξερε… Οταν πήγα, του είπα: “Θέλω να γράψω αυτή τη στήλη” και εκείνος μου απάντησε: “Εντάξει”. Δεν ήταν δύσκολο».

Ποιος είναι «αληθινός καλλιτέχνης» σήμερα λοιπόν; «Πολύ λυπάμαι που μου το ρωτάς αυτό, γιατί τώρα θα πρέπει να το σκεφτώ. Αυτό που εννοούσα ήταν ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ουσιαστικός λόγος για να γίνεται κάποιος καλλιτέχνης. Να θέλει να δημιουργήσει, να εκφράσει κάτι, και αυτό να μην είναι απλώς το πώς αισθάνεται για τον εαυτό του. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, αν ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης, οποιουδήποτε είδους, από όποια οικογένεια και αν προερχόσουν, οι γονείς σου σε απέτρεπαν: “Μην το κάνεις!”. Και κάποια στιγμή, σχετικά πρόσφατα, έγινε μια πρώτης τάξεως επιλογή καριέρας. Οι γονείς σου θέλουν να γίνεις καλλιτέχνης. Η τέχνη έχει γίνει άλλο ένα επάγγελμα, σαν να είσαι οδοντίατρος».

`H, ίσως, μέσο για να γίνει κάποιος διάσημος. «Αυτό πάντα ίσχυε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ορισμένοι καλλιτέχνες γίνονταν σελέμπριτις. Βέβαια, όχι με την ίδια ευκολία όπως σήμερα. Δεν έχω πρόβλημα με το πόσοι άνθρωποι γίνονται σελέμπριτις, έχω πρόβλημα με το πόσοι άνθρωποι γίνονται καλλιτέχνες. Είναι πιο δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης, επειδή απαιτείται κάποιου είδους ταλέντο για να το καταφέρεις. Και θα πρέπει να έχεις ενδιαφέρον».

Ποια είναι η άποψή σας για τις πολιτικές που εφαρμόζει το κράτος του Ισραήλ; «Μιλώντας γενικά, θα έλεγα ότι δεν είναι καλή ιδέα να υπάρχουν κράτη με βασική συνεκτική δομή τη θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου, πρώτον, ότι είμαι εβραία και δεύτερον, εξαιτίας της ιστορίας των εβραίων και της διαχρονικής “περιπλάνησής” τους, θα έλεγα ότι για την αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης, εντάξει, ας έχουν οι εβραίοι το κράτος του Ισραήλ. Τώρα, η απάντηση στο αν υποστηρίζω τις παρούσες πολιτικές της κυβέρνησης του Ισραήλ, η απάντηση είναι: “Οχι”. Αν με ρωτάς αν πιστεύω ότι οι εβραίοι – από όλους τους λαούς, ποιοι; Οι εβραίοι! – μπορούν να υψώνουν τείχη; Θα σου πω ότι οι εβραίοι δεν μπορούν να κάνουν αυτά που κάνουν στο Ισραήλ. Κανείς δεν θα έπρεπε, αλλά στην πρώτη θέση της λίστας των λαών που με τίποτε δεν θα έπρεπε είναι οι εβραίοι. Είμαι ενάντια σε κάθε είδος θρησκευτικού φανατισμού και μισαλλοδοξίας όπως συμβαίνουν στο Ισραήλ, αλλά και σε άλλες χώρες. Βέβαια, όλοι μιλάνε για το Ισραήλ και όχι για τις άλλες χώρες, το οποίο βρίσκω πολύ ενοχλητικό. Αν ήμουν επικεφαλής του κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να τι θα είχα κάνει: Θα είχα δώσει τη Γερμανία στους εβραίους και θα έλεγα: “Σε αυτή τη φάση της ιστορίας τους οι εβραίοι είναι πολύ περισσότερο Ευρωπαίοι, παρά Μεσανατολίτες”. Επειδή τους είχαν πετάξει έξω από τη Μέση Ανατολή πολύ προτού τους πετάξουν έξω από την Ευρώπη. Ορίστε λοιπόν: “Σας δίνουμε τη Γερμανία, αυτή τη μεγάλη, πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, επειδή την αξίζετε μετά το Ολοκαύτωμα. Και δίνω στους Γερμανούς το Ισραήλ και άσε αυτούς να πολεμούν με τους Αραβες”. Ο κόσμος σήμερα θα ήταν πολύ καλύτερος για όλους».

Σας αρέσει κάποια γυναίκα κωμικός που είναι δημοφιλής σήμερα; «Ο κόσμος μιλάει για γυναίκες όπως η Τίνα Φέι, ιδίως για γυναίκες που ξεκίνησαν από το “Saturday Night Live”. Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησε το συγκεκριμένο σόου, συμμετείχαν σε αυτό πολύ ταλαντούχες γυναίκες. Οι ευκαιρίες, όμως, που είχαν ήταν πολύ περιορισμένες. Η θέση των γυναικών ήταν πολύ πιο αδύναμη σε σχέση με σήμερα. Πολύς κόσμος θα σου πει, πάντως, ότι έχει πιο πολλές αστείες φίλες απ’ ό,τι φίλους. Αυτό συμβαίνει επειδή οι γυναίκες είναι πιο παρατηρητικές από τους άνδρες και έχουν λιγότερη εξουσία».

Πώς αντιμετωπίζετε το γεγονός ότι μεγαλώνετε; Αναπολείτε τις παλιές εποχές; «Οι άνθρωποι ανέκαθεν έλεγαν ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα όταν ήταν νέοι. Ιδίως σε ό,τι αφορά τη Νέα Υόρκη. Αν βρεις κείμενα που έχουν γραφτεί το 1910, θα λένε: “Δεν ήταν καλύτερη η Νέα Υόρκη το 1890;”. Τη δεκαετία του ’70 ήμουν 20 και κάτι. Οπότε, αν με ρωτάς αν ήταν πιο ωραία όταν ήμουν σε εκείνη την ηλικία από το να είμαι 50 ή 60, θα σου απαντήσω: “Εννοείται!”. Αν με ρωτάς αν ήταν πιο ωραία η Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι 20άρηδες σήμερα μου λένε: “Περνούσατε τόσο ωραία τη δεκαετία του ’70…”. Οταν ήμουν εγώ 20άρα, δεν σκεφτόμουν πώς ήταν η Νέα Υόρκη τα προηγούμενα χρόνια. Η Νέα Υόρκη έχει χάσει το ενδιαφέρον που είχε, ανεξάρτητα από το ποια ηλικία διανύεις. Ο απαίσιος, διεφθαρμένος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μπλούμπεργκ, τη μετέτρεψε σε ένα πυκνοκατοικημένο και πανάκριβο προάστιο. Πάντως, το καλό που συμβαίνει όταν μεγαλώνεις είναι ότι γνωρίζεις τα πάντα. Αυτό που ο κόσμος αποκαλεί σοφία, το οποίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εμπειρία. Το συνειδητοποιείς, όμως, όταν μεγαλώσεις πολύ και έχεις ήδη αρχίσει να τα ξεχνάς! Δεν αισθάνομαι, όμως, νοσταλγία».

Τι σας εντυπωσιάζει περισσότερο στη σύγχρονη εποχή; «Με θυμώνει το ότι ζούμε σε μια εποχή που νοσταλγεί το παρελθόν. Είναι δυνατόν ένα άτομο της ηλικίας μου να βαριέται από την ποπ κουλτούρα επειδή είναι τόσο παλιομοδίτικη; Θα έπρεπε να αναφωνώ: “Τι είναι αυτό το πρωτοποριακό καινούργιο πράγμα;”. Βλέπω μόνο παλιά πράγματα τα οποία μεταδίδονται με έναν καινούργιο τρόπο. Γιατί στην εποχή μας κυριαρχεί η τεχνολογία και όχι ο πολιτισμός».

H σχέση σας με τον ελληνικό πολιτισμό ποια είναι; «Ενα από τα χειρότερα πράγματα που συμβαίνουν στον πολιτισμό της Αμερικής είναι ότι μεταφράζονται ελάχιστοι ξένοι συγγραφείς. Οταν ζητάω από τους φίλους μου να μου πουν έναν από τους σύγχρονους ισπανούς ή ιταλούς συγγραφείς που θεωρούν καλό, μου λένε ένα όνομα και μετά διαπιστώνω ότι δεν έχει μεταφραστεί. Η έλλειψη ενδιαφέροντος των Αμερικανών για τον υπόλοιπο κόσμο δεν αλλάζει ποτέ. Τώρα, σε σχέση με την Ελλάδα, ίσως έχει συμβεί αυτό που συμβαίνει πάντα στους ανθρώπους που γνωρίζουν τρομακτική επιτυχία πολύ νωρίς…».

Και επαναπαύονται στις δάφνες τους; «Πολύ καλές δάφνες, οφείλω να πω. Εδώ που τα λέμε, και τις δάφνες αυτοί τις εφηύραν».

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 19 Φεβρουαρίου 2012