Eνας ώριμος καλλιτέχνης με μοντέρνο έργο και ψυχή σαν μικρού παιδιού. Και με το ειδικό βάρος της διασημότητάς του. Αλλά, συγχρόνως, με μια σεμνότητα απρόσμενη στην έκφραση, στη χαμηλή φωνή και στο χαμόγελο. Και με ένα βλέμμα σπιρτόζικο, μόλις ακούσει κάτι που τον ικανοποιεί. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που σου αφήνει ο Στήβεν Αντωνάκος – Στυλιανό τον είχαν βαφτίσει, στο χωριό Αγιος Νικόλαος της ορεινής Λακωνίας, όπου και γεννήθηκε, εν έτει 1926. Σε ηλικία μόλις τριών ετών όμως, οι γονείς του, Θωμάς και Ευαγγελία, μάζεψαν τα πέντε τέκνα τους, τις οικονομίες και τις πραμάτειες τους και ξεκίνησαν για την Αμερική. Στη νήσο Ελις η αποβίβαση – στο «απόκληρο» κομμάτι γης που δεχόταν όλους τους ξένους προτού τους επιτραπεί να ελπίζουν στο αμερικανικό όνειρο – και στο Μανχάταν ο πρώτος σταθμός εγκατάστασης. Η οικογένεια βολεύτηκε όπως μπορούσε, ο μικρός Στέλιος και μετέπειτα Στήβεν πήγε στο δημοτικό σχολείο και συγχρόνως βοηθούσε στη θεία λειτουργία του ελληνορθόδοξου ναού της Αγίας Τριάδας. Επειτα πέρασαν οικογενειακώς απέναντι, στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας αγόρασε ένα εστιατόριο και η ζωή πήρε πια τη ρότα της, με την αγάπη πανταχού παρούσα: «Ευχαριστώ τους γονείς μου», σχολιάζει τώρα ο Στήβεν Αντωνάκος, «που, πηγαίνοντας στη Νέα Υόρκη, μας έδωσαν την ελευθερία να δουλέψουμε σε έναν μεγάλο κόσμο και μας έδωσαν και την προσωπική ελευθερία να βρούμε τον αληθινό εαυτό μας».

Περνώντας από όλα τα κύματα της ζωής, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο διεθνώς αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, με τις εκατοντάδες εκθέσεις και με τα έργα του απλωμένα σε πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις σε Ανατολή και Δύση, εισήγαγε, με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, το φως στην τέχνη. Χρησιμοποίησε τα χρώματα και τα σχήματα του νέον σαν μεγάλες αέρινες πινελιές σε κτίρια και ανοιχτούς δημόσιους χώρους, τα έφερε σαν ψιθυριστές προσευχές σε δωμάτια και παρεκκλήσια, τα ταίριαξε με υλικά, από το τσιμέντο και το ξύλο ως το ασήμι και τον χρυσό.

Τώρα ο Στήβεν Αντωνάκος ετοιμάζει στην Ελευσίνα μια μεγάλη έκθεση, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Αισχύλεια 2011». Οταν πρωτοείδε τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του παλαιού ελαιουργείου της πόλης, τον αναστάτωσαν. «Δεν το φανταζόμουν» λέει στην κουβέντα μας, που έγινε στην Αθήνα ένα πολύ ζεστό μεσημέρι, στην καρδιά του καλοκαιριού. Στο πλευρό του η σύζυγός του Ναόμι Σπέκτορ, σπουδαία σύντροφος σε κάθε βήμα, σε κάθε λέξη, σε κάθε ανάσα, σε κάθε δημιουργική σκέψη. Ο θαυμασμός της για εκείνον φαίνεται σε αυτό που λέει: «Ο Αντωνάκος είναι ένας». Αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν γίνει τόσο πολύ «ένα», ώστε η Ναόμι συμπληρώνει τη σκέψη του. «Καταλαβαίνετε ελληνικά;» τον ρωτώ. «Ναι», απαντά η Ναόμι, «αλλά δεν μιλάει καλά καμία γλώσσα εκτός από την καλλιτεχνική». Και χαμογελά με τον πλατύ ευτυχισμένο τρόπο που εκείνη ξέρει.

Η Ναόμι, άλλωστε, μιλάει και πρώτη και με έκδηλο ενθουσιασμό για την πρόσφατη βράβευση του Στήβεν στα Gabby Awards του Ιδρύματος Greek America (www.greekamerica.org) για το σύνολο του έργου του, σε μια συγκινητική τελετή που φιλοξενήθηκε στο μέρος όπου πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στις ΗΠΑ: στη νήσο Ελις, το οποίο έχει πλέον μετατραπεί σε Μουσείο Μετανάστευσης. Μαζί του βραβεύτηκε και ο Μάικλ Δουκάκης, ο οποίος παρέλαβε το βραβείο από τα χέρια της εξαδέλφης του, της γνωστής πολυβραβευμένης ηθοποιού Ολυμπίας Δουκάκη.

Κύριε Αντωνάκο, οι δημιουργίες σας είναι τόσο φρέσκες και σύγχρονες, που σας ζηλεύουν ακόμη και οι νεότεροί σας καλλιτέχνες. Πώς το καταφέρνετε; «Αυτό είναι κομπλιμέντο! Ευχαριστώ! Ισως να το πετυχαίνω επειδή δουλεύω πολύ. Κάθε πρωί που ξυπνώ, το πρώτο που σκέπτομαι είναι η τέχνη μου. Εργάζομαι αρκετές ώρες την ημέρα, ωστόσο κάποια χρόνια πίσω δεν σταματούσα ούτε τη νύχτα. Ισως το πετυχαίνω, επίσης, επειδή προσπαθώ ό,τι κάνω με το υλικό μου να μην το έχω ξανακάνει στο παρελθόν. Επεξεργάζομαι πολύ τις ιδέες μου. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, κάτι πολύ σημαντικό τόσο για την καλλιτεχνική όσο και για την προσωπική μου ζωή».

Σας έχουν επηρεάσει τα αμερικανικά εικαστικά ρεύματα, καθώς και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κινήματα. Η ελληνική καταγωγή σας έπαιξε και αυτήν τον ρόλο της; «Είναι μια ερώτηση που ακούω συχνά, ωστόσο όταν εργάζομαι δεν σκέφτομαι όσα προαναφέρατε, ούτε και το γεγονός ότι έχω γεννηθεί στην Ελλάδα. Αν μου γεννιούνται κάποιες ιδέες που έχουν σχέση με τον τόπο καταγωγής μου, έχει καλώς, αλλά ποτέ δεν το επιδιώκω. Πηγάζει από μόνο του. Αλλωστε, όλη τη ζωή μου την έζησα στην Αμερική».

Το φως και οι ιδιότητές του υπερίσχυσαν στο έργο σας από τις αρχές του 1960. Πώς καταλήξατε σε αυτό; «Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, προτού χρησιμοποιήσω το νέον, τοποθετούσα ήδη λαμπάκια σε κάποια έργα μου. Αλλά το θεωρούσα βαρετό στοιχείο. Ηταν η εποχή κατά την οποία δούλευα και με αντικείμενα που έβρισκα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αποφάσισα να ασχοληθώ μόνο με το νέον και με καινούργιες ιδέες επάνω στη χρήση του, όταν άρχισα να το προσέχω στις διαδρομές μου στην πόλη. Κοίταζα τις επιγραφές στο Μπρόντγουεϊ και με εντυπωσίαζε η δύναμή τους που είχε πολύ να κάνει με το χρώμα που παρήγαγαν. Μου άρεσαν. Εδιναν μια άλλη διάσταση στον χώρο. Ετσι, το 1962, δημιούργησα ένα μεταλλικό μαύρο κουτί, το οποίο προσάρμοσα σε οροφή και από εκεί κρέμονταν τα νέον. Ηταν η αρχή».

Στον σταθμό «Αμπελόκηποι» του μετρό περνάμε κάτω από ένα από τα έργα σας, το οποίο χρωματίζει την καθημερινότητά μας. Πώς καταλήξατε στη συγκεκριμένη σύλληψη; «Οταν αναλαμβάνω ένα έργο για δημόσιο χώρο, προηγουμένως μελετώ το κτίριο, τη χρήση του, την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται. Στον σταθμό του μετρό ο κόσμος ανεβοκατεβαίνει και άρχισα να κάνω και εγώ το ίδιο: Να ανεβοκατεβαίνω πολλές φορές τις σκάλες, να τον ακολουθώ στα βαγόνια, να περπατώ πέρα-δώθε. Το μέλημά μου ήταν το έργο μου να συνοδεύει τους ανθρώπους, αλλά και οι άνθρωποι να γίνουν μέρος του έργου μου. Να υπάρχουν μέσα στον χώρο της τέχνης μου».

Ενα έργο τέχνης στη δημόσια ζωή. Σε κοινή θέα. Θέλετε να φτάσετε στους αδιάφορους ανθρώπους και να τους συγκινήσετε; «Ναι, και το θεωρώ σημαντικό για εκείνους που δεν σκέπτονται ποτέ γύρω από την τέχνη. Και θέλω επίσης, με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι να αρχίσουν να συζητούν για την τέχνη. Να γίνει κομμάτι των βιωμάτων τους, της ζωής τους και να αναρωτιούνται για την τοποθέτηση ενός έργου σε όποιο μέρος το συναντούν. Να ξεκινήσει ένας διάλογος γύρω από την τέχνη από όλες τις κοινωνικές τάξεις και τις ηλικίες. Υπάρχει κόσμος που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ μουσεία ή γκαλερί, που δεν έχει δει ποτέ τέχνη από κοντά. Ολους αυτούς πρέπει να προσεγγίζουμε».

Εσείς συγκινείστε όταν βλέπετε έργα σας σε διάφορες πόλεις του κόσμου; Είναι συγχρόνως κινητήριος δύναμη για την εξέλιξή σας; «Ασφαλώς. Πέρα από τη συγκίνηση, όταν γυρίζω στο ατελιέ μου, είμαι γεμάτος καινούργιες ιδέες. Και διαρκώς βάζω όλες τις δυνάμεις μου για να τις επεξεργάζομαι, για να προχωρώ, για να εξελίσσω το έργο μου. Και επίσης θέλω να πω ότι στη ζωή μου και στην τέχνη μου εκείνο που επιθυμώ είναι να βρίσκω τα απλούστερα νοήματα για να εκφράζω τα πιο σύνθετα πράγματα».

Το φως είναι άυλο, είναι ενέργεια. Η χρήση του ήταν για εσάς μια απελευθέρωση; Σας ανοίγει δρόμους στο όνειρο; «Το όνειρό μου είναι να μπορώ να δουλεύω κάθε μέρα και αυτό που λέτε έχει μια φιλοσοφική υπόσταση, που φυσικά και σε αυτήν βασίζεται και η δουλειά μου. Γι’ αυτό μου αρέσει να απομονώνομαι και να δουλεύω».

Εχετε, βέβαια, και οικογένεια και φίλους. «Φυσικά και είναι και αυτοί μέρος της ζωής μου».

Και ταξιδεύετε. «Δεν μου αρέσει τόσο να ταξιδεύω. Προτιμώ να είμαι στο ατελιέ και να επεξεργάζομαι τις ιδέες μου, γιατί είναι εσωτερική ανάγκη μου το να δημιουργώ. Ολα τα ταξίδια μου, επομένως, είναι επαγγελματικά και μόνο ένα δεν είχε σχέση με τη δουλειά μου, όταν πήγαμε στη Σικελία».

{{{ moto }}}

Το φως που πηγάζει από τα έργα σας αποκαλύπτει ή μεταμορφώνει τα γεωμετρικά σχήματα των χώρων; «Πάντα υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στον χώρο και στα σχήματα του νέον. Ανάμεσα στον χώρο και στη γεωμετρία. Είναι δύσκολο να τα διαχωρίσω. Θα έλεγα ότι προσπαθώ με το φως να ολοκληρώσω τα γεωμετρικά σχήματα. Σκέπτομαι και ερευνώ, επίσης, πόσο αλληλοεπηρεάζονται και μεταξύ τους τα χρώματα, αλλά και ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της αντανάκλασής στους γύρω τοίχους ή στα κτίρια».

Το έργο σας «Ο στόχος» είναι κόκκινο, «Το καλωσόρισμα» είναι γαλάζιο, «Η είσοδος» λευκή. Είναι συμβολικές οι επιλογές σας; «Δεν χρησιμοποιώ τα χρώματα συμβολικά. Εκεί που εστιάζω είναι στο δέσιμό τους αλλά και στον φορμαλισμό, στα σχήματα που τους δίνω».

Μα κάθε χρώμα παράγει και ένα συναίσθημα. Δεν σας ενδιαφέρει το βλέμμα του θεατή; «Ασφαλώς και με ενδιαφέρει. Αλλά δεν θέλω να τον καθοδηγήσω. Είναι πολύ σύνθετο το πώς αντιδρά ο κόσμος, η σημασία που έχει το χρώμα για τον καθένα, πόσο τον επηρεάζει, ακόμη και σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρίσκεται την ώρα που το βλέπει. Αλλά υπάρχουν φορές που μπορεί να το χρησιμοποιήσω και εγώ με τον τρόπο που λέτε».

Η ιστορικός τέχνης Εφη Στρούζα, στη μονογραφία της για εσάς, λέει ότι «το φως είναι η ενέργεια της ουσίας του Θεού και αναφέρεται σε μεγάλες ιερές στιγμές της Αγίας Γραφής». Εμπεριέχει γνώση το φως; «Πολύ καλή η δήλωση της κυρίας Στρούζα. Το φως στα έργα μου προέρχεται από το υλικό του. Το νέον είναι αέριο, δεν είναι στατικό, είναι δυναμικό, είναι αφηρημένο, δεν είναι συμβολικό, ούτε και τα σχήματα που φτιάχνω συμβολίζουν κάτι. Είναι το τελικό αποτέλεσμα που με απασχολεί. Τα διάφορα σχήματα που φτιάχνω με τους σωλήνες και πού τους τοποθετώ. Το φως δεν μπορείς να το αγγίξεις. Στα πάνελ που δημιούργησα μάλιστα, στη δεκαετία του ’80, βάζω το φως πίσω από το έργο, επομένως διαχέεται χωρίς να φαίνονται οι σωλήνες του».

Η πρώτη μου επαφή με τα έργα σας έγινε στη Ρόδο, στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου, το 1993. Είχα πέσει σε περισυλλογή. Αυτό ήταν και το δικό σας αιτούμενο; «Ηταν μια ενδιαφέρουσα έκθεση που έκανα σε εκείνον τον καταπληκτικό χώρο στη Ρόδο, χώρο επιβλητικό που με ενέπνευσε και με οδήγησε στο αποτέλεσμα που είδατε. Ηταν κάτι καινούργιο για εμένα. Δεν μου είχαν ζητήσει άλλη φορά να κάνω έργο σε ένα παρεκκλήσι. Υπήρχε και ένας σταυρός εκεί μέσα, με το φορτίο που πάντα φέρει αυτό. Πιθανώς, κάπου αλλού, να μην κατέληγα στα ίδια. Σκεφτόμουν: “Τι να κάνω; Να ξεκινήσω από την αρχή; Μήπως βρίσκομαι μπροστά σε μια στροφή της πορείας μου;”. Είχα στα χέρια μου ένα καινούργιο “κλειδί”. Οπως και τώρα στην Ελευσίνα, που οι χώροι της είναι ωστόσο πιο ριζοσπαστικοί».

Και η Ελευσίνα δεν είναι τόπος με ξεχωριστή ενέργεια και φως; «Είναι σημαντική πόλη, αλλά για εμένα η όποια επίδραση της αρχαίας ιστορίας της είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη που άσκησαν επάνω μου τα ερειπωμένα κτίρια του παλαιού ελαιουργείου της, με την αρχιτεκτονική τους και τη γεωμετρία τους. Γιατί με έβαλαν – όπως και στη Ρόδο, αλλά εκεί για άλλους λόγους – μπροστά στο πρόβλημα “τι να κάνω σε έναν τέτοιον τόπο;”. Και δεν έχω ποτέ ξαναδουλέψει σε κάτι ανάλογο. Αυτό με ερέθισε πάρα πολύ. Επομένως, δεν επέτρεψα στην Ιστορία να με επηρεάσει και να καθορίσει το έργο μου».

Τι είναι αυτό που θα δούμε; «Δεν θέλω τίποτε να πω και τίποτε να φανεί πριν από τις 2 Σεπτεμβρίου, οπότε θα γίνουν τα εγκαίνια».

Εκπληξη, λοιπόν… Πόσο καιρό σάς πήρε η σύλληψη και εκτέλεση του έργου; «Είχα έρθει τον Φεβρουάριο δύο φορές. Τότε για πρώτη φορά επισκέφθηκα τους χώρους. Τους μελέτησα και εντυπωσιασμένος έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Τους σκεπτόμουν πολλούς μήνες μέσα σε μια έξαψη, σχεδίαζα και ανυπομονούσα να δω πώς θα ήταν η τελική εφαρμογή τους. Δούλεψα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι συνηθίζω τα τελευταία χρόνια. Επέστρεψα τον Ιούλιο και έμεινα στην Ελευσίνα».

Γιατί ονομάζετε το έργο σας «Τhe Search»; «Επειδή είναι πολλά τα κτίρια και ο επισκέπτης πρέπει να αφιερώσει χρόνο για να περιπλανηθεί, να ψάξει και να τα ανακαλύψει. Οπως έκανα και εγώ όταν πρωτοήρθα και όπως κάνω σε κάθε τόπο: τον ερευνώ πάντα».

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους Ελληνες; «Υπέροχη. Τους ξέρετε, άλλωστε, τους Ελευσίνιους… Ανθρωποι τόσο ευαίσθητοι».

Το διάστημα που μείνατε ανάμεσα στην Αθήνα και στην Ελευσίνα πώς σας φάνηκε η ζωή με την οικονομική κρίση; «Δεν θέλω να μιλήσω για την κρίση, όμως θέλω με τα έργα μου να μιλήσω στην ψυχή των ανθρώπων. Να γίνουν πηγή έμπνευσης και θετικής ενέργειας. Ελπίζω η τέχνη μου να φτάσει βαθιά μέσα στον καθένα. Ελπίζω και ότι σε περιόδους κρίσης αλλά και σε καλούς καιρούς το έργο μου θα υπενθυμίζει τις μεγάλες δυνατότητες που παρέχει η ζωή για όλους μας, καθώς και την ακτινοβολία που πηγάζει από μέσα μας».

Οι Ελληνες έχουμε χάσει πια πολλές αξίες αλλά και την αισιοδοξία μας. Μπορείτε να μας δώσετε μια συμβουλή; «Είναι λάθος να χάνουμε την αισιοδοξία μας. Ζούμε μόνο μία φορά. Είναι σημαντικό να πιστεύουμε στον εαυτό μας, να αποφασίζουμε για εμάς και να γνωρίζουμε ότι κανείς δεν ζει μόνος του και κανείς δεν εργάζεται μόνος του. Είναι σημαντικό να αφιερώνουμε τη ζωή μας στο έργο μας, σε εκείνο το έργο που μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε. Οπως έχει πει και ο Καβάφης: “Κάν’ το όσο μπορείς καλύτερα”».

Παρ’ όλο που λείπετε από μικρό παιδί, νιώθετε στην Ελλάδα όπως στο σπίτι σας; «Εχει γίνει το σπίτι μου, με τόσες φορές που έχω έρθει. Και μου αρέσει και έχω και υπέροχους φίλους. Την αγαπάμε πολύ την Ελλάδα».

Εχετε και συγγενείς; «Οχι πλέον. Οι συγγενείς – τουλάχιστον της δικής μου γενιάς – δεν υπάρχουν πια. Είμαι ο μόνος εν ζωή».

Τι άλλο κάνατε όσες ημέρες μείνατε στην Αθήνα; «Πήγαμε με τη Ναόμι στη Μονή Δαφνίου, ένα θαυμάσιας αρχιτεκτονικής κτίσμα, αλλά το εσωτερικό της το είδαμε σε βίντεο, γιατί γύρω γύρω είχε σκαλωσιές και μέσα δούλευαν οι εργάτες. Ετσι, δεν μπορούσαμε να μπούμε. Ακόμη και στο βίντεο όμως ήταν πολύ δυνατές οι εικόνες».

Πήγατε και στο Μουσείο της Ακρόπολης; «Ασφαλώς! Εχουμε πάει πολλές φορές».

Σας αρέσει; «Οχι. Αλλά είναι καλό που υπάρχει, γιατί περιέχει όλα αυτά τα μοναδικά, εξαιρετικά έργα. Επομένως, καλώς έγινε».

Οι καλλιτέχνες στις ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα; «Δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους. Είναι δύσκολη ερώτηση, οι καλλιτέχνες είναι πολύ δραστήριοι και εδώ και εκεί, αλλά κάθε καλλιτέχνης και κάθε τόπος έχουν τα δικά τους θέματα και προβλήματα και τα αντιμετωπίζουν με διαφορετικούς τρόπους».

Και ο Ομπάμα; Πώς σας φαίνεται η διακυβέρνησή του; «Σας είπα ότι δεν θέλω να μιλώ για πολιτικά θέματα, αλλά ο Ομπάμα είναι ένας καλός πρόεδρος. Δυστυχώς, δεν βρίσκει συναίνεση. Θα επιτύχει όμως. Το ελπίζουμε».

Η έκθεση «The Search» του Στήβεν Αντωνάκου στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας είναι επισκέψιμη ως τις 30 Οκτωβρίου 2011.

Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 28 Αυγούστου 2011.