Αφηγείται ο Αριστείδης Καμάρας


Στο Βελιγράδι την Τετάρτη 14 Απριλίου 1971, ο Παναθηναϊκός παρά την ήττα με 4-1 από τον Ερυθρό Αστέρα έκανε πολύ καλή εμφάνιση και δεν βλέπαμε πως θα περάσουν οι 15 μέρες και να πάμε στον επαναληπτικό στη Λεωφόρο. Ενδιάμεσα είχαμε αγώνες πρωταθλήματος, αλλά η ομοσπονδία ενδεχομένως και με εντολές του τότε γγΑ Κώστα Ασλανίδη διευκόλυνε τον Παναθηναϊκό πριν από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς αγώνες. Αν θυμάμαι καλά μετά το Γουέμπλεϊ δώσαμε σε μικρό χρονικό διάστημα εννέα παιχνίδια πρωταθλήματος.

Η ομάδα πήγαινε τότε σαν κουρδισμένο ρολόι. Είχε φτάσει σε υψηλά στάνταρ απόδοσης και δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα κόπωσης. Ο Φέρεντς Πούσκας πίστευε στην πρόκριση και το έδειξε όταν ταξίδεψε στην Ελβετία πείθοντας με το κύρος του την Πειθαρχική Επιτροπή της UEFA να μην τιμωρήσει τον Μίμη Δομάζο ο οποίος στον αγώνα του Βελιγραδίου είχε γραφτεί στο φύλλο αγώνα από τον αυστριακό διαιτητή Λινεμάγερ, όπως και ο Κώστας Ελευθεράκης.

Ο Πούσκας για δύο εβδομάδες μας απέσυρε από την πιάτσα. Για μία εβδομάδα μείναμε στον Αστέρα της Βουλιαγμένης κάνοντας προετοιμασία για τη ρεβάνς με τον Ερυθρό Αστέρα. Ψυχή τε και σώματι είμαστε δοσμένοι στην υπόθεση της πρόκρισης. Στο ξενοδοχείο μας επισκέπτονταν καθημερινά εκατοντάδες φίλαθλοι να μας ενθαρρύνουν, να μας τονώσουν το ηθικό. «Δεν πειράζει ρε παιδιά που χάσατε στο Βελιγράδι, ότι και αν γίνει στον επαναληπτικό θα είσαστε οι ηθικοί νικητές, αλλά είναι στο χέρι σας να πάρετε το αίμα σας πίσω» μας έλεγαν.

Επειδή στον Αστέρα της Βουλιαγμένης θα φιλοξενούνταν κάποιο επιστημονικό συνέδριο, θυμάμαι ότι την παραμονή του αγώνα μεταφερθήκαμε σε ξενοδοχείο της Κηφισιάς. Εκεί ήρθε ο Ασλανίδης με κάποιον φίλο του και ο δεύτερος μας είπε ότι φίλος της ομάδας προσφέρει 500.000 δρχ. ως πριμ πρόκρισης. Μας έδειξε μάλιστα και την επιταγή που κρατούσε στα χέρια του. Για την περίφημη αυτή επιταγή αργότερα έγινε δικαστική έρευνα επειδή κάποιος κατήγγειλε ότι ο Ασλανίδης είχε βάλει στην τσέπη του τις 500.000 δρχ. Δεν ήταν όμως αλήθεια. Μετά το παιχνίδι, ο Πούσκας με τον αείμνηστο Γαβρίλο Γαζή μοίρασαν με κατάσταση τα χρήματα σε όλους μας.

Τα χρήματα αρχικά είχαν δοθεί για τους παίκτες που θα αγωνίζονταν, όμως ήμασταν τόσο αγαπημένοι που ζητήσαμε να πάρουν μερίδιο και οι αναπληρωματικοί. Μέχρι και ο περίφημος Μπακούρος (φροντιστής του γηπέδου) πήρε μερίδιο. Ηταν της μόδας τότε να λένε ότι ο Ασλανίδης έκλεψε, έκανε… Δεν ξέρω τι έκανε σε άλλες δραστηριότητες της ζωής του, όμως κληθήκαμε τότε και καταθέσαμε ενόρκως για το ποσό που καθένας εισπράξαμε ως πριμ. Αυτό ήταν το τονωτικό στην υπόθεση από οικονομικής πλευράς, παρότι δεν θέλαμε ποτέ πριν τα παιχνίδια να μας τάζουν πριμ διότι το θεωρούσαμε γρουσουζιά.

Την ημέρα του αγώνα και καθ’ οδόν για το γήπεδο, είδαμε ότι δεν υπήρχε κολόνα, βενζινάδικο, περίπτερο στα οποία να μην έχει κρεμαστεί ένα αυτοσχέδιο πανό με την επιγραφή Παναθηναϊκός – Ερυθρός Αστέρας 3-0. Το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας το οποίο παρεμπιπτόντως είχε ένα κάκιστο χλοοτάπητα με το χώμα να κυριαρχεί στη μεσαία γραμμή και τις δύο περιοχές, ήταν καμίνι. Βρισκόμαστε στην καταπακτή που οδηγούσε στον αγωνιστικό χώρο κατά την εκφώνηση των συνθέσεων και νομίζαμε ότι το γήπεδο θα γκρεμισθεί. Να είσαι κάτω από την κερκίδα και να ακούς το ποδοβολητό, έχεις την αίσθηση ότι «τώρα θα έρθουν τα τσιμέντα στο κεφάλι μου». Από τις φωνές, τις σειρήνες και τις καραμούζες, πέρασαν δέκα λεπτά για να να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.

Οτι και να πω για εκείνη τη στιγμή δεν θα εκφράζει την πραγματικότητα. Οι Γιουγκοσλάβοι όταν μπήκαν στο γήπεδο πήγαν σε μία γωνία μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη και να σφυρίξει την έναρξη του αγώνα ο ισπανός διαιτητής Χοσέ Μαρία Ορτίθ για τον οποίο αργότερα είπαν ότι ήταν φίλος του Πούσκας και μας βοήθησε. Κολοκύθια.

Ο Πούσκας στα αποδυτήρια μας είπε λίγα πράγματα. Πρώτον ότι δεν πρέπει να δεχτούμε γκολ. Και δεύτερο να μην απογοητευθούμε αν δεν σημειώσουμε γρήγορα γκολ. «Αν η απόδοσή σας πλησιάσει το 50% εκείνης του Βελιγραδίου, εμένα μου φτάνει» μας είπε. Παράλληλα μας έδωσε ατομικές εντολές. Εμένα μου φόρτωσε τον Ατσίμοβιτς. Επαιξα και σε αυτό το παιχνίδι αμυντικό χαφ αλλά είχα και ένα ειδικό ρόλο γυρνώντας λίμπερο ανάμεσα στον Ανθιμο Καψή και τον Φραγκίσκο Σούρπη. Η συμβουλή ότι αν παίξετε το μισό από ότι στον πρώτο αγώνα θα είμαι ευχαριστημένος, μας έφτιαξε.

Ο Πούσκας ήξερε να σε ανεβάζει ψυχολογικά. Δεν έχει σημασία τι λέει, αλλά και η δραστικότητα των λόγων ενός προπονητή. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μας ότι ήταν ένα τρικ εκ μέρους του Μαγιάρου. Δεχτήκαμε τα λόγια του σαν πραγματικότητα. Οταν μάλιστα βάλαμε γρήγορα το πρώτο γκολ, κυριαρχήσαμε στο παιχνίδι και μέχρι να συνέλθουν οι Γιουγκοσλάβοι χάσαμε μια – δυο ευκαιρίες να κάνουμε το 2-0. Με το στρίψιμο της δεκάρας ο Μίμης Δομάζος είχε επιλέξει σκόπιμα το τέρμα προς το Λυκαβηττό ώστε ο Ντουίκοβιτς να έχει τον ήλιο στο πρόσωπο. Ο τελευταίος έδειχνε να έχει εκνευριστεί γι αυτό έβαζε και έβγαζε ένα καπελάκι που είχε. Είναι σαν να τον βλέπω τώρα να χαράζει στο χώμα τα σημάδια του και να εκφράζει τη δυσαρέσκειά που οι ακτίνες του ήλιου του δημιουργούσαν πρόβλημα ορατότητας.

Ο ήλιος θα έλεγα ότι αποδείχτηκε δικός μας σύμμαχος στο πρώτο γκολ. Εγινε κακός υπολογισμός από τον Γκλενκόφσκι ο οποίος προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα στον Ντουίκοβιτς σε δική μου κεφαλιά, πετάχτηκε ο Αντώνης Αντωνιάδης και με πλασέ άνοιξε το σκορ στη δεύτερη επίθεση του αγώνα. Στα αποδυτήρια πήγαμε προηγούμενοι 1-0. Στην επανάληψη διατηρήσαμε την υπεροχή. Στο 55΄ εφαρμόσαμε μια κομπίνα που την είχαμε προετοιμάσει στην προπόνηση. Ο Χάρης Γραμμός δεν χτύπησε απευθείας το κόρνερ που κερδίσαμε.

Πήγε κοντά του ο Φυλακούρης, του έδωσε ο Γραμμός τη μπάλα και ο Τότης με τα γλυκά πόδια που είχε έκανε τη σέντρα. Εγώ όπως είχα κάνει και στη φάση του γκολ που σημείωσα στο Βελιγράδι, έφυγα προς το πρώτο δοκάρι για την κεφαλιά. Ενώ σηκώθηκα στον αέρα και είχα την κεφαλιά, νιώθω ένα χτύπημα στο κεφάλι πέφτοντας ανάσκελα. Πάνω από εμένα και τον σέντερ μπακ του Αστέρα Μπογκίσεβιτς, πέρασε ο Αντωνιάδης καρφώνοντας την μπάλα στο γάμα. Οταν συνήλθα και έτρεξα προς τα κάγκελα, είχα την αίσθηση ότι ήμουν ο σκόρερ του 2-0. Οπως θα λέγαμε όμως σήμερα, ο Ψηλός πήρε παραμάζωμα εμένα και τον Μπογκίσεβιτς στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα.

Οι Γιουγκοσλάβοι βλέποντας ότι έχουμε φτάσει μια αναπνοή από την πρόκριση, προσπάθησαν να αντιδράσουν. Ο Πούσκας έκανε όμως μια έξυπνη αλλαγή βάζοντας τον Τάκη Αθανασόπουλο στη θέση του Καλιγέρη ο οποίος στο παιχνίδι εκείνο είχε αντικαταστήσει τον τιμωρημένο Ελευθεράκη, ενισχύοντας την άμυνα. Στο τρίτο γκολ επαναλάβαμε κάτι που επίσης εφαρμόζαμε στις προπονήσεις με επιτυχία. Κερδίσαμε ένα πλάγιο άουτ κοντά στον πάγκο μας, ο Φυλακούρης το χτύπησε στον Αθανασόπουλο ο οποίος του επέστρεψε την μπάλα μπροστά στον Πούσκας.

Φωνάζω στον Αντωνιάδη να φύγει δεξιά και τον ακολουθούν ο Μπογκίσεβιτς και ο Παύλοβιτς. Δημιουργείται τότε τρύπα στο κέντρο της άμυνας του Ερυθρού Αστέρα και φεύγω σαν βολίδα να πάρω θέση. Την ίδια στιγμή ο Πούσκας φωνάζει στον Φυλακούρη «Καμάρας, Καμάρας». Η φωνή του ακούγεται μάλιστα στην κασέτα του αγώνα. Ο Φυλακούρης μου πετάει την μπάλα στο ύψος της περιοχής, την στρώνω με το δεξί και πριν προλάβουν να με μαρκάρουν πιάνω με το αριστερό ένα βολέ που και πάνω στον Ντουίκοβιτς να πήγαινε θα τον τρύπαγε.

Στις φωτογραφίες φαίνονται οι συσπάσεις του προσώπου μου φανερώνοντας με τι μανία τράβηξα αυτό το σουτ. Σαν σύλληψη και εκτέλεση το γκολ ήταν υπέροχο. Εγώ ούτε θυμάμαι τι έγινε εκείνη τη στιγμή στη Λεωφόρο. Με το που μπήκε η μπάλα στα δίχτυα όλοι έπεσαν επάνω μου και κόντεψαν να με σκάσουν. Οι πανηγυρισμοί ήταν πέρα από τα όρια.

Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία και είναι επίσης μια έντονη ανάμνηση για όλους μας, ήταν το τι τραβήξαμε στη συνέχεια του αγώνα. Δεν πήγαμε ήσυχα προς τη λήξη παρότι είχαμε τον έλεγχο του κέντρου και δημιουργούσαμε επιθέσεις. Οι Γιουγκοσλάβοι μη έχοντας πλέον να χάσουν τίποτα τα έπαιξαν όλα για όλα. Βγήκανε στην επίθεση. Η αλήθεια είναι ότι εκεί κάπου χάσαμε το κοντρόλ και σε δύο περιπτώσεις σταθήκαμε τυχεροί. Η πρώτη είναι η περίφημη απόκρουση του Βασίλη Κωνσταντίνου σε σουτ του Κάρασι από το ύψος της περιοχής και η δεύτερη όταν κεφαλιά του Οστοϊτς πέρασε σύρριζα άουτ από το δοκάρι του Κωνσταντίνου ο οποίος ήταν εξουδετερωμένος. Η ψυχή μας και στις δύο περιπτώσεις πήγε και γύρισε.

Το τι ακολούθησε τη λήξη του αγώνα δεν περιγράφεται. Οτι και να πω δεν θα αποδώσω την πραγματικότητα. Ορμηξε ο κόσμος στο γήπεδο, μας πήγαιναν από εδώ, μας πετούσαν από εκεί, μας φυλούσαν, μας σήκωναν στα χέρια… Οι πανηγυρισμοί συνεχίστηκαν εντός και εκτός γηπέδου, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την πλατεία Βικτωρίας, την Ομόνοια. Εγώ γύρισα σπίτι με ένα τζιπ. Δεν βγήκα από τη Θύρα 11 που συνήθως έφευγαν οι ποδοσφαιριστές για το λόγο ότι δεν μπορούσες να περάσεις. Πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει τον διάδρομο και τον γύρω δρόμο.

Εφυγα από τη Θύρα 3, πέρναγε ένα τζιπ, σταμάτησε ο οδηγός τον οποίο δεν γνώριζα, με ρώτησε που πηγαίνω, του είπα στο Κολωνάκι που ήταν τότε το σπίτι μου και με μετέφερε. Δεν θα ξεχάσω ότι βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού και έβλεπα τον κόσμο να πανηγυρίζει και τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν ανάποδα στον μονόδρομο της Καρνεάδου. Εκείνο το βράδυ έγινε ότι μπορεί να φανταστεί το ανθρώπινο μυαλό. Μέρος μόνο εκείνων των πανηγυρισμών είδαμε το 2004 κατά την υποδοχή της εθνικής ομάδας από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας. Μετά το επίσημο γεύμα πήγαμε στο κέντρο που τραγουδούσε η τότε σύζυγος του Δομάζου Βίκυ Μοσχολιού για τα επινίκια.

Θυμάμαι και κάποιες προσωπικές στιγμές τις οποίες διηγήθηκα σε ένα κείμενο στο βιβλίο του Θανάση Νιάρχου με τίτλο «Μόνο για άνδρες» που κυκλοφόρησε το 2002. Μου είχε δώσει μία φωτογραφία η οποία δείχνει την πλάτη μου με απλωμένα χέρια μετά το 3-0, σαν να αγκαλιάζω ολόκληρη την εξέδρα και να πανηγυρίζω μαζί της. Μαγική στιγμή. Αυτό που λέμε μια φωτογραφία χίλιες λέξεις. Με παρουσιάζει με το Νο 5 στην πλάτη να έχω γίνει ένα με χιλιάδες φιλάθλους.

Τα μεσάνυχτα που γύρισα σπίτι δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Πλησίαζε ξημέρωμα και δεν είχα κλείσει μάτι. Κατέβηκα από το σπίτι και με τα πόδια πήγα στο γήπεδο. Είχαν αρχίσει να έρχονται τα απορριμματοφόρα του δήμου να καθαρίσουν. Μπήκα από τη θύρα που πηγαίνει στον «Τάφο του Ινδού», πήγα στη σέντρα του γηπέδου και επανέφερα στη μνήμη όλες τις υπέροχες στιγμές που έζησα πριν λίγες ώρες. Ηταν σαν ντοκιμαντέρ. Τριγύρω απόλυτη ησυχία και μέσα σου να ακούς τον αχό τον πανηγυρισμών για την πρόκριση στον τελικό του Γουέμπλεϊ. Η 28η Απριλίου 1971 ήταν για μένα μια αξέχαστη μέρα.

Μια φωτογραφία, ψυχογράφημα του εαυτού μου
Η αφήγηση του Αριστείδη Καμάρα στο βιβλίο του Θανάση Νιάρχου «Μόνο για άνδρες»

Το πρώτο πράγμα που κάνει ένας νέος ποδοσφαιριστής, ένας νέος καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος που, κάποια στιγμή, πέφτουν πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, είναι το πρωί της επόμενης ημέρας που έκανε την εμφάνισή του να πάρει να διαβάσει τις εφημερίδες. Οπως ο καθένας που ξέρει ότι η παρουσία του, η οποιαδήποτε μεταβολή στον εξωτερικό χώρο για την οποία έχει επενεργήσει, θα πρέπει να αποτιμηθεί. Σε τελευταία ανάλυση, περιμένει μιαν ανταμοιβή με την έννοια της ψυχικής αγαλλιάσεως.

Για τον αθλητή, για τον συγγραφέα (γιατί και ο αθλητής είναι ένας δημιουργός), ισχύει εκείνο που λέει ο Καβάφης, πως κι όταν οδοιπόρος για τα Σούσα θα κινήσεις, την αγάπη και την επιδοκιμασία του δήμου ποθεί η ψυχή σου κι όχι τα δώρα του σατράπη. Οπως και σήμερα (φαντάζομαι), έτσι και τότε το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν ν’ αγοράσουμε τις εφημερίδες και να ρωτήσουμε ή μάλλον να μιλήσουμε με τους φίλους μας.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συγκλονιστική εντύπωση (είχα μείνει πραγματικά άφωνος και την αποθαύμαζα για πολλή ώρα) που μου είχε προκαλέσει μια φωτογραφία που δημοσιεύθηκε μετά τη μεγάλη νίκη του Παναθηναϊκού, στις 28 Απριλίου του 1971. Ηταν τότε που ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε, μ’ ένα δικό μου γκολ, νικώντας με 3-0 τον Ερυθρό Αστέρα και έτσι πήρε το εισιτήριο για τον τελικό του Κυπέλλου των πρωταθλητριών της Ευρώπης. Κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί κανείς την εποχή εκείνη για μια αμιγώς ελληνική ομάδα. Οπως επίσης δεν μπορούσε να το φανταστεί η υπόλοιπη Ευρώπη.

Το διαπιστώσαμε αργότερα διαβάζοντας τα σχόλια, τα αφιερώματα και τα «σαλόνια» των ξένων εφημερίδων που αναρωτώνταν τι γυρεύανε αυτοί οι απίθανοι νεαροί ερασιτέχνες, φοιτητές, επιστήμονες, στον ναό του ποδοσφαίρου. Θυμάμαι που τις είχα παρακάμψει όλες και είχα σταθεί στο φύλλο της «Αθλητικής Ηχούς».

Είχε δημοσιεύσει στο κέντρο της μια μεγάλη φωτογραφία, αλλά δεν ήταν μια από τις φάσεις του αγώνος, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ούτε ήταν η στιγμή που μπαίνει το τρίτο γκολ (το είχαν πάρει από δέκα οπτικές γωνίες και το είχαν αποδώσει όλες οι εφημερίδες πάρα πολύ καλά). Ηταν μια φωτογραφία (είχε ασφαλώς ληφθεί με τηλεφακό) που απεικόνιζε την πλάτη μου, το πίσω μέρος του σώματός μου, με το τεράστιο πέντε που ήταν το αγαπημένο μου νούμερο.

Ο φακός έχει καθηλώσει τα χέρια μου απλωμένα σε μιαν εκπληκτική ένταση, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόδοση της ψυχικής ανατάσεως εκείνης της στιγμής. Είναι η στιγμή η αμέσως μετά το γκολ και το φόντο της φωτογραφίας καλύπτεται ολόκληρο από το πέταλο του γηπέδου. Υπάρχει μια καταπληκτική, μαγική ταύτιση του αθλητή, του ενός, του μπουρλοτιέρη με τον κόσμο, που τον τινάζει κυριολεκτικά στον αέρα, στα ουράνια.

Μπορεί να έχω παίξει δεκαοκτώ χρόνια ποδόσφαιρο, από τα δεκαοκτώ ως τα τριάντα πέντε μου, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τις ουσιαστικές ποδοσφαιρικές μου στιγμές. Αναφέρομαι στη φωτογραφία αυτή γιατί έμεινα έκπληκτος μπροστά στην ίδια και στον συμβολισμό της και φαίνεται να μη με ενδιαφέρει καμία άλλη φάση, καμία κεφαλιά, κανένα σουτ, κανένα «ψαράκι», κανένα «ανάποδο ψαλίδι».

Ολα αυτά είναι στιγμές που μπορεί να επαναληφθούν δεκάδες φορές. Ενώ η φωτογραφία για την οποία μιλώ είχε μια αυθεντικότητα και μια μοναδικότητα. Είναι η σύλληψη μιας «στιγμής» του χρόνου, που τη γεμίζει η ταύτιση ανάμεσα στον ποδοσφαιριστή και στην κερκίδα, η μέθεξη του αθλητή και ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδεται όλη αυτή η φλόγα στον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μπορεί, παρά μόνον ο αθλητής (που είναι και ο ποδοσφαιριστής και ο Κεντέρης και η Πατουλίδου και οι μεγάλοι μας ολυμπιονίκες) ν’ αποδεσμεύσει όλες αυτές τις δυνάμεις που έχει ο φίλαθλος και να τον κάνει ευτυχισμένο. Είναι ό,τι ωραιότερο μπορεί να γευτεί ένας αθλητής.

Πώς εμπεδώνεται και πώς τεκμηριώνεται αυτό; Ξανακοιτάζοντας πρόσφατα την εφημερίδα και τη φωτογραφία, άρχισα να αναπλάθω όσα επακολούθησαν. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν μια δική μου ευαίσθητη στιγμή. Κατάλαβα όμως πως ήταν μια συνέπεια, καθώς κανείς δεν φαίνεται να έχει ξεχάσει όσα ακολούθησαν στην Αθήνα με τους πανηγυρισμούς, που δεν επαναλήφθηκαν ποτέ. Φεύγοντας από το γήπεδο, για να μπορέσω να διασωθώ από τον κόσμο, με πήρε ένα τζιπ από τη μεριά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ενώ ο κόσμος περίμενε από την οδό Τσόχα.

Οταν έφτασα στο σπίτι μου, στην Καρνεάδου, συνειδητοποίησα ότι πηγαίναμε ανάποδα, αλλά ανάποδα πήγαινε και όλο το ρεύμα των αυτοκινήτων. Ηταν ίσως η ωραιότερη, η αρμονικότερη και η αθωότερη παράβαση της τάξεως που υπήρχε ως τότε, είτε σηματοδότες λεγόταν αυτή η τάξη είτε όργανα της τάξης. Και βέβαια κανείς δεν είχε διανοηθεί να επιβάλει κυρώσεις σ’ αυτή την αναρχία.

Υπάρχει και μια άλλη διάσταση σ’ αυτή τη σχέση με τον κόσμο και σ’ αυτή τη σχέση με το θέαμα, γιατί δεν είναι μόνο τι δίνει κανείς στον κόσμο (όταν έχει την ευτυχία να το δίνει), είναι και το τι δίνει ο κόσμος στους αθλητές. Είμαι από τους ευτυχείς ανθρώπους, καθώς ο αθλητισμός μού επιδαψίλευσε πολύ μεγάλες στιγμές και με τον Παναθηναϊκό και με τον Απόλλωνα και με τις εθνικές ομάδες. Θυμάμαι ότι μετά το παιχνίδι (για το οποίο έγραψα ήδη) ακολουθούσε το επίσημο δείπνο και το περιδιάβασμα στα λαϊκά μαγαζιά. Οταν τέλειωσαν όλα αυτά γύρω στις 4 το πρωί, άφησα τη γυναίκα μου, την Αμαλία, κοντά στο σπίτι και πήγα να παρκάρω το αυτοκίνητο.

Δεν είχα διάθεση να κοιμηθώ, της είπα να μην ανησυχεί, ήθελα να περπατήσω, ήθελα να σκεφτώ, ήθελα να παραταθεί το όνειρο, γιατί σαν όνειρο μου φάνταζε αυτό που είχα ζήσει. Ξαναγύρισα στο γήπεδο, δεν είχαν αρχίσει ακόμη να έρχονται τα αυτοκίνητα της Δημαρχίας που καθαρίζουν και παίρνουν όλον αυτόν τον όγκο των εφημερίδων, όλο αυτό το υλικό που μαζεύεται σ’ ένα γήπεδο που έχει μετατραπεί προηγουμένως σε ηφαίστειο.

Μπήκα μέσα στο γήπεδο από την κάτω πόρτα, την 7. Η ησυχία ήταν απόλυτη. Προχώρησα προς το κέντρο, πήγα στο μέρος όπου υπολόγιζα ότι πρέπει να ήμουν κοντά στη μεγάλη περιοχή και, κάποια στιγμή, μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ησυχία (δεν θυμάμαι αν είχε αρχίσει λίγο να χαράζει) ξαναζωντάνεψαν μία προς μία όλες εκείνες οι εκπληκτικές στιγμές.

Οταν με ρωτάνε καμιά φορά πώς θυμάμαι όλα αυτά τα γεγονότα με τόσες συγκλονιστικές λεπτομέρειες, απαντώ πως απλούστατα κάνω επανάληψη, όπως κάνουμε με τα μαθήματα στο σχολείο. Μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ησυχία, μέσα στο κρύο τσιμέντο που ήταν όταν έφτασα και κάθησα εκεί, ξεπήδησε όλη η απογευματινή φωτιά, το βουητό και οι φοβερές κραυγές. Οταν σηκώθηκα να φύγω είχε αρχίσει να ξημερώνει.

Εγινε πάγια συνήθεια, μετά τις μεγάλες μας επιτυχίες, αργά το βράδυ όταν επέστρεφα στο σπίτι, να κάνω μια βόλτα (με το αυτοκίνητο βέβαια) γύρω από το γήπεδο, που ήταν πια ένα άψυχο κουφάρι. Και σκεφτόμουν και σκέφτομαι συχνά πόση ψυχή διαπερνάει αυτές τις πέτρες, το σίδερο και το ατσάλι, που δεν έχουν ψυχή και που όταν τα δει κανείς τελείως ψυχρά και αντικειμενικά είναι ένα τίποτε.

Ενα τίποτε που γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη το παν.
Προσφεύγω σ’ αυτές τις μοναδικές στιγμές όταν το οπλοστάσιο των αμυντικών μηχανισμών περιορίζεται, τότε που αισθάνεται κανείς ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που του παρουσιάζονται ή όταν καμιά φορά προσβάλλεται η ευαισθησία του και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα όπλα που χρησιμοποιεί ο αντίπαλος, όταν νιώθει ότι πολεμά ακόμη με καριοφίλι ενώ απέναντί του έχει ανθρώπους με επαναληπτικά.

Ετσι καταλαβαίνει κανείς τι μπορεί να σημαίνει μια φωτογραφία. Οταν την κοιτάζω, ξαναγεννιέται και αναπλάθεται όλη εκείνη η εποχή, διεισδύει μέσα σ’ όλα τα χρόνια που έχουν, εν τω μεταξύ, περάσει. Αυτή η φωτογραφία αντιπροσωπεύει μια στιγμή που ισοδυναμεί με μια αιωνιότητα. Επειδή όμως μιλάμε για τη δύναμη της φωτογραφίας, η φωτογραφία αυτή ιστορεί το περίφημο εκείνο γκολ, το «χρυσό γκολ» όπως έχει ονομαστεί. Εχει τραβηχτεί από τόσες οπτικές γωνίες και έχει τέτοια ιστορικότητα που βλέποντας τη διαδοχή και την παραλλαγή των εκφράσεων, ανάλογα με τη χρονική στιγμή που γίνεται η εκτέλεση, ομολογώ ότι δεν αναγνώρισα τον εαυτό μου σ’ αυτή τη φωτογραφία.

Είναι ένας εαυτός που δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω εύκολα γιατί έχει την έκφραση του εκτελεστή. Το έχει πει πρώτος ο Αριστοτέλης ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτη την επιθετικότητα. Αν εγώ διαθέτω μια τέτοια επιθετικότητα, είναι ήπια και ελεγχόμενη. Αν με έχει εντυπωσιάσει ένα πράγμα σ’ αυτή τη φωτογραφία, είναι το ψυχογράφημα που έχω κάνει ο ίδιος στον εαυτό μου βλέποντας τη στιγμή της εκτελέσεως. Είχα βάλει όλη μου τη δύναμη και όλη μου την ψυχή, αλλά και ό,τι μπορεί να διαθέτει κανείς εναντίον ενός αντιπάλου.

Αν παρατηρήσει κανείς την έκφραση του προσώπου μου εκείνη τη στιγμή, σίγουρα ο αντίπαλος δεν είναι απλά ένας αθλητικός αντίπαλος, θα πρέπει να είναι ο πιο μισητός εχθρός του κόσμου. Γεγονός που δεν ήθελα να το παραδεχθώ στην αρχή, αλλά παρατηρώντας με τα χρόνια προσεκτικά τη φωτογραφία, είμαι υποχρεωμένος να το κάνω. Μένω με την εντύπωση ότι αν η μπάλα έβρισκε τον τερματοφύλακα στο σώμα του, θα τον διαπερνούσε.