Γιατί χάνονται τα ταλέντα στην Ελλάδα; Οποιος απαντούσε σε αυτό το ρητορικό ερώτημα θα έλυνε τα μισά προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι ότι κάθε προικισμένος ποδοσφαιριστής που χάνεται είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και μια ξεχωριστή ιστορία. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες και διάφοροι λόγοι. Συνήθως οι προικισμένοι παίκτες απαιτούν δύο πράγματα που σπάνια βρίσκουν: μια ιδιαίτερη μεταχείριση σε προσωπικό επίπεδο από προπονητές και προέδρους και μια ομάδα στα μέτρα τους ικανή να κερδίσει αξιοποιώντας το ταλέντο τους. Αυτά στην Ελλάδα γίνονται δύσκολα: οι προπονητές αρέσκονται στο να δείχνουν ότι αντιμετωπίζουν όλους τους παίκτες με τον ίδιο τρόπο, έχουν υπερβολικές απαιτήσεις από 20χρονα παιδιά, κάποιοι δεν είναι ικανοί στον τομέα της ψυχολογίας, μοιράζουν εύκολα κατηγορίες και δύσκολα «μπράβο» και συχνά προτιμούν μια σίγουρη λύση, δηλαδή έναν δοκιμασμένο 30άρη από έναν ανερχόμενο πιτσιρικά. Το χειρότερο είναι ότι σπανιότατα έχουν τη δυνατότητα να χτίσουν ομάδες, απαιτούνται αποτελέσματα εδώ και τώρα και αυτό είναι πάντα πρόβλημα για τον ταλαντούχο πιτσιρικά στον οποίο κάποιος πρέπει να δείξει υπομονή και καλή θέληση. Ετσι η ξαφνική δημοσιότητα γίνεται μπούμερανγκ: η καθιέρωση αργεί και γίνεται άγχος για μια καλή μεταγραφή και η καλή μεταγραφή αντί να είναι η αρχή μιας καριέρας γίνεται το τέλος της. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως το μεγαλύτερο νεκροταφείο ταλέντων που εμφανίστηκε στην Ελλάδα είναι ο Ολυμπιακός του Γ. Κοσκωτά (1986-87) ο οποίος αγόρασε ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε τότε (Νεντίδη, Μολακίδη, Σαββίδη, Σοφιανόπουλο, Μουστακίδη, Πλίτση, Κριεζή, Μαυρομμάτη, Μπανιώτη κ.ά., οι περισσότεροι μέλη της φιναλίστ Ευρώπης το 1988 Εθνικής Ελπίδων) και το έθαψε χρυσοπληρώνοντάς το. Κυρίως γιατί το εμπιστεύτηκε σε ανθρώπους που δεν ήξεραν να το αξιοποιήσουν…



Η περίπτωση του πρώην αρχηγού του ΠΑΟΚ Γιώργου Τουρσουνίδη, ο οποίος μόλις στα 30 χρόνια του αποδεσμεύεται από τον μεγάλο σύλλογο της Θεσσαλονίκης και ψάχνει νέα ομάδα, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές αλλά δεν είναι η μοναδική. Ο Τουρσουνίδης ανήκει σε μια μεγάλη «παρέα» επαγγελματιών ποδοσφαιριστών οι οποίοι υπήρξαν σπάνια ταλέντα και παρέμειναν τέτοια, δηλαδή δεν δικαίωσαν όσους πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να κάνουν μια μεγάλη καριέρα. Ο Τουρσουνίδης υπήρξε στα 18 του βασικός στον ΠΑΟΚ, στα 22 του διεθνής με την Εθνική Ανδρών, στα 25 του αστέρι της ομάδας του, στα 27 του στόχος των μεγάλων ομάδων του κέντρου και στα 29 του βετεράνος! Στη 12χρονη καριέρα του, η οποία υπήρξε θεαματική όσο μια φωτοβολίδα, δεν πέτυχε λίγα αλλά σίγουρα όχι όσα μπορούσε και πάντως δεν ήταν ο «νέος Κούδας» που πολλοί προσδοκούσαν κρίνοντας από τα προσόντα του. Κάποιοι άλλοι ­ και είναι πάρα πολλοί, εμείς απλώς αναφερόμαστε στους πιο γνωστούς ­ πέτυχαν ακόμη λιγότερα. Οι περιπτώσεις που σας παρουσιάζουμε έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι όλες περιπτώσεις παικτών που εμφανίστηκαν ως ταλέντα και έμειναν τέτοια στα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, δηλαδή στην τελευταία 20ετία. Υποτίθεται ότι ο επαγγελματισμός θα έφερνε τη σοβαρότητα που επιτρέπει στα ταλέντα να μη χάνονται, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.


Θανάσης Δημόπουλος


Η αγωνιστική περίοδος 1982-1983 για τον Παναθηναϊκό θα ήταν εντελώς αρνητική αν, μαζί με τον μετέπειτα αρχηγό της ομάδας Κώστα Μαυρίδη, δεν είχε εμφανιστεί ένας γκολτζής με κατσαρά μαλλιά και περίσσιο θράσος. Πετυχαίνοντας 15 γκολ σε Κύπελλο και πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά ο Δημόπουλος έκανε πολλούς να λένε ότι είναι ο φορ της δεκαετίας για τους «πράσινους». Μόνο έτσι δεν συνέβη. Η απόκτηση κάποιων σπουδαίων επιθετικών όπως ο Μάικ Γαλάκος και ο Βαγγέλης Βλάχος αρχικά, και στη συνέχεια ο Γρηγόρης Χαραλαμπίδης, ο Δημήτρης Σαραβάκος, ο αδελφός του Χρήστος Δημόπουλος και ο ­ επίσης μη εξελίξιμος ­ Κώστας Μπατσινίλας δημιούργησαν συνωστισμό στην επιθετική γραμμή των «πρασίνων» και ο «Θανασάκης» παραμερίστηκε. Λέγεται ότι έπαιρνε εύκολα κιλά και το περιττό βάρος τού στέρησε το μεγαλύτερο προσόν του, δηλαδή την εκρηκτικότητά του. Ο κ. Γιάτσεκ Γκμοχ του έδωσε αρκετές ευκαιρίες, όχι όμως και ο κ. Πιέτρ Πάκερτ που διαδέχτηκε τον Πολωνό στον πάγκο του Τριφυλλιού.


Πάρης Γεωργακόπουλος


Για πολλούς από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού πρόκειται για το πιο προικισμένο 10άρι που φόρεσε τη φανέλα με το Τριφύλλι μετά τον «στρατηγό» Μίμη Δομάζο. Αριστεροπόδαρος, τεχνίτης και άριστος σουτέρ ο Πάρης άφησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 την Παναχαϊκή για τον ΠΑΟ, όπου αν και έκανε αρκετή υπομονή διαδέχτηκε τελικά τον Χουάν Ραμόν Ρότσα. Παρά τη λατρεία του κόσμου, την καταξίωσή του στην Εθνική ομάδα και τον θαυμασμό των προπονητών του οι οποίοι ορκίζονταν στην αξία του, ο Γεωργακόπουλος δεν υπήρξε ποτέ έντονα συναισθηματικά δεμένος με τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Οταν το 1989 ο πρόεδρος του ΠΑΟ κ. Γιώργος Βαρδινογιάννης τού έκανε προσφορά ανανέωσης του συμβολαίου του, την οποία ο ίδιος έκρινε απαράδεκτη, προτίμησε να σταματήσει να αγωνίζεται παρά να δεχθεί τους συγκεκριμένους όρους. Κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 28 ετών και έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έκανε τους οπαδούς του ΠΑΟ να ξεσηκωθούν κατά του προέδρου. Είναι γιος εισαγγελέα, παιδί πλούσιας οικογένειας και ζει στην Πάτρα παίζοντας ποδόσφαιρο μόνο με τους φίλους τους.


Γιώργος Τσιφούτης



Σήμερα αγωνίζεται στον Πανσεραϊκό δηλαδή στην ίδια ομάδα στην οποία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τον εντόπισαν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού. Η σπουδαία τεχνική κατάρτιση, οι μακρινές μπαλιές και η αρχοντική κίνηση έπεισαν τον θερμό υποστηρικτή του κ. Γιώργο Βαρδινογιάννη ότι θα μπορούσε να είναι το αστέρι της δεκαετίας του ’90 ­ κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Οι προπονητές που συνάντησε στον ΠΑΟ, ο Σουηδός κ. Γκούντερ Μπένγκστον και ο κ. Βασίλης Δανιήλ εκτιμούσαν περισσότερο παιδιά που έτρεχαν, παρά παίχτες με «δαντελένιες» μπαλιές και λίγη διάθεση για δουλειά στις προπονήσεις ­ όπως έλεγαν ότι ήταν ο Τσιφούτης. Δεν έκανε την καριέρα που έπρεπε γιατί δεν βρέθηκε ο προπονητής που θα πίστευε στα προσόντα του. Αλλωστε για τον ίδιον λόγο θα μπορούσε να χαθεί και ο Κώστας Φρατζέσκος που χρειάστηκε να βρει τον κ. Εγκεν Γκέραρντ στον ΟΦΗ για να δικαιωθεί.


Ηλίας Σαββίδης


Τον Νοέμβριο του 1988 ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Ρουμανίας κ. Εμεριχ Γένεϊ είδε την ομάδα του να παίρνει με πολύ τύχη ένα 0-0 στην Αθήνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ του ’90 από την Εθνική μας, αλλά κυρίως θαύμασε το «10άρι» της. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν μιλούσαν με θαυμασμό για τα προσόντα του Ηλία Σαββίδη, ενός παίκτη που έπαιξε στην Εθνική ομάδα αλλά όχι και βασικός στον Ολυμπιακό! Σ’ εκείνον τον Ολυμπιακό έπαιξε ο Λάγιος Ντέταρι αρχικά, και στη συνέχεια ο Ιγκόρ Σάβιτσεφ, ο Βασίλης Καραπιάλης, ο Γκενάντι Λιτοφτσένκο. Για τον Σερραίο ο οποίος ήταν «αλλεργικός» με τη σκληρή προπόνηση και υπερβολικά ντροπαλός ώστε να χτυπήσει το χέρι απαιτώντας προσοχή, θέση δεν υπήρχε ποτέ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1991, μια φωτογραφία που τον έδειχνε να κοιμάται (!) στον πάγκο σε ώρα αγώνα υπήρξε αιτία της αποδεύσμευσής του…


Παναγιώτης Σοφιανόπουλος


Ενας ακόμη εκπρόσωπος της μεγάλης σχολής των Σερρών που βρέθηκε σε μια νύχτα στον Ολυμπιακό του Γ. Κοσκωτά. Ο ολλανδός τεχνικός κ. Τάις Λίμπρεχτς που είχε εισηγηθεί την απόκτησή του έλεγε ότι είναι ο πλέον προικισμένος έλληνας ποδοσφαιριστής. Το κακό με τον Σοφιανόπουλο ήταν ότι για επιθετικός σκόραρε με το σταγονόμετρο και έτσι κατάντησε ένα είδος άλυτου προβλήματος. Χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως αριστερό μπακ, θέση στην οποία φυσικά δεν διέπρεψε. Ησυχος τύπος, δεν δημιουργούσε προβλήματα και έτσι κατάντησε μόνιμος «παγκίτης» να χαζεύει τους κατά καιρούς σωτήρες που θα έβαζαν 50 γκολ τον χρόνο και θα έσωζαν τον Θρύλο. Επαιξε ακόμη και στην Εθνική Ανδρών και ήταν πρωταγωνιστής στη μεσογειακή ομάδα που κέρδισε το χρυσό στην Αθήνα το ’90. Αν είχε λίγο τσαγανό…


Σάκης Μουστακίδης


Τον Δεκέμβριο του 1986 μπαίνοντας θεαματικά στο ποδόσφαιρο ο Γ. Κοσκωτάς ξόδεψε με το καλημέρα δισεκατομμύρια. Αρχικά δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα μόνα καλοξοδεμένα εκατομμύρια ήταν για τον Μουστακίδη, ένα λιονταράκι από τη Δράμα που πέτυχε 12 γκολ σε 15 ματς εκείνης της περιόδου. Ψηλόλιγνος και επιρρεπής σε τραυματισμούς ο Μουστακίδης εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του Αργεντινού Χιλμπέρτο Φούνες που του άνοιγε διαδρόμους με τον όγκο του. Η απόφαση του κ. Γιάτσεκ Γκμοχ να παίξει το 1988 με βασικό σέντερ φορ τον Τάσο Μητρόπουλο έγινε αιτία για να χάσει τη θέση του στην 11άδα. Η απόκτηση του Ολεγκ Προτάσοφ υπήρξε η καταδικαστική αφορμή για τον δανεισμό του στον Απόλλωνα το ’90, όταν πλέον είχε χαθεί το κέφι του. Δανεικό και αγύριστο…


Αριστείδης Καρασαββίδης


Τον Οκτώβριο του ’86 η Εθνική ομάδα των Ελπίδων μας κατατρόπωνε με 5-0 την αντίστοιχη της Ολλανδίας στα ημιτελικά του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης της κατηγορίας με πέντε γκολ του τότε παίκτη του ΠΑΟΚ. Η μεγαλειώδης εμφάνιση έκανε αθλητική εφημερίδα να κυκλοφορήσει με τίτλο «λεβεντόπαιδο Αρίστο μπες στο μαγαζί και κλείσ’ το» αλλά δυστυχώς για τον Καρασαββίδη δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια. Εμεινε για μια δεκαετία στον ΠΑΟΚ προσδοκώντας την καθιέρωση που δεν ήρθε ποτέ. Το ταλέντο του αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ που δεν είδαν ποτέ στο πρόσωπό του τον διάδοχο του «φονιά» Χρήστου Δημόπουλου και απαιτούσαν από τις διοικήσεις σέντερ φορ που να βάζει γκολ. Οι αποτυχίες του ΠΑΟΚ αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προβληματίσουν, άλλωστε «το φαΐ του γείτονα μοιάζει αλλά δεν είναι πάντα καλύτερο από αυτό που έχουμε σπίτι».


Σωτήρης Μαυρομμάτης



Αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων του ’86 πήγε μόλις 22 χρόνων από τον ΠΑΟΚ, όπου ήταν «βασιλιάς», στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά καταστρέφοντας μ’ αυτή τη λανθασμένη ­ όπως αποδείχτηκε ­ επιλογή μια πιθανότατα στρωμένη καριέρα. Επεσε πάνω σε παίκτες όπως ο Σάββας Κωφίδης και ο Γιώτης Τσαλουχίδης που είχαν καπαρώσει τη θέση του αμυντικού χαφ και για τρία χρόνια βολόδερνε μεταξύ πάγκου και εξέδρας. Τον θυμήθηκε ο κ. Ολεγκ Μπλαχίν το 1990 και προσπάθησε να τον καθιερώσει ως λίμπερο. Είχε τέτοια φινέτσα ώστε στου Ρέντη τον φώναζαν «Μπαρέζι», αλλά ένας τραυματισμός τού χάλασε και το δεύτερο ξεκίνημα. Σήμερα είναι μάνατζερ και ελπίζουμε να συμβουλεύει τους «παίκτες» του να κάνουν καλύτερες επιλογές από τη δική του.


Βαγγέλης Καλογερόπουλος


Βρέθηκε το 1989 από την Καλαμάτα στον Ολυμπιακό με τον άτυπο τίτλο του μεγάλου ταλέντου αφού είχε γίνει ο πρώτος παίκτης ομάδας Β´ Εθνικής που έπαιξε στην Εθνική ομάδα. Δύο γκολ κόντρα στη Σπάρτη στο Κύπελλο το 1990 τον έχρισαν….«νέο Φαν Μπάστεν». Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ούτε καν ένας «νέος Αναστόπουλος». Δεν ήταν μεγάλος παίκτης ­ τουλάχιστον όχι τόσο καλός ώστε να γίνει βασικός στη θέση του Προτάσοφ! Απλώς λειτούργησε για τους παλαιότερους σαν ευχάριστο «deja vouz» αφού με τα μακριά μαλλιά και τα γένια θύμιζε εμφανισιακά τον Γιώργο Δεληκάρη.


Αλέκος Κατσιαούνης


Ο κ. Αλκέτας Παναγούλιας είχε πει γι’ αυτόν ότι είχε τόσα προσόντα ώστε στην καλή ημέρα του δεν μπορούσε να του βάλει γκολ κανένας, ακόμη και αν έπαιζε μόνος χωρίς ούτε έναν αμυντικό να τον προστατεύει. Πέρυσι στα 37 του (!) είχε καθοριστική συμμετοχή στην άνοδο των Τρικάλων στην Α’ Εθνική. Τον ήθελε για χρόνια ο Παναθηναϊκός προτού ο κ. Βαρδινογιάννης ακούσει τη συμβουλή του κ. Κάζιμιρ Γκόρσκι και πάρει τον Γιόζεφ Βάντσικ. Η άρνηση των ανθρώπων του Αρη να τον παραχωρήσουν λειτούργησε αρνητικά για την ψυχολογία του, αφού προφανώς έκρινε ότι η ομάδα του φρέναρε την καριέρα του. Εχασε τη θέση του από τον Χρήστο Καρκαμάνη (σήμερα άνεργο!) και έγινε γυρολόγος στη Β’ Εθνική.


Χρήστος Κωστής


Η κοφτή ντρίμπλα και το αέρινο πάτημά του θύμιζαν στους οπαδούς του Ηρακλή κάτι από τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Πήγε έναντι 500 εκατ. δρχ. στην ΑΕΚ του κ. Ντούσαν Μπάγεβιτς, μεταμορφώθηκε σε δεξί χαφ, έζησε με το όραμα της μεγάλης καριέρας σε ομάδα του εξωτερικού και θα τα κατάφερνε αν δεν προδιδόταν στα 28 χρόνια του από προβλήματα τραυματισμών. Τηρουμένων των αναλογιών το δράμα του είναι όμοιο με αυτό του Ολλανδού Μάρκο Φαν Μπάστεν.


Αντώνης Γιουκούδης – Κώστας Οικονομίδης


Και οι δύο παίκτες υπήρξαν σημαίες του Αρη για πολλά χρόνια: ίδια ομάδα, ίδια μοίρα. Δεν πήραν την απόφαση να δοκιμάσουν σε έναν σύλλογο που έκανε πρωταθλητισμό παρά τις σοβαρότατες προτάσεις που είχαν. Η σατανική σύμπτωση είναι ότι και οι δύο πέρασαν το δεύτερο μισό της καριέρας τους στον ΠΑΟΚ χάνοντας την αγάπη των Αρειανών και κερδίζοντας μόνο τη δυσπιστία των αιώνιων αντιπάλων που ποτέ δεν τους έδειξαν ανάλογο θαυμασμό.


Ζήσης Βρύζας


Ο «άνθρωπος που απέκλεισε την Αρσεναλ» υπήρξε ένα μεγάλο μεταγραφικό κόλπο του ΠΑΟΚ, που το 1996 τον άρπαξε από τα χέρια της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού. Πέρα από το ιστορικό γκολ στο «Χάιμπουρι» στην Τούμπα έχουν λίγα πράγματα να θυμούνται. Ισως να έχουν μετανιώσει που τρία χρόνια πριν αρνήθηκαν τις προτάσεις αγγλικών συλλόγων, κυρίως της Λιντς που έδινε 800 εκατ. δρχ. για να τον αποκτήσει. Ισως και να περιμένουν ότι με τον κ. Μπάγεβιτς θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία να σώσει την καριέρα του…