Στον στίβο των προγνώσεων ρίχτηκαν και πάλι έλληνες σεισμολόγοι μετά τον τελευταίο μεγάλο σεισμό στην Ιταλία. Οι… μετασεισμικές δονήσεις έφτασαν ως τα τηλεοπτικά στούντιο των Αθηνών όπου ειδικοί και μη, διεκδικώντας δέκα λεπτά δημοσιότητας, διασταυρώνουν εδώ και ημέρες τα ξίφη τους. Πάνω στα ρήγματα του περίφημου ελληνικού τόξου έριξαν και πάλι τις επιστημονικές τους προφητείες, οι οποίες έπιασαν τόπο στο μιντιακό χάος του Διαδικτύου. Τάραξαν τα νερά των κοινωνικών δικτύων, αναπαράχθηκαν και τρομοκράτησαν για άλλη μία φορά τους ανυποψίαστους πολίτες.
Σεμνά και ταπεινά, ο διευθυντής του ΓεωδυναμικούΙνστιτούτου στο Αστεροσκοπείο Αθηνών κ. ΑκηςΤσελέντης, από τηλεοπτικού παραθύρου, ανέφερε ότι «έχουμε δύο περιοχές που τις κοιτάμε, χωρίς να ξέρουμε αν θα έχουμε εκεί σεισμό αύριο ή σε δέκα χρόνια», επισημαίνοντας ότι στους αρμοδίους είναι γνωστές οι περιοχές αυτές. Η δήλωσή του άμεσα μπήκε στην προκρούστια λογική των Μέσων και ερμηνεύθηκε κατά το δοκούν.
Οι αρμόδιοι, πάντως, δηλαδή τόσο ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), καθηγητής κ. Ευθύμης Λέκκας, όσο και ο επικεφαλής της εξαμελούς Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής Εκτίμησης Βραχυπρόθεσμης Εξέλιξης της Σεισμικότητας, κ. Κώστας Μακρόπουλος, επισημαίνουν στο «Βήμα» ότι «κανένα επιστημονικό στοιχείο δεν έχει έρθει σε γνώση της Επιτροπής».
Απρόβλεπτη φύση


Σίγουρα ο ρόλος των σεισμολόγων δεν είναι να εφησυχάζουν, όμως επειδή η επιστήμη τους ευαισθητοποιεί άμεσα τα αντανακλαστικά του κόσμου, θα έπρεπε να είναι πιο φειδωλοί στις δηλώσεις τους. Με δεδομένο μάλιστα ότι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν και να ερμηνεύσουν τις σεισμικές εξάρσεις μιας… απρόβλεπτης φύσης.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Εγκέλαδος είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας. «Το πιο πιθανό ετήσιο μέγιστο μέγεθος σεισμού στην Ελλάδα είναι τα 6,1 ρίχτερ. Τα τελευταία εννέα χρόνια –από το 2008 ως σήμερα -, είχαμε 17 σεισμούς πάνω από 5,8 ρίχτερ, εκ των οποίων οι 11 ήταν πάνω από 6 ρίχτερ» σημειώνει ο κ. Μακρόπουλος, και βρίσκει σύμφωνο τον δρα Γεράσιμο Παπαδόπουλο, διευθυντή Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο.

«Στην Ελλάδα, στατιστικά, έχουμε κάθε χρόνο κατά μέσο όρο έναν σεισμό πάνω από 6 ρίχτερ. Αν μια χρονιά δεν έχουμε, την επομένη μπορεί να συμβούν δύο μεγάλες σεισμικές δονήσεις. Για παράδειγμα, το 2008 είχαμε τέσσερις σεισμούς από 6,4 έως και 6,9 ρίχτερ. Ο τελευταίος σημειώθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου 2015, οπότε είχαμε τα 6,4 Ρίχτερ στη Λευκάδα. Πολλές ισχυρές δονήσεις όμως δεν τις θυμόμαστε, διότι εντοπίζονται σε θαλάσσιες περιοχές»
τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος.
Περιοδικότητα


Στατιστικά, περιοδικότητα παρατηρείται και στους καταστροφικούς σεισμούς που εκδηλώνονται στην ηπειρωτική χώρα, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους σεισμολόγους, καθώς ο Εγκέλαδος έχει να χτυπήσει στην ηπειρωτική Ελλάδα 17 χρόνια, δηλαδή από τον σεισμό του 1999 στην Αθήνα. «Κάθε δύο έως εννέα χρόνια έχουμε έναν καταστροφικό σεισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα: το 1978 στη Θεσσαλονίκη, το 1981 στις Αλκυονίδες, το 1986 στην Καλαμάτα, το 1995 στο Αίγιο και το 1999 στην Πάρνηθα. Από τον τελευταίο υπάρχει μια μεγάλη χρονική απόσταση. Κανείς όμως δεν μπορεί να γνωρίζει πού θα είναι ο επόμενος. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρξει προετοιμασία από την πλευρά της πολιτείας» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος.
Και προετοιμασία σε μια σεισμογενή χώρα σημαίνει γερά κτίρια και εκπαίδευση των πολιτών. Εδώ και χρόνια όμως παρατηρείται αδράνεια της πολιτείας στην αντισεισμική προστασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου των δημόσιων κτιρίων της χώρας, το οποίο είχε ξεκινήσει το 2001, δεν έχει ελεγχθεί ούτε το 20% των ακινήτων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, από τα περίπου 80.000 δημόσια κτίρια, έχουν ελεγχθεί περί τα 15.000. «Από όσα έχουν ελεγχθεί, το 85% είναι εντάξει, ενώ στα υπόλοιπα πρέπει να προχωρήσει δευτεροβάθμιος έλεγχος» υπογραμμίζει ο κ. Λέκκας. Η ευαισθητοποίηση των δημοσίων φορέων διαφοροποιείται ανάλογα με τη σεισμικότητα της κάθε περιοχής. Για παράδειγμα, έχουν ελεγχθεί στο σύνολό τους τα δημόσια κτίρια στη Ζάκυνθο, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, φτωχές σε σεισμικότητα, όπως π.χ. η Ροδόπη.
«ΝΤΟΜΙΝΟ»
Η σεισμική έξαρση στην Ιταλία τους τελευταίους μήνες έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία σχετικά με το ενδεχόμενο «σεισμικού ντόμινο». Οι κ.κ. Παπαδόπουλος και Λέκκας είναι κατηγορηματικοί ότι «ο σεισμός των 6,5 βαθμών δεν επηρεάζει τον ελλαδικό χώρο». Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, με 7 και 7,5 ρίχτερ μπορεί να επηρεαστούν ρήγματα έως και 1.000 χιλιόμετρα, ενώ από 8,5 ρίχτερ και πάνω συντελούνται αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα. «Από τους σεισμούς που γίνονται στην Ελλάδα ελάχιστοι προκαλούνται από άλλους μακρινούς σεισμούς» υποστηρίζει ο σεισμολόγος.

Μελέτη και συμπεράσματα
Μάθημα πρόγνωσης από τους προσεισμούς

Η σεισμική ακολουθία στην Ιταλία τους τελευταίους δυόμισι μήνες –από τα 6,2 ρίχτερ του Αυγούστου στα 6,5 του Οκτωβρίου –προσφέρει στην επιστήμη της σεισμολογίας πολύτιμα μαθήματα. Πολλές φορές όταν εξελίσσεται μια σεισμική δραστηριότητα οι επιστήμονες δυσκολεύονται να πουν με σιγουριά εάν μια ισχυρή δόνηση αποτελεί τον κύριο σεισμό.


«Πολλοί έλεγαν ότι ο σεισμός των 6,2 ρίχτερ στις 24 Αυγούστου ήταν ο κύριος. Ομως έχει σημασία, όταν βλέπουμε έντονη και παρατεταμένη σεισμική ακολουθία, να επιχειρήσουμε να αντλήσουμε επιστημονικά διδάγματα και να μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα»
επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος. Οι έρευνες που γίνονται στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο από τον ίδιο και την επιστημονική του ομάδα έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας μεθόδου αξιολόγησης της σεισμικής δραστηριότητας. Επειτα από συστηματική μελέτη σε σεισμούς που έγιναν σε Χιλή, Ιταλία (Λ’ Ακουιλα), Ιαπωνία, Νότια Καλιφόρνια και φυσικά στη χώρα μας, οι έλληνες επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι προσεισμοί (οι μισοί σεισμοί έχουν προσεισμούς) διαθέτουν πολύ συγκεκριμένα γνωρίσματα. «Κατ’ αρχάς, το πλήθος τους αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Δεύτερον, τα επίκεντρα των προσεισμών σταδιακά μετατοπίζονται προς εκείνο του κύριου σεισμού. Και τρίτον, το μέγεθός τους αυξάνεται σταδιακά» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος. Ετσι, βάσει των νέων παρατηρήσεων, δίνεται η δυνατότητα αξιοποίησής τους για την πρόγνωση των κύριων σεισμών.
Μάλιστα, ο κ. Παπαδόπουλος αναφέρει ότι «έχουμε και επιχειρησιακή εφαρμογή για την πρόγνωση των σεισμών». Μόλις γίνεται ένας σεισμός, ακόμη και μικρός σε μέγεθος, η επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου τον αναλύει προκειμένου να αξιοποιήσει την πληροφορία.

«Οταν υπάρχει μια ομάδα σεισμών, ελέγχουμε για το εάν πρόκειται για προσεισμική δραστηριότητα»
σημειώνει. Από τη στιγμή που θα προσδιοριστούν ως προσεισμοί, το «χρονικό παράθυρο» είναι μικρό, καθώς, όπως επισημαίνει ο σεισμολόγος, είναι δεδομένο ότι η προσεισμική δραστηριότητα εκτείνεται στον χρόνο από μερικές μέρες έως και τρεις μήνες (στη Λ’ Ακουιλα διήρκεσε δυόμισι μήνες το 2009). Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, «είναι γνωστό ότι ο κύριος σεισμός σημειώνεται σε μια ακτίνα 30 χιλιομέτρων από τα επίκεντρα των προσεισμών. Αν βλέπουμε ότι μεγαλώνουν και τα μεγέθη, τότε μπορεί να γίνει μια εκτίμηση για τον τόπο και το μέγεθος του κυρίου σεισμού, πληροφορία που μπορεί να είναι αποδειχθεί χρήσιμη για την πολιτική προστασία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ