Ο περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% με 70% έως το 2050, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2010, ήταν ένα από τα ζητήματα τα οποία βρήκαν σύμφωνους τους ηγέτες των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου.

Στη πρόσφατη σύνοδο των G7 (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιαπωνία, Καναδάς, Ιταλία), συμφωνήθηκε ότι για να αναστραφεί η κλιματική αλλαγή θα πρέπει ο πλανήτης να απεξαρτηθεί από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, τα οποία ευθύνονται για την έκλυση διοξειδίου του άνθρακα.
Είχε προηγηθεί, στις αρχές του μήνα, η έκκληση έξι μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου για μία διεθνώς συντονισμένη τιμή για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Στόχος τους είναι να μπει φρένο στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι συγκεκριμένες εταιρείες, μία ενδεχόμενη παγκόσμια συμφωνία στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, που πρόκειται να γίνει τον Δεκέμβριο στο Παρίσι (COP21), θα αυξήσει μεν τα κόστη τους, θα καθιερώσει όμως έναν ξεκάθαρο οδικό χάρτη για τις μελλοντικές επενδύσεις τους.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ήδη εμφανής η στροφή τους προς το ένα φιλικότερο προς το περιβάλλον καύσιμο, το φυσικό αέριο με το χαρτοφυλάκιο της Total να αφορά σχεδόν κατά το ήμισυ φυσικό αέριο, έναντι 35% πριν από μια δεκαετία.
Παράλληλα, ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς ομίλους της Γερμανίας, η Ε.ΟΝ, μετατοπίζει το επιχειρηματικό της μοντέλο και επικεντρώνεται κυρίως στις (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας). Όσο για την ιταλική Enel, δεσμεύτηκε να σταματήσει όλες τις νέες επενδύσεις σε άνθρακα, να αποσύρει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και να στοχεύσει στην ανθρακική ουδετερότητα έως το 2050.
Στην Ελλάδα, το μερίδιο ενεργειακής κατανάλωσης από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) το 2013, ήταν 15%, ποσοστό που προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής κατανάλωσης από ΑΠΕ καταγράφονται σε Σουηδία (52,1%), Φινλανδία (37,1%) και Αυστρία (32,6%).
Στην Ελλάδα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται κυρίως από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς. Ο λιγνίτης αποτελεί τη σημαντικήενεργειακή πηγή, συνεισφέροντας το 53.15% της εγχώριας παραγωγής (στοιχεία ΡΑΕ 2011) και ακολουθεί το φυσικό αέριο με 28.3%.
Η χώρα μας δεν έχει ακόμη αξιοποιήσει πλήρως το πλούσιο δυναμικό της σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόσφατα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφάσισε την επαναλειτουργία της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαϊδα 3, η οποία υπέστη πολύ σοβαρές ζημίες το Νοέμβριο του 2014 λόγω πυρκαγιάς. Πρόκειται για μία από τις πιο παλιές και ακριβές λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα, και για αυτό το λόγο η ΔΕΗ είχε προγραμματίσει τη μόνιμη απόσυρσή της, σε συμφωνία και με τα νέα όρια εκπομπής ρύπων που θέτει η Οδηγία της Ε.Ε. για τις βιομηχανικές εκπομπές, στο τέλος του 2015.
Την ίδια ώρα η Κίνα, η οποία καταναλώνει περίπου το 50% του άνθρακα παγκοσμίως, κινείται όλο και πιο ενεργά προς την κατεύθυνση της απανθρακοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατανάλωση στο πρώτο τετράμηνο του 2015 μειώθηκε κατά 8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2014, ενώ την ίδια χρονική περίοδο περιορίστηκαν οι εισαγωγές άνθρακα κατά 38%.
Παρόμοια τάση διαμορφώνεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού η κατανάλωση άνθρακα μειώθηκε περίπου κατά 5%, ενώ μείωση 4% σημειώθηκε στη χρήση άνθρακα για ηλεκτροπαραγωγή κατά την περίοδο 2008-2013, σύμφωνα με το Think Tank, Carbon Tracker.
Στην ίδια κατεύθυνση και οι επενδυτές –ιδίως οι μακροπρόθεσμοι, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία (pension funds) – έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από εταιρείες που κινδυνεύουν να χάσουν μέρος της αξίας τους. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα της Bank of America (BoA) που κατηγοριοποιεί τον άνθρακα μεταξύ των πιο ριψοκίνδυνων επενδύσεων.