Μωρομάνες που πηγαίνουν στο γραφείο με το θήλαστρο υπό μάλης, σαρανταπεντάρες που ξεροσταλιάζουν στα αρμόδια γραφεία των ασφαλιστικών τους ταμείων για να μάθουν αν και πότε θεμελιώνουν σύνταξη –«να την πάρω μειωμένη και να πάω στα παιδιά μου» θα πει κάποια -, μαμάδες που από τις κορυφές της καριέρας τους προσγειώθηκαν απολυμένες στο σπίτι και τα παιδιά τους, μαμάδες που βάζουν στην υπενθύμιση του κινητού τους την αντιβίωση του μικρού τους κλείνοτας την πόρτα του σπιτιού πίσω τους … Ακροβάτισσες όλες σε παλλόμενο σκοινί προσπαθούν να ισορροπήσουν δουλειά και μητρότητα.
Καλούμενες να εξασφαλίζουμε τη ζωή των παιδιών μας δουλεύουμε, απολυόμαστε, επιστρέφουμε σπίτι και μετά ριχνόμαστε και πάλι στη δουλειά σε ένα αγώνα άνισο προκειμένου να αποδείξουμε ότι είμαστε μηχανές έτοιμες για όλα. Ενώ οι περισσότερες είμαστε μάλλον μονίμως κουρασμένες με παιδιά διαρκώς παραπονούμενα.

Απολύομαι και (δεν) τρελαίνομαι

Η Γεωργία Χριστοπούλου, 42 ετών, εργαζόταν έντεκα χρόνια ως υπεύθυνη μάρκετινγκ σε μία μεγάλη εταιρεία μίντια. Πέρυσι απολύθηκε. Τα δύο της παιδιά -5 και 3 ετών σήμερα- γεννήθηκαν στη διάρκεια αυτής της «θητείας». «Γεννώντας το δεύτερο παιδί πρόωρα η σωματική και η ψυχική κούραση ήταν τεράστια. Οι γονείς μου ζούσαν στο εξωτερικό, ο άντρας μου εργαζόταν εντατικά… Ήμουν σε ένα διαρκές στρες αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να. σταματήσω να δουλεύω. Επιστρέφοντας από το γραφείο έκλεινα το κινητό και αφοσιωνόμουν στα παιδιά μου. Απολύθηκα σε περίοδο περικοπών λόγω μεγάλου μισθού. Δεν το πάλεψα ούτε στιγμή να μείνω. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήθελα να πάω σπίτι. Ο μεγάλος πέταξε τη σκούφια του. Ήταν μία Τετάρτη του Ιουλίου όταν απολύθηκα. Την Πέμπτη το πρωί πήγαμε για μπάνιο στην θάλασσα. Πριν την απόλυση είχα ένα υπερεντατικό πρόγραμμα ζωής. Έπρεπε να σκεφτώ από το κολατσό του Δημήτρη για τον σταθμό και το ραντεβού με τη γιατρό του μέχρι την παρουσίαση ενός πρότζεκτ.

Όταν υπέγραψα την απόλυσή μου δεν είχα κανέναν ενδοιασμό ίσως γιατί δεν είχα άμεσο οικονομικό πρόβλημα: Πήρα μία πολύ μεγάλη αποζημίωση, μπήκα στο ταμείο ανεργίας, έχω και ένα μικρό εισόδημα από ένα ενοίκιο. Επίσης, μείωσα τα έξοδά μου. Οι ώρες της γυναίκας που κρατούσε τα παιδιά μειώθηκαν και τα «έξοδα παράστασης» που έτρεχαν όσο δούλευα -ρούχα, γεύματα σε εστιατόρια κλπ- σχεδόν μηδενίστηκαν. Υπολογίζοντας ζημιές και ωφέλειες τον τελευταίο χρόνο βλέπω ότι το μεγαλύτερο όφελος το έχουν τα παιδιά: είναι ήρεμα και έχουν μάθει να διαχειρίζονται την καθημερινότητά τους με τον τρόπο που ορίζει η μαμά τους και όχι μία ξένη γυναίκα.

Από την άλλη το μυαλό παίρνει πιο πολλές στροφές όταν δουλεύεις. Ξεχωρίζω αμέσως ποιες γυναίκες δουλεύουν και ποιες όχι. Εκείνες που μένουν σπίτι ακόμη κι αν είναι πολύ μορφωμένες σπάνια θα πουν κάτι ενδιαφέρον.
Τι σκέφτομαι τώρα; Αν είχα την εγγύηση ότι θα μπορούσα να βρω μια δουλειά από την οποία θα έφευγα στις πέντε θα πήγαινα. Αλλά στον ιδιωτικό τομέα το 9-5 γίνεται εύκολα 9-9.

Η μαμά λείπει ταξίδι για δουλειές

Η τριανταοκτάχρονη Λένα (τα στοιχεία της οποίας είναι στην διάθεση της εφημερίδας) δεν είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση: με αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες του συζύγου της όταν ήρθε η απόλυση δεν πήρε ανάσα ανακούφισης, αλλά ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. «όταν πριν από έξι μήνες ανακοίνωσα στην δεκάχρονη κόρη μου ότι θα έμενα σπίτι μαζί της -δεν της είπα ποτέ τη λέξη «απόλυση»- τα μάτια της έλαμψαν. «Μαμά θα με παίρνεις εσύ από το σχολείο;» Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά μου ήταν πολύ άγρια για μαμά εργαζόμουν σε φαρμακευτική εταιρία και ταξίδευα αρκετά συχνά στο εξωτερικό. Έχασα θεατρικές παραστάσεις, δεν ήμουν εκεί σε ατυχήματα, παιδικές αρρώστιες… Αφού λοιπόν της υποσχέθηκα ότι θα τη παίρνω εγώ από το σχολείο της εξήγησα ότι όλα έχουν ένα τίμημα: ότι όταν μένει η μαμά στο σπίτι τα χρήματα που υπάρχουν στην οικογένεια είναι λιγότερα και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε σπατάλες: εκείνη αμέσως πήρε πίσω όλα τα υλικά «αιτήματα» και ξεκινήσαμε μια νέα λιγότερο «ποσοτική» και περισσότερο ποιοτική ζωή. Αυτό που με τρομάζει είναι η πιθανότητα να χάσει ο άντρας μου τη δουλειά του. Αυτή τη περίοδο προσπαθώ να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις για εργασία από το σπίτι. Η τεχνολογία πλέον υποστηρίζει τέτοιες λύσεις και το παιδί μου είναι μεγάλο για να σέβεται τις ώρες της δουλειάς της μαμάς. Θα ήταν το ιδανικό για οποιαδήποτε μητέρα»

Από τα δικόγραφα στις πλαστελίνες
Φιώρη Τομαρά, 44, δικηγόρος

«Σήμερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες προσπαθούμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί:
να ρίξουμε τις τιμές διατηρώντας την ποιότητα. Άρα δουλεύουμε πιο σκληρά ζημιώνοντας προσωπική και οικογενειακή ζωή. Δεν επιστρέφω, πλέον, ποτέ πριν από τις έξι-επτά το βράδυ. Τις κόρες μου -δεκαεπτά και πέντε ετών – τα παραλαμβάνει από το σχολείο η γυναίκα που μένει μαζί τους μέχρι να επιστρέψω. Στη μικρή λείπω περισσότερο. Παζαρεύει: «μαμά, να μην πάω σχολείο και να μην πας κι εσύ δουλειά». Πολλά πρωινά ξυπνάει και ρωτάει: «Είναι Σάββατο σήμερα»; Τα σαββατοκύριακα κερδίζουμε ό,τι χάνουμε μέσα στη βδομάδα. Ενοχές δε νιώθω γιατί δεν δουλεύω από χόμπι. Με τη δουλειά μου προσφέρω μια καλύτερη ποιότητα για όλη την οικογένεια και ισορροπώ και η ίδια. Ισορροπημένη μαμά σημαίνει ισορροπημένα παιδιά».
Μην πυροβολείτε τη μαμά»
«Η εργαζόμενη μητέρα κυριεύεται συχνά ενοχές. Ειδικά όταν το παιδί της είναι μωρό, κάθε φορά που φεύγει από το σπίτι, νιώθει ότι το εγκαταλείπει. Αλλά ειδικά τους πρώτους μήνες της ζωής του και το ίδιο το βρέφος νιώθει εγκατάλειψη όταν χάνει έστω και για λίγο τη μητέρα του», μας λέει η παιδοψυχίατρος Καλλιόπη Δετοράκη και συνεχίζει: «Από την άλλη, μία μητέρα που μένει στο σπίτι ακόμη και όταν το παιδί της περάσει την νηπιακή ηλικία συχνά προσκολλείται σε αυτό δημιουργώντας παθολογικές σχέσεις. Πολλά παιδιά με σχολική φοβία έχουν μαμάδες που εγκλωβίστηκαν στο σπίτι και «αφοσιώθηκαν» σε αυτά. Ας μην ρίχνουμε λοιπόν όλα τα αίτια του κακού στην εργασία η οποία μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και εξισορροπιστικά στη σχέση μητέρας- παιδιού. Αρκεί η μαμά να μην φεύγει το πρωί και να γυρίζει το βράδυ. Όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο πιο ευάλωτο είναι στην απουσία της μαμάς γι αυτό και συστήνουμε στις νέες μητέρες να επιστρέφουν στην εργασία μετά τις 6 εβδομάδες ζωής το παιδιού. Οι σαράντα μέρες παραμένουν βέβαια ένα εξαιρετικά χαμηλό όριο. Το ιδανικό θα ήταν η γυναίκα να μένει με το παιδί της τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του, καθώς μόνο μετά τα δυόμιση ή και τρία το παιδί αποκτά μια κάποια αυτονομία και μπορεί να απομακρυνθεί σχετικά «αναίμακτα» από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Αλλά αυτό είναι σχεδόν ανέφικτο στην εποχή μας.

Τι κάνουμε όταν εργαζόμαστε; Στέλνουμε το παιδί μας στον παιδικό σταθμό -καλύτερα όχι πριν από τα δυόμιση- ή προσλαμβάνουμε μία γυναίκα-φροντίδας η οποία θα μπορεί να προσφέρει τρυφερότητα και στοργή. Επιστρατεύουμε τις γιαγιάδες -είναι μια πολύ καλή λύση κι ας λέμε ότι «χαλάνε» τα εγγόνια τους και δίνουμε περισσότερες αρμοδιότητες στον μπαμπά ενισχύοντας έτσι και τη σχέση του με το παιδί. Και το σημαντικότερο; όταν επιστρέφουμε από την εργασία να περνάμε ποιοτικό χρόνο με το παιδί μας. Να μην εξαντλούμαστε στην φροντίδα του σπιτιού. Ακόμη κι αν δεν έχουμε ένα βρέφος ή ένα νήπιο αλλά έναν έφηβο που μας αντιμάχεται διαρκώς θα πρέπει να του αφιερώνουμε χρόνο, να τον ακούμε. Αν και ζει την ηλικία της αμφισβήτησης, αποζητά την τρυφερότητα και την αποδοχή από τους γονείς του. Κι εκεί η παρουσία της μητέρας είναι πολύ σημαντική. Αλλά να θυμόμαστε: η φυσική παρουσία δεν σημαίνει πάντα και ουσιαστική παρουσία».

Μητρότητα: η ένεση για τις οικονομίες των κρατών
Τον περασμένο Δεκέμβριο το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα άγγιξε το δεκαπέντε τοις εκατό, ενώ -σύμφωνα πάντα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ)- η ανεργία στις γυναίκες εκτινάχθηκε στο 18,7%. Η Ελλάδα απολύει τις γυναίκες και μεταξύ αυτών και τις μητέρες σε μία εποχή που η γυναίκα αξιώνει κύρια θέση στις οικονομίες των κρατών. Ερευνα της Deloitte, μίας από τις κορυφαίες παγκοσμίως εταιρίες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που δημοσιεύτηκε την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας (8 Μαρτίου), αναφέρει ότι η οικονομική ανάπτυξη των κρατών έρχεται μέσα από τις γυναίκες εργαζόμενες και καταναλώτριες. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα η μητρότητα αποτελεί κλειδί για την επιβίωση των κρατών. Για του λόγου το αληθές παρατίθεται το παράδειγμα των Σκανδιναβικών Χωρών οι οποίες υποστηρίζοντας τις οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς πετυχαίνουν όχι μόνο τα μεγαλύτερα ποσοστά γεννήσεων αλλά και τη διατήρηση των σταθερότερων οικονομιών στην Ευρώπη.