Anders de la Motte [παιχνίδι]
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2014,
σελ. 411, τιμή 14,40 ευρώ

Η αφήγηση ξεκινάει με ένα «κινητό» που βρίσκει στον προαστιακό της Στοκχόλμης ένας τύπος όχι και τόσο καθαρός. Αρχίζει να το σκαλίζει και του έρχονται από αυτό μηνύματα σχετικά με το αν θέλει να αναλαμβάνει μικροαποστολές σχεδόν στο επίπεδο της φάρσας και να κερδίζει από αυτό πόντους και μερικά χρήματα. Δέχεται και στη συνέχεια οι αποστολές, με τη βοήθεια των… ανέσεων του κυβερνοχώρου(= υπολογιστές + δίκτυα + κινητή τηλεφωνία), γίνονται όλο και πιο σοβαρές και πιο αξιόποινες. Η ιδέα είναι εξαιρετική και πολύ γόνιμη. Τώρα που εμφανίστηκε στα ελληνικά ο πρώτος τόμος της αστυνομικής τριλογίας του Anders de la Motte έψαξα και βρήκα από έναν σουηδικό ιστότοπο (www.deckarhuset.se) σχετικό με το είδος μια παλιά συνέντευξη του συγγραφέα από το 2010, τη χρονιά που είχε πρωτοεμφανιστεί το [παιχνίδι]. Οταν ρωτήθηκε λοιπόν το πώς του ήλθε αυτή η ιδέα, απήντησε ότι σε ένα από τα ταξίδια του με το αεροπλάνο αναρωτιόταν τι μπορούσε να βρει κάποιος ψάχνοντας στο διχτάκι που βρισκόταν στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Από εκεί πήγε ο νους του σε ένα παρατημένο κινητό, μετά σε τρένο και διαμορφώθηκε η πρώτη ιδέα για το ξεκίνημα της πλοκής. Μια πλοκή που όταν φθάσεις στην τελευταία σελίδα και κλείσεις το βιβλίο συνεχίζει να σε κυνηγάει. Διότι αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι διάφορα γεγονότα γύρω σου θα μπορούσε να ανήκουν σε αυτό το game, δηλαδή το από κάποιο κέντρο κατευθυνόμενο «παιχνίδι» που μπορεί να γίνει αφάνταστα χοντρό και να έχει και θύματα. Αυτή την ανατριχιαστική εκδοχή τη βοηθάει και ο συγγραφέας υπαινισσόμενος ότι κάποια συμβάντα όπως η δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε θα μπορούσαν να είναι μέρος των αποστολών που ο μυστηριώδης συντονιστής αναθέτει στους διψασμένους για δράση και διάκριση, βλαμμένους παίκτες. Σε σχετική ερώτηση όμως που του απευθύναμε διέψευσε το να είναι πραγματική μια τέτοια εκδοχή και την κατέταξε στις θεωρίες συνωμοσίας.

Στο βιβλίο ο αναγνώστης συναντά διάφορους τύπους ανθρώπων, αλλά δύο είναι οι πρωταγωνιστές: ο κάπως περιθωριακός ΗΡ και μια αστυνομικός, υπεύθυνη για την ασφάλεια υψηλών προσώπων. Δηλαδή, η ειδικότητα του συγγραφέα. Πώς τους αντιμετωπίζει; Σαν αστυνομικός. Δεν συμπαθεί κανέναν ιδιαίτερα, φέρεται σαν να τον κάλεσαν να επιληφθεί κάποιου συμβάντος. Είναι με τον νόμο, όπως, υποθέτω, εκπαιδεύεται να πράττει ένα όργανο της τάξης, και μάλιστα στη Σουηδία. Αλλά αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα στον αναγνώστη. Το βιβλίο είναι γραμμένο με την τεχνική που ο μακαρίτης πια Mάικλ Κράιτον χρησιμοποιούσε. Μικρά ρυάκια αφήγησης, άσχετα φαινομενικά μεταξύ τους στην αρχή, που διακόπτονται το ένα από το άλλο και τελικά δίνουν ένα ορμητικό και πλούσιο σε συγκινήσεις ποτάμι. Προφανώς έχει υπάρξει αρκετή επεξεργασία των κεφαλαίων για να βγει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που ήδη έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και, όπως μας δήλωσε ο συγγραφέας του, «είμαι περήφανος που θα υπάρχει και στην ελληνική γλώσσα». Εχει ρυθμό, δεν βαριέσαι και προς το τέλος δεν το αφήνεις. Αλλωστε, όπως φαίνεται και από τις απαντήσεις του συγγραφέα στο ΒΗΜΑScience, πλέον είναι συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Η μετάφραση είναι στρωτή, υπάρχουν κάποια λαθάκια, τυπογραφικά και άλλα, είναι όμως μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Π.χ., το αεροδρόμιο, 37 χιλιόμετρα βόρεια της Στοκχόλμης λέγεται Αρλάντα και όχι Ορλάντα και η πιο γνωστή πλατεία της πρωτεύουσας λέγεται Γκούσταβ Αντολφς Τοργ.
Είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτή την εποχή αλλά σου αφήνει και κάτι να σκέφτεσαι μετά. Αλλωστε ακολουθούν άλλοι δύο τόμοι!

5 απαντήσεις από τον Andres de la Motte

Ισως επειδή υπήρξε για αρκετά χρόνια ανώτερος αξιωματικός της Σουηδικής Αστυνομίας, αποφεύγει να μιλάει πολύ, αποφεύγει τις απευθείας ερωτήσεις, αποφεύγει να εκτίθεται. Παρ’ όλα αυτά, και με την επιπλέον δυσκολία ότι ο Ιούλιος για τους Σουηδούς είναι ό,τι ο Αύγουστος για τους Ελληνες, του αποσπάσαμε μερικές απαντήσεις.

Το [παιχνίδι] υπήρχε ήδη στο Διαδίκτυο με κάποια μορφή ή μήπως είναι μια εντελώς δική σας επινόηση;
«Πράγματι υπήρχαν ήδη τα ARGs, δηλαδή τα Alternate Reality Games, από το τέλος της δεκαετίας του ‘90 που το θυμίζουν. Εγιναν μάλιστα διάσημα και από το έργο “The game” του 1997 με τον Mάικλ Ντάγκλας και σκηνοθέτη τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Στο βιβλίο μου υπάρχουν κάποιες αντανακλάσεις από το έργο αυτό. Το δικό τους παιχνίδι όμως είναι μια εμπειρία για την οποία πληρώνουν πολλά χρήματα, ενώ αντίθετα ο (δικός μου ήρωας) ΗΡ προσελκύεται στο να συμμετάσχει χωρίς να πληρώνει και επιπλέον κερδίζοντας κάποιες επιβραβεύσεις – κυρίως αναγνώριση και επιβεβαίωση. Ιδιοι μηχανισμοί, πάντως, όπως πίσω από τα κοινωνικά δίκτυα, που τα βρίσκω απίθανα συναρπαστικά».

Σκέπτεστε ότι μπορεί κάποιοι να θελήσουν να εφαρμόσουν την ιδέα σας τώρα και στην πραγματικότητα;
«Θα ήταν υπερβολικά δαπανηρό και δύσκολο πρακτικά να γίνει. Ισως όμως και να γίνεται ήδη. Μερικά πράγματα πάντως (προσθέτει με νόημα) στις ειδήσεις σε κάνουν να απορείς».

Οταν μπαίνουν σε εφαρμογή παγκόσμιας εμβέλειας πακέτα προγραμμάτων (Facebook, Twitter, e-banking), δεν είναι και πιο αναπόφευκτο το ότι κάποιοι από κάπου θα μπορούν να εισχωρήσουν;
«Υπάρχει διαρκώς μια αντίφαση σχετικά με τον κυβερνοχώρο. Το Διαδίκτυο φτιάχτηκε για να διαχέονται οι πληροφορίες και όχι για να κρατούνται μυστικές. Δεν είναι εκεί για να φυλάξεις μυστικά. Αλλο αν βολεύει να το κάνεις. Αν όμως θέλεις κάτι να μείνει μυστικό, δεν το βάζεις εκεί: από κρατικά μυστικά έως φωτογραφίες από τις διακοπές».

Τι σας έχει εκπλήξει περισσότερο από τον κυβερνοχώρο;
«Μάλλον με ποια ταχύτητα κυβερνοχώρος και Διαδίκτυο έγιναν τόσο απαραίτητα κομμάτια της καθημερινότητάς μας. Που αγανακτούμε αν ένα εστιατόριο ή μια επιχείρηση δεν έχουν ιστοσελίδα, πόσο στενόχωρο μας φαίνεται το περιβάλλον μας μόλις δεν έχουμε σύνδεση».

Ποια είναι η σχέση σας με την ασφάλεια;
«Πρώτα έγινα ειδικός στη φυσική ασφάλεια. Συστήματα επαγρύπνησης, συναγερμού, εξιχνιάσεις, ασφάλεια μεταφοράς εμπορευμάτων, προστασία προσώπων. Αυτά τώρα θέλουν και υπολογιστές. Επειτα από οκτώ ετών υπηρεσία στην Αστυνομία έγινα υπεύθυνος ασφαλείας στη UPS και μετά στην DELL για Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική. Αυτό απαιτούσε πολλά και μακρινά ταξίδια, οπότε άρχισα να γράφω. Επειτα από 20 χρόνια που έλυνα τα προβλήματα άλλων αποφάσισα με την οικογένειά μου από το 2012 να γίνω συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Και ακόμη δεν το έχω μετανιώσει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ