Ενας τυφώνας που «βούλιαξε» για ένα εικοσιτετράωρο την Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών ήρθε να μας θυμίσει ότι ακόμη και οι πιο προηγμένες κοινωνίες δεν μπορούν πάντα να προστατευθούν από τη μανία της φύσης. Η «Σάντι» ήταν ένας τυφώνας διαφορετικός από τους άλλους – αρχικά έμοιαζε σχετικά άκακη με βάση την κατηγορία της αλλά γρήγορα μεταμορφώθηκε σε ένα υβριδικό «τέρας» ξαφνιάζοντας ειδικούς και «κοινούς θνητούς». Μετά το πέρασμά της, παράλληλα με την αποτίμηση των ζημιών έχει ξεκινήσει και η εκτίμηση των ευρύτερων συνεπειών της. Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή έχει «ανάψει», καθώς πολλά μοντέλα είχαν προβλέψει ανάλογες εξελίξεις. Το καίριο ερώτημα είναι: Θα πρέπει να περιμένουμε περισσότερες «Σάντι», και μάλιστα στο κοντινό μέλλον; Και μήπως κάποιες από αυτές εμφανιστούν, σε «μεσογειακά» μεγέθη, και στις δικές μας θάλασσες, όπου τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παρατηρηθεί παρόμοια τροπικά φαινόμενα;

Πριν από μία πενταετία, και οπωσδήποτε προ «Σάντι», σε μια σειρά του Discovery Channel με τίτλο «What are the odds?» («Ποιες είναι οι πιθανότητες;») ο καθηγητής Τζεφ Ρόζενταλ του Πανεπιστημίου του Τορόντο εξηγούσε ότι τα τελευταία 200 χρόνια η Νέα Υόρκη έχει πληγεί τέσσερις φορές από τυφώνες, γεγονός το οποίο θα πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια η πόλη θα πρέπει να περιμένει την έλευση ενός τέτοιου φαινομένου. Η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τις προβλέψεις του διακεκριμένου ειδικού της στατιστικής, αφού η Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών γνώρισε όχι μόνο έναν αλλά δύο τυφώνες σε δύο συναπτά έτη: την «Αϊρίν» στα τέλη Αυγούστου του 2011 και τη «Σάντι» στις αρχές της περασμένης εβδομάδας. Η δεύτερη μάλιστα θεωρείται ο μεγαλύτερος τυφώνας στην ιστορία της περιοχής και άφησε πίσω της τεράστιες καταστροφές.

Η «Σάντι» ξεκίνησε, όπως συμβαίνει συνήθως, σαν τροπική καταιγίδα στη Δυτική Καραϊβική και άρχισε να κινείται προς τα βόρεια, σταθερά και πολύ δυναμικά. Στις 24 Οκτωβρίου έγινε τυφώνας και έπληξε την Τζαμάικα, το επόμενο πρωί «ανέβηκε» στη 2η κατηγορία και χτύπησε την Κούβα ενώ το ίδιο βράδυ εξασθένησε, περνώντας και πάλι στην 1η κατηγορία. Στις 26 Οκτωβρίου πέρασε από τις Μπαχάμες και, ενώ συνέχιζε την πορεία της, το μέγεθός της φάνηκε να αυξάνεται. Στις 27 Οκτωβρίου το αμερικανικό Εθνικό Κέντρο Τυφώνων ανακοίνωσε ότι «εμφάνιζε χαρακτηριστικά υβριδικού κυκλώνα». Η συνέχεια επιβεβαίωσε ότι οπωσδήποτε η «καταιγίδα Φρανκενστάιν» (Frankenstorm), όπως την ονόμασαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Μια σειρά από συμπτώσεις –ικανές, όπως έγραψε ένας αναλυτής, να κάνουν τους ειδικούς να ξαναγράψουν τα εγχειρίδια της Μετεωρολογίας –συνέβαλε στο να μετατρέψει τη «Σάντι» σε ένα πραγματικό «τέρας» με πάρα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Πώς γεννιέται ένας τυφώνας

Η «Σάντι» ήταν ο μεγαλύτερος τυφώνας στην ιστορία της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Αν συνέβαινε στην Ευρώπη και το «μάτι» της ήταν στο Παρίσι, θα κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την ήπειρό μας.

Τα φαινόμενα που επιστημονικά ονομάζονται τροπικοί κυκλώνες –ο όρος «hurricane» συνηθίζεται στον Ατλαντικό Ωκεανό, στην Αμερική, ενώ στον Ειρηνικό, στις θάλασσες της Κίνας και της Ιαπωνίας λέγεται «typhoon» και στην Αυστραλία «Willy Willy» –είναι μάλλον ασύλληπτα σε μέγεθος και ένταση για τα δικά μας δεδομένα, αφού συνδέονται κυρίως με τις τροπικές περιοχές και τους ωκεανούς. Οι συνθήκες δημιουργίας τους είναι πολύ συγκεκριμένες. «Για να σχηματιστούν, απαιτούνται, μεταξύ άλλων, τέσσερις βασικές προϋποθέσεις» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Μιχάλης Σιούτας, προϊστάμενος μελετών στο Κέντρο Μετεωρολογικών Εφαρμογών ΕΛΓΑ στη Θεσσαλονίκη. «Κατ’ αρχήν πρέπει να έχουμε πολύ ζεστή επιφάνεια του ωκεανού, με θερμοκρασία τουλάχιστον 26 βαθμών Κελσίου, που να εκτείνεται σε ένα βάθος του νερού ως τα 50-60 μέτρα».

Εξίσου σημαντική είναι η θέση σε σχέση με τον Ισημερινό. «Βασικά αναπτύσσονται σε ένα γεωγραφικό πλάτος από τις 5 ως τις 20 μοίρες, όπου υπάρχει η επίδραση της δύναμης Coriolis, της δύναμης που δημιουργείται λόγω της περιστροφής της Γης, ώστε να μπορεί να διατηρείται η σύγκλιση των κυκλωνικών ανέμων για να δημιουργηθεί ο τυφώνας» συμπληρώνει. «Επίσης απαιτούνται άπνοια ή σταθερός άνεμος σε όλα τα στρώματα και αστάθεια καθ’ ύψος, δηλαδή απότομη πτώση της θερμοκρασίας καθ’ ύψος».
Για κάποιον λόγο ο οποίος ακομη δεν είναι απόλυτα γνωστός, όπως μας λέει ο επιστήμονας, οι τυφώνες στον Νότιο Ατλαντικό είναι σπάνιοι. Στη βόρεια «ζώνη» του ωκεανού όμως είναι πολύ συνηθισμένοι και εμφανίζονται σε συγκεκριμένη εποχή: από την 1η Ιουνίου ως τις 30 Νοεμβρίου, αν και τα πιο έντονα φαινόμενα σημειώνονται τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, όταν η θάλασσα είναι πιο ζεστή. «Οσο πιο θερμές είναι οι θάλασσες τόσο πιο συχνά περιμένουμε τυφώνες» λέει ο κ. Σιούτας, «γιατί τότε αυξάνεται η εξάτμιση παρέχοντας υδρατμούς, που είναι η κινητήρια δύναμη του τυφώνα. Επίσης πέφτει πολύ η ατμοσφαιρική πίεση». Η πτώση της ατμοσφαιρικής πίεσης, όπως προσθέτει, αποτελεί μία ακόμη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός τυφώνα, όπως και ένα άλλο μέτρο της ισχύος του εκτός από αυτό της έντασης των ανέμων: «Οσο χαμηλότερη είναι η πίεση τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ζωής του τυφώνα και τόσο πιο ισχυρή η ένταση των ανέμων του».
Μια σειρά «σατανικές» συμπτώσεις
Η «Σάντι» γεννήθηκε με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, όμως όλα τα χαρακτηριστικά της ξέφυγαν από τους καθιερωμένους κανόνες. Κατ’ αρχάς εμφανίστηκε πολύ αργά μέσα στη «σεζόν»: στα τέλη Οκτωβρίου, όταν οι θάλασσες υπό φυσιολογικές συνθήκες έχουν αρχίσει να κρυώνουν, δεν αναμένονται συνήθως μεγάλοι τυφώνες. Το γεγονός ότι οι μήνες που είχαν προηγηθεί ήταν από τους θερμότερους όλων των εποχών στην περιοχή ήταν ένας από τους παράγοντες που θεωρείται ότι συνέβαλαν στην ανατροπή των προγνωστικών με την εμφάνιση της «Σάντι», η οποία δεν ήταν απλώς μεγάλη. «Ο συγκεκριμένος ήταν ένας υπερτυφώνας» εξηγεί ο κ. Σιούτας. «Κυρίως χαρακτηρίζεται έτσι από τη μεγάλη του διάσταση –η ακτίνα των περιοχών επίδρασής του και οι διαστάσεις του νεφικού σχηματισμού και του ματιού του ήταν μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες». Στο μέγιστο της έντασής του κυκλώνα οι άνεμοι έφθασαν σε απόσταση 1.500 χλμ. από το μάτι του, η μεγαλύτερη διάμετρος που έχει καταγραφεί ποτέ σε τυφώνα στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν και εντυπωσιακή σε διάσταση, η «Σάντι» θεωρητικά θα έπρεπε να «ξεθυμάνει» βγαίνοντας από την Καραϊβική: η συνήθης πορεία που ακολουθούν τα φαινόμενα του είδους στην περιοχή είναι να κινούνται προς τα ανατολικά, περνώντας παράλληλα από την Ανατολική Ακτή και κατευθυνόμενα προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου και σβήνουν. Εδώ όμως αρχίζουν οι απανωτές συμπτώσεις συγκυριών που έκαναν τη «Σάντι» να περάσει στην Ιστορία. Ενα σύστημα υψηλής πίεσης που ερχόταν από τη Γροιλανδία «έκοψε» την πορεία του υπερτυφώνα και τον έκανε να στρίψει και να κινηθεί προς τα βορειοδυτικά. Κάτι τέτοιο από μόνο του δεν είναι βέβαια ασυνήθιστο: από καιρού εις καιρόν κάποιοι τυφώνες «μπαίνουν» για λίγο στην Ανατολική Ακτή, τις περισσότερες φορές όμως είτε εξασθενούν είτε βγαίνουν αμέσως ξανά προς τη θάλασσα. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της «Σάντι» γιατί και πάλι τα δεδομένα ανατράπηκαν.
Αιτία ένα χαμηλό βαρομετρικό που είχε εγκατασταθεί επάνω από τον Καναδά και την Καλιφόρνια και ήρθε να «ανοίξει» τον δρόμο προς τα βορειοδυτικά για τη «θερμή» «Σάντι», ενισχύοντάς τη με το ψύχος του και μετατρέποντάς τη σε αργό, υβριδικό τυφώνα με ακόμη πιο καταστρεπτικές συνέπειες. «Ενισχύθηκε από την παρουσία και άλλου βαρομετρικού χαμηλού που συνάντησε και ενσωματώθηκε μαζί του» εξηγεί ο κ. Σιούτας. «Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργούνται μετωπικές ζώνες κακοκαιρίας με τις οποίες ενώθηκε ο τυφώνας και στην ουσία, ενώ φυσιολογικά και σε κανονικές συνθήκες, καθώς εισβάλλει στην ξηρά, τις περισσότερες φορές διαλύεται, επειδή παύει η τροφοδοσία με υδρατμούς από τον ωκεανό, οι συνθήκες αυτές παρέτειναν τη διάρκεια ζωής και την έντασή του, με αποτέλεσμα να διαρκέσει ακόμη περισσότερο –τουλάχιστον ένα 24ωρο περισσότερο από αυτό που κανονικά θα εκτιμάτο ότι θα διαρκούσε, με επακόλουθο μεγαλύτερη διάρκεια έντονων φαινομένων και περισσότερες ζημιές».
Η ευθύνη της… Σελήνης

Τα ταξί κολυμπούν στα νερά που σήκωσε η «Σάντι» στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ.

Θεωρητικά ένας τυφώνας 1ης κατηγορίας, όπως ήταν η «Σάντι» όταν κινούνταν προς την Ανατολική Ακτή, δεν είναι ο χειρότερος που μπορεί να τύχει σε κάποιον. Η κατηγορία αυτή είναι η «χαμηλότερη» στην κλίμακα Σαφίρ-Σίμσον, το επίσημο «μέτρο» της έντασης των τροπικών κυκλώνων με βάση την ταχύτητα των ανέμων τους (οι άνεμοι εδώ «τρέχουν» με τη θεωρούμενη μικρότερη ταχύτητα κυκλωνικών ανέμων, από 119 ως 153 χλμ. την ώρα). Ο «τυφώνας Φρανκενστάιν» όμως ήταν δυνατός σε ένα άλλο «μέτρο», αυτό της πλημμύρας που προκαλεί, το οποίο είχε εκτιμηθεί από την αμερικανική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA) στους 5,7 βαθμούς σε μια κλίμακα με ανώτερο το 6 –πλημμύρα μεγαλύτερη από οποιουδήποτε τυφώνα έχει εμφανιστεί από το 1969 ως το 2005, ακόμη και από εκείνη της «Κατρίνα». Ενώ πριν από την έλευσή της αναμενόταν ότι η πλημμύρα της «Σάντι» στην Ανατολική Ακτή θα έφθανε τα 3,5 μ., τελικά το νερό που «σήκωσε» ξεπέρασε κάθε προσδοκία φθάνοντας την τιμή-ρεκόρ των 4,2 μ. (14 πόδια). Αν κοιτάξετε την κλίμακα Σαφίρ-Σίμσον, θα δείτε ότι ένα τέτοιο μέγεθος πλημμύρας αντιστοιχεί σε τυφώνα 4ης κατηγορίας –με ανώτερη την 5η κατηγορία.

Σε αυτή την «ασυμφωνία» μάλλον βοήθησε η τρίτη «σατανική» συγκυρία, η οποία ήρθε και πάλι εξ ουρανού. Οχι όμως από τα στρώματα της ατμόσφαιρας αλλά από πολύ πιο ψηλά, από το… φεγγάρι, το οποίο λόγω της πανσελήνου ασκούσε αυξημένη έλξη στον πλανήτη μας «ανεβάζοντας» ακόμη περισσότερο τα νερά. «Στην ουσία φούσκωσε ο ωκεανός» λέει ο κ. Σιούτας. «Λόγω και της χαμηλής πίεσης που έχει ο κυκλώνας καθώς περνάει επάνω από τον ωκεανό, αυτός φουσκώνει, ανεβαίνει η στάθμη του. Ε, αυτό εξαιτίας της πλημμυρίδας της πανσελήνου έγινε ακόμη πιο έντονο». Αυτό το φούσκωμα του νερού που δημιουργείται στο κέντρο του κυκλώνα από τον συνδυασμό των κυκλωνικών ανέμων και της χαμηλής πίεσης σιγά-σιγά «πέφτει» αν ο τυφώνας βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα. Η «Σάντι» όμως κινήθηκε κοντά στις ακτές, σε πιο ρηχά νερά, με αποτέλεσμα όλος ο όγκος των υδάτων να διοχετευθεί στη στεριά.
Ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής
Τέτοιου είδους απρόσμενες και τεράστιων διαστάσεων φυσικές καταστροφές μάς θυμίζουν πόσο αδύναμοι εξακολουθούμε να είμαστε απέναντι στη φύση, παρά την αλματώδη πρόοδο στην πρόβλεψη και στην αντιμετώπισή τους (αν η «Σάντι» έπληττε μια άλλη χώρα και όχι τις ΗΠΑ, όπου τα συστήματα πρόβλεψης και ανάλυσης με τον συνδυασμό στοιχείων από δορυφόρους, δεδομένων από πραγματικές μετρήσεις και παρατηρήσεις, καθώς και μοντέλων, είναι ίσως τα καλύτερα στον κόσμο, οι νεκροί θα ήταν πολύ περισσότεροι). Μας φέρνουν επίσης πιο άμεσα αντιμέτωπους με το μόνιμο ερώτημα των τελευταίων ετών: Συνδέονται τα φαινόμενα του είδους με την κλιματική αλλαγή που η πλειονότητα των επιστημόνων υποστηρίζει ότι συντελείται στον πλανήτη μας;
Αν και αποφεύγουν να μιλήσουν με όρους απόλυτης βεβαιότητας –κανένας «σοβαρός» επιστήμονας δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, θα σας πουν -, όλοι οι ειδικοί που έκαναν δηλώσεις στα ξένα μέσα ενημέρωσης θεωρούν ότι η άνοδος της θερμοκρασίας και οι κλιματικές μεταβολές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια έχουν άμεσο ρόλο στην εμφάνιση, στην ένταση αλλά και στη δύναμη καταστροφής των τυφώνων. Ηδη άλλωστε τα μοντέλα έχουν προβλέψει, αν όχι αύξηση της συχνότητας των τυφώνων, οπωσδήποτε παράταση της διάρκειάς τους και ενίσχυση της έντασής τους. Κάποια ειδικότερα είχαν «δει» συχνότερα πλήγματα από τροπικούς κυκλώνες στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, κάτι που τουλάχιστον η τελευταία διετία φαίνεται να επιβεβαιώνει.
Κύριος ένοχος κρίνεται η άνοδος της θερμοκρασίας των υδάτων, η οποία αυξάνει την υγρασία και τους υδρατμούς στην ατμόσφαιρα προσφέροντας την απαραίτητη ενέργεια για την ανάπτυξη των τυφώνων. Από τη δεκαετία του 1970 η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας του πλανήτη έχει ανέβει κατά 1 βαθμό Φαρενάιτ (5/9 του βαθμού Κελσίου), άνοδος η οποία, όπως έχουν διαπιστώσει μελέτες, αυξάνει την ικανότητα συγκράτησης νερού από την ατμόσφαιρα κατά 4%.
Φυσικά η θερμοκρασία παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με τις συνθήκες –όπως π.χ. η παρουσία του «Ελ Νίνιο» -, ενώ σε τοπικό επίπεδο η άνοδος μπορεί να είναι υψηλότερη: στις ανατολικές ακτές της Αμερικής, από τη Νότια Καρολίνα ως τον Καναδά, φθάνει τους 5 βαθμούς Φαρενάιτ (2,77 βαθμοί Κελσίου), εκ των οποίων ο ένας αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή. Ο εφετινός Σεπτέμβριος άλλωστε καταγράφηκε ως ο δεύτερος θερμότερος στην ιστορία της θαλάσσιας θερμοκρασίας της περιοχής. Αυτό, όπως τόνισαν πολλοί ειδικοί, είχε ως αποτέλεσμα τα νερά στα τέλη του Οκτωβρίου να έχουν θερμοκρασίες που φυσιολογικά θα αντιστοιχούσαν στον προηγούμενο μήνα, οδηγώντας σε αύξηση της παρουσίας υδρατμών στην ατμόσφαιρα.
Δυσοίωνες προβλέψεις

Υδροσίφωνας στην Κέρκυρα, ένα ελληνικό νησί που «βλέπει» συχνά ανεμοστρόβιλους.

Η αύξηση των υδρατμών που αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή δεν ευνοεί μόνο τη δημιουργία των τυφώνων αλλά επίσης τους συντηρεί, προσφέροντάς τους «καύσιμο» και ενισχύοντας τη βροχόπτωσή τους. Οι ανοδικές αυτές τάσεις προβλέπεται από τους περισσότερους ειδικούς ότι θα συντηρηθούν στο μέλλον οδηγώντας σε πιο καταστρεπτικούς και μεγαλύτερης διάρκειας κυκλώνες. «Μπορώ να πω χωρίς καμία αμφιβολία ότι όλα τα γεγονότα με υψηλές βροχοπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της «Σάντι», εμπεριέχουν ένα στοιχείο κλιματικής αλλαγής και το επίπεδο αυτής της συνισταμένης θα αυξηθεί στο μέλλον» δήλωσε ο Γκρεγκ Χόλαντ του αμερικανικού Εθνικού Κέντρου Ατμοσφαιρικών Ερευνών μιλώντας στο portal Climate Desk.

Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας –η οποία επίσης συνδέεται με την κλιματική αλλαγή –αναμένεται από την πλευρά της να οδηγήσει στο μέλλον σε τυφώνες με όλο και μεγαλύτερες πλημμύρες, κάτι που η «Σάντι» επίσης φάνηκε να επιβεβαιώνει. Επίδραση αναμένεται και στο μέγεθος των τυφώνων αλλά σε μικρότερο βαθμό, όπως εξήγησε μιλώντας στο ίδιο portal ο Κέρι Εμάνιουελ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). «Για τους συνηθισμένους τυφώνες περιμένουμε μια μικρή αύξηση του μεγέθους με βάση τελευταίες έρευνές μας» δήλωσε ο κορυφαίος ειδικός στη μελέτη των υπερτυφώνων αλλά και της σχέσης των τροπικών κυκλώνων με την κλιματική αλλαγή. «Δεν θα είναι θεαματική, αλλά θα υπάρξει μικρή αύξηση».
Οσον αφορά το αν θα πρέπει στο μέλλον να περιμένουμε περισσότερους υβριδικούς τυφώνες του είδους της «Σάντι» ο καθηγητής Εμάνιουελ ξεκαθάρισε ότι οι επιστήμονες δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν. «Κανείς δεν έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με τη σύνταξη μιας πλήρους κλιματολογίας των υβριδικών καταιγίδων. Επομένως δεν έχουμε πού να ανατρέξουμε για να δούμε αν τα χαρακτηριστικά αυτών των καταιγίδων αλλάζουν» εξήγησε. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, ο ειδικός θεωρεί ότι μελλοντικά οι «αργοί» κυκλώνες σαν τη «Σάντι» θα είναι συχνότεροι, αποκτώντας μεγαλύτερη καταστρεπτική δύναμη. «Περιμένουμε ότι οι τυφώνες θα κινούνται πιο αργά στο μέλλον» δήλωσε μιλώντας στο περιοδικό «New Scientist». «Αυτό σημαίνει μετατόπιση των βροχοπτώσεων προς τις ακτές και μεγαλύτερη ένταση ταυτοχρόνως» διευκρίνισε.
Κυκλώνες στη Μεσόγειο
Οι «medicanes» (σύντμηση του mediterranean hurricanes) ή αλλιώς μεσογειακοί τροπικοί κυκλώνες είναι ένα σπάνιο φαινόμενο που παρατηρήθηκε εδώ και μερικές δεκαετίες στη Μεσόγειο και ακόμη βρίσκεται υπό μελέτη. Οι κυκλώνες αυτοί –οι οποίοι, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, μπορεί να προϋπήρχαν, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τη δεκαετία του 1980 και μετά χάρη στην ανάπτυξη των δορυφόρων –διχάζουν τους επιστήμονες. Η μεσογειακή καταγωγή τους κάνει πολλούς να διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον χαρακτηρισμό «τροπικός» για τα συστήματα του είδους. Παρ’ όλα αυτά τόσο οι συνθήκες δημιουργίας τους όσο και τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν πολύ με εκείνα των τυφώνων που γεννιούνται στα χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη, αν και σε μικρότερα «μεγέθη».
«Είναι μικρότερης κλίμακας από τους τροπικούς κυκλώνες. Εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά είναι γενικά μικρότερης κλίμακας τόσο στις διαστάσεις του νεφικού σχηματισμού, που είναι μικρότερες, όσο και στη βροχόπτωση ή στους ανέμους που τους συνοδεύουν» εξηγεί ο Μιχάλης Σιούτας. «Σημασία όμως έχει ότι υπάρχουν».
Οχι μόνο υπάρχουν, αλλά ο πρώτος μεσογειακός τροπικός κυκλώνας που έχει καταγραφεί επισήμως στην Ιστορία, τον Ιανουάριο του 1982, είχε περάσει από τη γειτονιά μας, κάνοντας, ερχόμενος από τη Λιβύη και τη Σικελία, μια βόλτα στα ανοιχτά της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Ρόδου προτού στρίψει για να κατευθυνθεί ξανά προς τη Σικελία. Εκτοτε και άλλοι medicanes έχουν περάσει «ξυστά» ή εξασθενώντας από το Ιόνιο, αφού οι περισσότεροι κυκλώνες του είδους φαίνονται προς το παρόν να σχηματίζονται στα ανοιχτά της Σικελίας. Πολλοί έχουν διαλυθεί χωρίς να «χτυπήσουν» τις ακτές, κάποιοι όμως έχουν προκαλέσει σοβαρές ζημιές με τους ανέμους τους (στη Μαγιόρκα το 1996 ή στην Καλαβρία την ίδια χρονιά). Ο πιο καταστρεπτικός ήταν εκείνος που έπληξε τη Γαλλία και την Ιταλία τον Νοέμβριο του 2011 προκαλώντας εκτεταμένες πλημμύρες και αφήνοντας πίσω του εκτεταμένες καταστροφές και 11 νεκρούς.
Η συχνότητα αλλά και η ένταση των medicanes φαίνεται να βαίνουν αυξανόμενες την τελευταία δεκαετία. Οι προβλέψεις θεωρούν ότι στο μέλλον θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, προσθέτοντας ακόμη πιο «τροπικό» χρώμα στη Μεσόγειο.

ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΟΙ
Οι ελληνικοί σίφωνες

Στην Ελλάδα δεν έχουμε βεβαίως τροπικούς κυκλώνες, έχουμε όμως ένα φαινόμενο που, αν και διαφορετικό, μπορεί να είναι επίσης καταστρεπτικό. Πρόκειται για τους σίφωνες –αυτούς που κοινώς ονομάζουμε σίφουνες, ρούφουλες, τρόμπες ή ανεμοστρόβιλους. Οσο και αν τους έχουμε συνδέσει περισσότερο με αμερικανικές ταινίες καταστροφής, οι ανεμοστρόβιλοι είναι πολύ συχνοί στη χώρα μας, όχι μόνο στη θάλασσα αλλά και στην ξηρά, όπως μας λέει ο Μιχάλης Σιούτας, κατ’ εξοχήν ειδικός στη μελέτη του φαινομένου στις «εγχώριες» διαστάσεις του.
«Οι σίφωνες είναι πολύ ισχυρά φαινόμενα, τοπικής κλίμακας μεν αλλά ιδιαίτερα βίαια και καταστρεπτικά» εξηγεί ο επιστήμονας. «Στη χώρα μας παλαιότερα δεν είχε μελετηθεί η εμφάνισή τους, ίσως θεωρούνταν φαινόμενο ανύπαρκτο ή πολύ περιορισμένο, ωστόσο η έρευνα που έχει ξεκινήσει την τελευταία δεκαπεντατία έδειξε ότι εμφανίζεται με αυξανόμενη συχνότητα, σε διάφορες περιοχές, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα».
Στην ξηρά οι ανεμοστρόβιλοι «συνδέονται» με ισχυρές καταιγίδες και χαμηλά βαρομετρικά. Στη θάλασσα –όπου ονομάζονται υδροσίφωνες –σχετίζονται κυρίως με την άνοδο της θερμοκρασίας των νερών. «Στη θάλασσα γενικά οι υδροσίφωνες δεν είναι τόσο ισχυροί όσο οι σίφωνες ξηράς. Μπορεί να σχηματιστούν και σε μέρες με λίγα σύννεφα, σε αστάθεια που είναι μόνο τοπική ή, σε έντονη θέρμανση των νερών, και με συνθήκες ηλιοφάνειας» λέει ο κ. Σιούτας. «Ωστόσο είναι και αυτοί επικίνδυνοι, γιατί η ταχύτητά τους μπορεί να φθάσει στην κλίμακα σιφώνων μέχρι και την πρώτη κλίμακα, με ανέμους που ξεπερνούν τα 100 χιλιόμετρα την ώρα». Η διάμετρος των «ντόπιων» υδροσιφώνων κυμαίνεται συνήθως γύρω στα 50 μ., ενώ η διαδρομή που καλύπτουν φθάνει κατά κανόνα τα 3 χλμ. Οι σίφωνες της ξηράς στη χώρα μας έχουν πλάτος γύρω στα 100 μ. και καλύπτουν διαδρομή 5-7 χλμ.

Κρήτη, Κέρκυρα, Ηλεία
Οι υδροσίφωνες κάνουν τακτικά αισθητή την παρουσία τους σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, φαίνεται όμως να έχουν «προτίμηση» στην Κρήτη και στο Ιόνιο. «Το μέγιστο της συχνότητάς τους εντοπίζεται στη θαλάσσια περιοχή βόρεια του Ηρακλείου, στο νησί Δία, όπου έχουν εμφανιστεί και ξεσπάσματα σε διάστημα μερικών ωρών» εξηγεί ο ειδικός. «Τον Σεπτέμβριο του 2006 έχουν καταγραφεί 30 μαζί σε διάστημα δυόμισι ωρών, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2002 είχαν καταγραφεί 14 σε διάστημα μιάμισης ώρας. Η συχνότητά τους είναι μεγάλη και στη Δυτική Ελλάδα, από την Κέρκυρα ως τη Ζάκυνθο, το μέγιστο όμως είναι στην περιοχή της Κρήτης». Στη στεριά τα πρωτεία κατέχει ο Νομός Ηλείας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μελέτες του κ. Σιούτα, πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας από ανεμοστρόβιλους.
Μη σταθείτε να τους θαυμάσετε!
Ειδικά στη θάλασσα το φαινόμενο είναι πολύ εντυπωσιακό, γιατί ο ανεμοστρόβιλος «σηκώνει» στροβιλιζόμενο νερό σε μορφή σταγονιδίων, ενώ πολλές φορές –αλλά όχι πάντα –ενώνεται με σύννεφο. Αν ωστόσο τον συναντήσετε, μη σταθείτε για να τον θαυμάσετε αλλά φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. «Ενα μεγάλο λάθος που κάνουν πολλοί είναι ότι προσπαθούν να προσεγγίσουν το φαινόμενο. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Αυτό που θα πρέπει να κάνει κανείς είναι να απομακρυνθεί από την πορεία του» συμβουλεύει ο ειδικός. Η «σεζόν» για την εμφάνιση των υδροσιφώνων είναι από τα μέσα Αυγούστου ως τον Οκτώβριο. Στην ξηρά, στη Βόρεια Ελλάδα εμφανίζονται κυρίως το καλοκαίρι, ενώ στη Δυτική Ελλάδα κυρίως τον χειμώνα και κατά δεύτερο λόγο το καλοκαίρι. «Η τάση της συχνότητας εμφάνισής τους είναι σαφώς αυξητική τα τελευταία χρόνια, γεγονός το οποίο ίσως αποτελεί ένδειξη της κλιματικής αλλαγής» καταλήγει ο ερευνητής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ