Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος!


«Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος» δηλώνει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος. Για να προσθέσει: «Το κόστος της νίκης είναι το μέγεθος της ευθύνης». Ετσι απλά…


Αν και έχουν περάσει λίγα μόλις εικοσιτετράωρα από την εκλογή του στο ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, ο κ. Χριστόδουλος φαίνεται να έχει απωθήσει στα «πίσω συρτάρια» της μνήμης του όλες εκείνες τις εικόνες των πανηγυρισμών που έζησε το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στη Μητρόπολη ή στη διαδρομή ως τον Αρχιεπισκοπικό Οίκο. Ολα αυτά μοιάζουν να ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος το μόνο που αισθάνεται ότι απέμεινε απ’ όλα αυτά είναι το βάρος της σκυτάλης που ανέλαβε και πρέπει να παραδώσει στον επόμενο συναθλητή του σε μια διαδρομή που δεν έχει τέλος, που δεν ορίζεται από κανένα νήμα.


«…το μέγεθος της ευθύνης». Μια φράση που έχει γίνει βίωμα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του νέου Αρχιεπισκόπου. Ακόμη και όταν ήταν έφηβος στους δρόμους της Κυψέλης, ανάμεσα στις παρέες της εποχής, που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν σε όνειρα, σε δυναμισμό, σε τρέλα από τις αντίστοιχες των σημερινών 18άρηδων. Και όμως… «Μα εγώ θα γίνω παπάς» έλεγε μέσα του, και αυτή η επιθυμία του νεαρού Χρήστου Παρασκευαΐδη ­ το κοσμικό όνομα του νέου Αρχιεπισκόπου ­ δεν συνεπαγόταν απαγορεύσεις αλλά ευθύνες.


«Μα εγώ θα γίνω παπάς» έλεγε, και έγινε. Πριν από 37 ολόκληρα χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος αφού προηγουμένως εκάρη μοναχός στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, στην οποία και εγκαταβίωσε μαζί με μια μικρή ομάδα νέων μοναχών που εμπνέονταν από το όραμα ενός κοινωνικού και ιεραποστολικού μοναχισμού. Τέσσερα χρόνια αργότερα γίνεται πρεσβύτερος στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου και μόλις 35 ετών ­ τον Ιούλιο του 1974 ­ εκλέγεται Μητροπολίτης Δημητριάδος και εγκαθίσταται στον Βόλο. Από τότε και ώσπου να παραλάβει τη σκυτάλη της μεγάλης ευθύνης πέρασαν 24 χρόνια.


Είναι Πέμπτη 30 Απριλίου, τέσσερις και κάτι το απόγευμα. Εχουμε μπροστά μας μία ώρα καιρό. Το μαγνητόφωνο αρχίζει να γράφει. Η μία ερώτηση φέρνει την άλλη και οι απαντήσεις του γίνονται ερεθίσματα και πειρασμοί για τις επόμενες: ξεκινήσαμε από το μέγεθος της ευθύνης και καταλήξαμε στην… αμαρτία, «ένα μάθημα με πικρή γεύση». Ο Αρχιεπίσκοπος, όπως μας λένε οι συνεργάτες του, δεν έχει σταθεί ούτε στιγμή από το πρωί. Η ημέρα του είχε αρχίσει με επίσκεψη στο Συνοδικό Μέγαρο, στη Μονή Πετράκη.





­ Αλήθεια,
Μακαριώτατε, σας πέρασε από το μυαλό κάποια συγκεκριμένη εικόνα όσο διαβάζατε το «μεγάλο μήνυμα» αμέσως μετά την εκλογή; Τι σας έκανε να δακρύσετε εκείνη τη στιγμή;


«Θυμάμαι πολύ καλά αυτή τη στιγμή. Ηταν εκεί που υπόσχομαι ότι θα υπερμαχώ των δικαίων της Εκκλησίας. Λέγοντας αυτή τη φράση αισθάνθηκα μια μεγάλη ευθύνη. Πιστεύω ότι το να υπερμάχεσαι των δικαίων της Εκκλησίας σημαίνει να επιλέγεις τη μεγάλη ρήξη».


­ Τη ρήξη με τι;


«Με κάθε αμαρτωλό κατεστημένο από αυτά που υπάρχουν στην κοινωνία μας και στον κόσμο μας σήμερα. Το να υπερμαχείς των δικαίων της Εκκλησίας σημαίνει να σταυρώνεσαι κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Και βεβαίως δεν θέλω να κάνω ­ άπαγε της βλασφημίας ­ καμία σύγκριση με τον Κύριό μας, ο οποίος προ του μαρτυρίου παρεκάλεσε τον Πατέρα του να μην πίει το ποτήριον τούτον. Εκείνη την ώρα μου εφαίνετο, λοιπόν, ότι δίνοντας αυτή την υπόσχεση ανελάμβανα μια υποχρέωση απέναντι σε μια μακραίωνη και πολυσέβαστη παράδοση που υπάρχει στην Εκκλησία μας ­ από τα πρώτα χρόνια ως σήμερα ­ και η οποία παράδοση τηρήθηκε από τους περισσότερους αείμνηστους πατέρες μας με πολύ μεγάλο κόστος ­ κόστος ψυχικό, εσωτερικό, καρδιακό, κοινωνικό, κόστος ακόμη και πολιτικό, θα μπορούσε να πει κανείς…».


­ Εκείνη την ώρα αισθανόσασταν νικητής; Νιώσατε, δηλαδή, ότι δώσατε έναν αγώνα και τελικά νικήσατε προσωπικώς;


«Οχι, καθόλου. Αντιθέτως, αισθάνθηκα αμέσως το βάρος της ευθύνης που περιείχε αυτό το αποτέλεσμα για εμένα».


­ Μήπως όμως αυτό είναι το κόστος της νίκης; δηλαδή, το βάρος της ευθύνης που περιέχει κάθε νίκη;


«Μπορεί. Ή μάλλον έχετε δίκιο. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι πραγματικά ανελάμβανα μια πολύ μεγάλη αποστολή, γι’ αυτό και η απάντησή μου στην προσφώνηση την οποία μου έκαμε ο τοποτηρητής αναγγέλλοντάς μου το αποτέλεσμα της εκλογής ήταν: «Σας ευχαριστώ. Ακουσα με πολλή προσοχή το μήνυμα το οποίο μου δώσατε. Αυτό το μήνυμα, διερωτώμαι, είναι ευχάριστο ή επαχθές για εμένα;». Και καταλήγω στο ότι είναι το συναμφότερο. Δηλαδή, είναι και ευχάριστο, με την έννοια ότι νίκησες σε έναν αγώνα ή ότι κάποιοι άνθρωποι σε εμπιστεύθηκαν».


­ Το συναμφότερο μιας πράξης είναι ένα κομμάτι της παράδοσης και όχι μόνο της ορθόδοξης ­ είναι η σοφία των προγόνων μας.


«Βεβαίως, έτσι είναι, συμφωνώ μαζί σας. Το συναμφότερο μιας πράξης είναι η σοφία των προγόνων και η αναγκαιότητα του μέτρου σε κάθε μας πράξη. Η αγία μεσότης, που λέμε. Δηλαδή, ναι μεν νιώθεις, ως εκλεγμένος, μια χαρά για το γεγονός ότι οι εν Χριστώ αδελφοί σου σε εμπιστεύονται για κάτι τόσο σημαντικό και αυτό σημαίνει ότι σου αναγνωρίζουν ότι έχεις κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, γεγονός που σου δημιουργεί ως άνθρωπο μια εσωτερική ικανοποίηση, από την άλλη όμως το άγγελμα είναι επαχθές διότι σου δημιουργεί την αίσθηση ότι ανεβαίνεις ένα ικρίωμα. Δηλαδή, όσοι πιστεύουν ότι αυτό είναι ένα αξίωμα το οποίο έχει μια μεγάλη λαμπηδόνα, μια λάμψη λόγω της μεγαλοπρεπείας, λόγω της βυζαντινής αίγλης και όλα αυτά, πέφτουν πολύ έξω. Αυτός ο θρόνος πιστεύω ότι είναι ­ όπως και ο κάθε μητροπολιτικός, επισκοπικός και πατριαρχικός θρόνος, τηρουμένων των αναλογιών ­ πραγματικά ένας Γολγοθάς, ένας Σταυρός. Σήμερα που είχα πάει στην Ιερά Σύνοδο και μίλησα με το υπαλληλικό προσωπικό που έχουμε εκεί τους είπα: «Σας ζητώ αυτές τις θυσίες γιατί πρώτος εγώ έχω μάθει να κάνω θυσίες. Σας ζητώ να εργάζεστε γιατί πρώτος εργάζομαι. Σας ζητώ να γίνετε Κυρηναίοι μου, να με βοηθήσετε να σηκώσω αυτόν τον μεγάλο Σταυρό τον οποίο η Εκκλησία επέθεσε εις τους ώμους μου»».


­ Εκείνη τη στιγμή της αναγγελίας του αποτελέσματος πέρασε από μπροστά σας μια συγκεκριμένη εικόνα από τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης σας, από τότε που επιλέξατε δηλαδή οριστικώς και αμετακλήτως τον δρόμο της ιεροσύνης;


«Προς στιγμήν σκέφτηκα από πού ξεκίνησα και πού με έφθασε ο Θεός».


­ Αλήθεια πού μεγαλώσατε;


«Μεγάλωσα εδώ, στην Αθήνα. Δύο χρόνων ήρθα με τους γονείς μου από την Ξάνθη και εγκατασταθήκαμε εδώ μονίμως. Διότι εκηρύχθη ο πόλεμος στην Ελλάδα από τη Γερμανία και ο πατέρας μου, ο οποίος στην Ξάνθη, όπου μέναμε, ήτο από τους προύχοντες της πόλεως, ας το πούμε, και είχε αναμειχθεί και σε αθλητικούς αγώνες και σε αθλητικές διεκδικήσεις, φοβήθηκε τους Βουλγάρους».


­ Οταν λέτε «φοβήθηκε τους Βουλγάρους»;


«Φοβήθηκε ότι θα έμπαιναν μαζί με τους Γερμανούς και θα μας κυρίευαν. Θεωρούσε τους Βουλγάρους πιο επικίνδυνους από τους Γερμανούς… Για λόγους ασφαλείας, λοιπόν, πήρε εμάς τα παιδιά και μας έφερε στην Αθήνα».


­ Δύο αδέλφια ήσασταν;


«Ναι, δύο παιδιά».


­ Αναρωτιέμαι πάντως πώς ένα παιδί αποφασίζει εκείνη την εποχή να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο; Το να γίνει ένα παιδί δικηγόρος, γιατρός ή μηχανικός φάνταζε πιο εύκολη επιλογή επιβίωσης τότε.


«Να σας πω, είναι αυτό το οποίο διδάσκει και η Εκκλησία μας. Είναι αυτό που λέμε «η κλίση του Θεού». Εγώ πιστεύω ότι γεννήθηκα με αυτή την «κλίση»».


­ Πιστεύετε, δηλαδή, στο ταλέντο, στο θείο χάρισμα;


«Πολύ. Ο Απόστολος Παύλος λέει για τον εαυτό του: «Υπήρξα αφορισμένος εκ κοιλίας μητρός μου». «Αφορισμένος» κατά κυριολεξία σημαίνει «ξεχωρισμένος/ξεχωριστός». Ο Θεός με «ξεχώρισε» από τότε που ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου. Δηλαδή, από τότε ο Θεός μού απηύθυνε την πρόσκληση και εγώ ανταποκρίθηκα όταν ήρθε η ώρα».


­ Ετσι συμβαίνει και με έναν μεγάλο καλλιτέχνη; Ο Θεός τον επιλέγει από την κοιλιά της μάνας του;


«Ναι, έτσι συμβαίνει. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες γεννιούνται και αυτοί με το θείο χάρισμα».


­ Δεν είναι ένα είδος θεϊκής αδικίας να γεννιούνται κάποιοι άνθρωποι με το όποιο θείο χάρισμα και οι υπόλοιποι χωρίς αυτό;


«Κάθε άνθρωπος γεννιέται με ένα θείο χάρισμα. Σημασία έχει ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων δεν στέκονται στο ύψος του όποιου θεϊκού χαρίσματός τους. Αναλώνουν τη ζωή τους σε κάτι άλλο που δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό σε αυτή τη ζωή: να δεχθείς την όποια θεϊκή πρόσκληση και να την υπηρετήσεις. Εγώ από μικρό παιδάκι κατάλαβα τη θεϊκή πρόσκληση, κατανόησα ότι γεννήθηκα με αυτή την «κλίση» και θα ήταν αδύνατον να την αγνοήσω. Από παιδί ήθελα να γίνω παπάς».


­ Αυτή η θεϊκή επιθυμία πώς εκδηλωνόταν όσο ήσασταν παιδί;


«Με το να ντύνομαι στο σπίτι μου 8, 9, 10, 11 ετών με άμφια τα οποία είχα φτιάξει μόνος μου».


­ Βλέποντας αυτή την τάση σας η οικογένειά σας πώς αντιδρούσε; Υπήρχε κάποια σχέση της οικογένειάς σας με όλα αυτά;


«Στα χρόνια εκείνα που διαμορφώνεται ο χαρακτήρας μου ζούσα με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου διότι ο πατέρας μας το 1946, μετά τον πόλεμο, ανέβηκε στην Ξάνθη και έγινε δήμαρχος. Την περίοδο ’46-’49, λοιπόν, ήτο μόνος του εκεί, δεν μας πήρε κι εμάς μαζί του. Μας άφησε εδώ, στην Αθήνα, γιατί πηγαίναμε στο σχολείο. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αδυναμία στη μόρφωσή μας και γι’ αυτό με έστειλε στη Λεόντειο Σχολή ­ ήταν πολύ σπάνιο πράγμα να πας σε ένα τέτοιο σχολείο τότε και να πληρώνεις».


­ Κρατάτε καμιά ανάμνηση από τους καθολικούς πατέρες που δίδασκαν στη Λεόντειο τότε;


«Πολλές αναμνήσεις και ευάρεστες».


­ Υπήρχε κάτι το οποίο διαφοροποιούσε τους ορθόδοξους κληρικούς που ως τότε είχατε γνωρίσει στη γειτονιά σας; Κάτι για το οποίο να λέγατε «δεν μ’ αρέσει αυτό που κάνουν αυτοί» ή «μ’ αρέσει»… Με λίγα λόγια, νιώθατε ότι υπάρχει διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ ορθόδοξου και καθολικού κληρικού;


«Κοιτάξτε, δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο να σας απαντήσω σε αυτό γιατί εγώ ήμουν προσανατολισμένος στον κλήρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό δεν είχα καμία διάθεση να στραφώ κάπου αλλού. Ούτε αυτοί έκαναν καμιά τέτοια προσπάθεια να με αλλάξουν τρόπον τινά γιατί ήμουν παιδί που έδειχνα ότι ήμουν της Εκκλησίας μας, ας το πω έτσι, και αυτό έδειχναν να το εκτιμούν. Οι δε καθηγηταί μου και μάλιστα ένας εξ αυτών, των αρχαίων ελληνικών, που είχε κι αυτός σχέση με την Εκκλησία, πολλές φορές όταν μας παρέδιδε μαθήματα συντακτικού και αναζητούσε κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, απευθυνόταν σε εμένα και έλεγε: «Χρήστο» ­ Χρήστο με έλεγαν τότε ­ «πες μου ένα παράδειγμα από την Εκκλησία»». (γέλια)


­ Και εσείς ως παράδειγμα τι λέγατε;


«Φέρ’ ειπείν, μας παρέδιδε τα ρήματα που συντάσσονται μετά γενικής και ένα εξ αυτών ήταν το «δέομαι»: «δέομαι τινός». Ρωτούσε, λοιπόν, εμένα: «Χρήστο, δέομαι…» και εγώ έλεγα: «Του Κυρίου δεηθώμεν, κύριε καθηγητά». (γέλια) Είχαμε μια τέτοιου είδους προσωπική επαφή. Οι άλλοι κοίταγαν σαν χαζοί. Είμαι σίγουρος ότι οι συμμαθητές μου σκέφτονταν: «Πού τα ξέρει αυτός;». Αλλά δεν ήξεραν ότι εγώ ήμουν ψάλτης».


­ Πριν λέγοντας ότι ο πατέρας σας έλειπε όταν εσείς διαμορφώνατε τον χαρακτήρα σας υπονοούσατε ότι έτσι αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο στη μητέρα σας για να καλλιεργήσει μέσα σας αυτή την αγάπη για την Εκκλησία;


«Ναι, η μητέρα μου ήταν πολύ θρησκευόμενο άτομο. Ο πατέρας μου ήτο εντιμότατος άνθρωπος αλλά φαίνεται ότι δεν είχε μεγάλη εκτίμηση στον Ιερό Κλήρο. Δηλαδή, δεν έβλεπε με καλό μάτι το ότι εγώ έδειχνα τάσεις να πάω προς τα εκεί. Και ναι μεν δεν με εμπόδιζε αλλά είχε το σχέδιό του. Εμείς τότε, όταν τελειώσαμε το σχολείο, είχαμε δικαίωμα να δώσουμε ξεχωριστές εξετάσεις σε διάφορες σχολές. Εγώ έδωσα μία στη Νομική και μία στη Θεολογία. Και όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα επιτύχει και στις δύο σχολές μεταξύ των 10 πρώτων. Δεν μπήκα πρώτος αλλά το σχολείο το έβγαλα πρώτος με άριστα. Σε όλο το γυμνάσιο ­ έξι χρόνια ­ ήμουν ο πρώτος της τάξεως και στην τελευταία τάξη ο πρώτος του σχολείου. Μπήκα, λοιπόν, και στη Νομική και στη Θεολογία και τότε ο πατέρας μου εξήσκησε την πατρική του εξουσία και είπε: «Θα πας στη Νομική». Βεβαίως μου έδωσε μια λογική ερμηνεία. Με ρώτησε: «Θέλεις να πας στη Θεολογία;». «Ναι, θέλω». «Θέλεις δηλαδή να γίνεις ιερέας;». Εγώ ομολογώ ότι τότε ακόμη το σκεφτόμουν. Ητο, δηλαδή, η φάσις της εφηβείας μου η οποία μου δημιουργούσε διάφορα, όχι περί την πίστιν, αμφιβολίες και τέτοια πράγματα, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά μπροστά μου λαμπύριζε πιο γοητευτική η σταδιοδρομία ενός καθηγητή πανεπιστημίου, όπως ήθελε ο πατέρας μου, ή ενός εισαγγελέως, όπως επίσης ήθελε να γίνω. Δεν με ήθελε ούτε δικηγόρο ούτε τίποτα. Με ήθελε ή δικαστικό ή καθηγητή πανεπιστημίου. Μέσα στη νεανική μου φιλοδοξία αυτό είχε αρχίσει τότε να βαραίνει πιο πολύ και να με επηρεάζει. Με αυτές τις προϋποθέσεις πήγα στη Νομική και μάλιστα ανακουφισμένος, κατά κάποιον τρόπο, που την απόφαση την είχε πάρει ο πατέρας μου αντί για εμένα. Διότι εγώ ήμουν παιδί της Εκκλησίας και είχα πνευματικές σχέσεις με ιερείς, οι οποίοι αντιθέτως περίμεναν ότι θα επιλέξω να πάω στη Θεολογία. Είχα, λοιπόν, αυτό το δίλημμα. Ούτε αυτούς ήθελα να κακοκαρδίσω ούτε τον πατέρα μου. Επιμένοντας όμως ο πατέρας μου με έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Σημειωτέον δε ότι οι παπάδες με βοηθούσαν και οικονομικά τότε γιατί ήμασταν φτωχοί».


­ Μα στην αρχή είπατε ότι ο πατέρας σας ήταν προύχων στην Ξάνθη…


«Ο πατέρας μου κατεστράφη δύο φορές στη ζωή του και στο τέλος έγινε και δήμαρχος και κατεστράφη εντελώς. (γέλια) Διότι ήτο άνθρωπος ο οποίος κοίταγε το συμφέρον του δήμου και όποιος κοιτάει το κοινωνικό συμφέρον βάζει υποψηφιότητα για την προσωπική του καταστροφή. Κανένας τίμιος δημόσιος άντρας δεν ευτύχησε προσωπικώς… Αντιθέτως, υπέστη εξευτελισμούς και υπέπεσε σε πολύ δεινή θέση προσωπικώς. Ο πατέρας μου από τη στιγμή που έγινε δήμαρχος έγινε κακός με όλον τον κόσμο και το ’59-’60 ήρθε πίσω επί ξύλου κρεμάμενος. Εκλεισε το μαγαζί, πούλησε το σπίτι που είχε εκεί για να ζήσουμε εμείς εδώ και μετά ήρθε στην Αθήνα και έκανε διάφορες κουτσοδουλειές».


­ Δεν μας είπατε τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας. Μας είπατε ότι είχε μαγαζί αλλά τι μαγαζί;


«Ηταν χονδρέμπορος, έκανε εισαγωγές τροφίμων».


­ Στη ζωή τι βαραίνει περισσότερο: οι επιρροές ή οι επιλογές;


«Και τα δύο. Εξαρτάται ποιο έρχεται πρώτο ή δεύτερο ή ποιο βαραίνει πιο πολύ μέσα σου. Οι συνθήκες της ζωής και οι ανάγκες μερικές φορές σε αναγκάζουν να είσαι κάτω από κάποια συγκεκριμένη επιρροή. Οταν η εσωτερική σου παρόρμηση σε οδηγεί σε μια επιλογή ζωής, τότε τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα».


­ Η εσωτερική παρόρμηση είναι αυτό που λέμε «το χέρι του Θεού»;


«Ναι, έτσι νομίζω».


­ Πέρα από το «χέρι του Θεού» υπήρξαν για σας άλλες σοβαρές πνευματικές επιρροές που καθόρισαν την τελική επιλογή σας;


«Ναι. Η βασική επιρροή προήλθε από τον σημερινό Μητροπολίτη Πειραιώς, τον Καλλίνικο, ο οποίος εν έτει 1956 ­ όταν τελείωσα το λύκειο ­ ήρθε στην εκκλησία όπου εγώ ήμουν ψάλτης, ως διάκονος, στην Αγία Ζώνη Κυψέλης. Συνεδέθημεν πνευματικώς ­ νεαροί και οι δύο τότε, γύρω στα 30 ­ και άρχισε να μου λέει, να μου λέει, να μου λέει, με αποτέλεσμα να αναζωπυρώσει αυτό το χάρισμα το οποίο είχε λιγάκι ατονήσει μέσα μου τότε. Ετσι, ενώ ήμουν στο δεύτερο έτος της Νομικής, επέστρεψε με τέτοια ορμή ο πόθος μου για την ιεροσύνη ώστε ένιωσα την ανάγκη να εγκαταλείψω πλέον τα Νομικά και να πάω στη Θεολογία. Σε αυτό ο Καλλίνικος με αποθάρρυνε. Μου είπε: «Αφού τώρα έχεις ξεκινήσει, να συνεχίσεις κανονικά και πας μετά στη Θεολογία», όπερ και εγένετο. Χειροτονήθηκα διάκος ενώ χρώσταγα ένα μάθημα στη Νομική ­ τον Πετρόπουλο στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Είχα πει τότε μέσα μου: «Θα με δει με τα ράσα και θα καταλάβει ότι εγώ δεν πάω να πάρω το πτυχίο για να γίνω δικηγόρος». Οπότε δεν διάβασα καθόλου και πήγα έτσι. Και με έκοψε. Βεβαίως δεν είπα τίποτα, δεν απάντησα σε κανένα από τα ερωτήματά του, αυτό ήταν η αλήθεια».


­ Κι αυτός όμως δεν σεβάστηκε το «σχήμα»… (γέλια)


«Οχι, δεν σεβάστηκε το «σχήμα»… (γέλια) Και αυτό με ανάγκασε και πήγα μετά από τρεις μήνες αφού διάβασα κανονικά και έτσι πήρα το πτυχίο της Νομικής».


­ Εκτός από τα θρησκευτικά, είχατε άλλα ενδιαφέροντα ως παιδί, ως έφηβος;


«Ως παιδί δεν ήμουν με παρωπίδες. Ηθελα πολύ να γνωρίσω τον κόσμο. Θα σας πω το εξής το οποίο λειτούργησε για εμένα ας πούμε προστατευτικά αλλά και καθοριστικά στην εξέλιξή μου ως παιδιού: εγώ ήμουν ψάλτης στην Εκκλησία. Ψάλτης σημαίνει εκατοντάδες μάτια κάθε ημέρα πάνω σου. Αυτό, ξέρετε, είχε καταλυτική επίδραση στη συμπεριφορά μου στον δρόμο. Ας πούμε, έλεγα στον εαυτό μου: «Μην πειράξεις κανένα κορίτσι στον δρόμο», όπως έκαναν όλα τα παιδιά, «διότι μπορεί να σε δει κάποιος που έρχεται στην Εκκλησία και τι θα πει;». Με συνείχε, δηλαδή, πάντοτε ο φόβος μη βλάψω την Εκκλησία ένεκα της σχέσεως που είχα με αυτήν».


­ Μεγαλώσατε σε μια εποχή όπου συντελέστηκαν διάφορες κοινωνικές επαναστάσεις. Εσείς συμμετείχατε; Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που οι νέοι έκαναν την επανάστασή τους εσείς τι κάνατε; Πηγαίνατε στα πάρτι; Πίνατε βερμούτ;


«Βεβαίως. Μα άνθρωπος ήμουν κι εγώ… Θυμάμαι μάλιστα τα παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί στο γυμνάσιο. Ολοι οι φίλοι ­ τώρα άλλοι είναι δικηγόροι, άλλοι είναι δικασταί ­ ήθελαν να με μάθουν χορό στα καλά καθούμενα επειδή δεν ηνήχοντο εγώ να είμαι έξω από όλα αυτά και αυτοί να κάνουν αυτά που έκαναν. Εγώ όμως από την άλλη σκεφτόμουν κι έλεγα: «Ρε, παιδί μου, εγώ πάω για παπάς. Πρέπει να προσέχω στη ζωή μου, δεν πρέπει να κάνω αυτό, δεν πρέπει να κάνω το άλλο…»».


­ Τελικώς, σας έμαθαν χορό; Εχετε χορέψει ποτέ σας τσα-τσα, σέικ, τουίστ;


(γέλια) «Μια-δυο φορές πήγα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου ­ Νίκος Κιρίκος ελέγετο ­ και άρχισαν να με μαθαίνουν. Εβαλαν το πικ-απ εκεί αλλά αυτό έγινε μια-δυο φορές… Τι να μάθεις; Εγώ είχα αλλού το μυαλό μου».


­ Είχατε μπει σε πειρασμούς ως παιδί; Σας είχαν δώσει, π.χ., να καπνίσετε κανένα τσιγάρο;


«Βεβαίως. Και είχα καπνίσει ένα τσιγάρο στην παρέα μια φορά».


­ Είχατε κανέναν εφηβικό έρωτα, κανένα κορίτσι που να σας άρεσε;


«Και βέβαια… Αλλά δεν έδωσα συνέχεια».


­ Μπορείτε να μας πείτε κάτι περισσότερο γι’ αυτόν τον εφηβικό σας έρωτα; (γέλια)


«Είχα βάλει στο μυαλό μου μια κοπέλα που την έβλεπα στη γειτονιά αλλά δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να προχωρήσει περισσότερο γιατί σκεφτόμουν ότι εγώ θα γίνω παπάς και δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Τι θα πω μετά; Πώς θα τα βγάλω πέρα με τον Θεό; Εντάξει, από τον πνευματικό μου μπορεί να τα κρύψω, που λέει ο λόγος. Αλλά από τον Θεό μπορείς να κρυφτείς αναρωτιόμουν… Αυτό με προφύλαξε πολύ αλλά βεβαίως ήμουν πολύ ανοιχτός τύπος. Είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος που αντιμετώπισα ως παιδί τον πειρασμό. Αλλωστε πρέπει να ξέρετε ότι ως παιδί έκανα πολύ εύκολα παρέες, είχα επαφή με όλο τον κόσμο ­ δεν ήμουν ένα μονόχνωτο, κλειστό παιδί ­ και μιλούσα πολύ εύκολα πιάνοντας επαφή με τους γύρω».


­ Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που φαίνεται πάνω σας, στη συμπεριφορά σας… Δεν αποπνέετε, δηλαδή, αυτή τη βαριά και απρόσιτη αίσθηση που αποπνέουν οι περισσότεροι άνθρωποι του κλήρου.


«Πολλές φορές μου έχουν πει οι συνεργάτες μου ότι είμαι σε λάθος δρόμο διότι εκλαμβάνω τον οιονδήποτε που με πλησιάζει ως «καλό». Ξεκινώ από αυτό, ότι είσαι καλός, και αν εν τη εξελίξει και στην πορεία αποδειχθεί ότι είσαι κακός, αποτραβιέμαι. Οι άλλοι μού λένε: «Αυτό που κάνετε είναι λάθος». «Δηλαδή», λέω, «τι πρέπει να κάνω;». Λένε: «Θα τους παίρνετε όλους για κακούς και, αν πεισθείτε ότι είναι καλοί, τότε να δείχνετε την ευμένειά σας». «Μα, παιδί μου, αν το κάνω αυτό, θα πρέπει να κλειστώ στον εαυτό μου, να κλείσω τα παντζούρια, να μη με βλέπει κανείς, να μη βλέπω κανέναν… Διότι θα τους φοβάμαι όλους. Ή να είμαι κουμπωμένος, να τους κοιτάω όλους καχύποπτα για να μην κινδυνεύσω, για να μην εκτεθώ». Βεβαίως και το άλλο δεν είναι άμοιρο κινδύνων… Αλλά η ζωή αυτό δεν είναι: ένας κίνδυνος από την αρχή ως το τέλος; Καμιά φορά, άμα είσαι υπερβολικά αφελής, μπορείς να πάθεις και μεγάλο στραπάτσο. Γιατί, ξέρετε, άλλο είναι να είσαι καλόψυχος και να συμπεριφέρεσαι στον άλλον ανοιχτά, χωρίς να κουμπώνεσαι, και άλλο το πώς προσλαμβάνει ο άλλος αυτή τη συμπεριφορά σου. Μερικές φορές ο άλλος κάνει κατάχρηση αυτής της καλοσύνης σου».


­ Πάντα ήσασταν άνθρωπος του ρίσκου;


«Ναι, και γι’ αυτό έχω κινδυνέψει στη ζωή μου να υποστώ ζημία από τέτοιου είδους συμπεριφορές».


­ Αυτού του είδους οι ζημίες στη ζωή είναι πηγή γνώσης;


«Είναι μάθηση, ναι. Θεωρώ τελικώς ότι τα υπέρ αυτής της συμπεριφοράς, του ρίσκου, είναι πολύ περισσότερα από τα κατά. Και γι’ αυτό δεν αλλάζω αυτή την επιλογή συμπεριφοράς. Μπορεί σε έναν άνθρωπο από την πρώτη στιγμή που θα τον δω να του ανοιχθώ. Οχι, βεβαίως, ότι θα του πω τα μυστικά μου αλλά θα του ανοιχθώ».


­ Το ένστικτό σας κάνει λάθη;


«Μπορεί να κάνει, ναι. Δηλαδή, βλέπω ότι δεν έχω την πονηρία που έχουν άλλοι άνθρωποι. Δεν πάει το μυαλό μου στο κακό. Δεν ξέρω, είναι μειονέκτημα αυτό ή προτέρημα;».


­ Η αλήθεια είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει τις ψυχές μας ή το ψέμα;


«Εγώ ξεκινάω από την ευαγγελική αλήθεια, η οποία πιστεύω ότι είναι τόσο πλατιά ώστε να αγκαλιάζει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου, όπως αυτή η αλήθεια μας έχει παραδοθεί μέσα από την αγιοπατερική παράδοση. Βλέπω, δηλαδή, ότι η Εκκλησία διαθέτει ένα μυστικό πλούτο τον οποίο πρέπει να ψάξεις για να τον βρεις. Εμείς, που υποτίθεται ότι τον έχουμε πλέον επισημάνει και τον έχουμε εκτιμήσει, αισθάνομαι πως έχουμε υποχρέωση να τον καταστήσουμε κτήμα των πάντων. Γι’ αυτό μία βασική αρχή μου είναι ότι δεν υπάρχει περιοχή της ανθρώπινης ζωής όπου η Εκκλησία να μην μπορεί να έχει λόγο. Η Εκκλησία δεν δίνει λύσεις, η Εκκλησία δίνει κριτήρια. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβουμε όλοι στον κλήρο».


­ Πάντως, δεν ξέρω αν συμφωνείτε, ως σήμερα έχει αναπτυχθεί η εντύπωση ότι η Εκκλησία έχει όλες τις λύσεις. Εχει αναπτυχθεί ένας θρησκευτικός δογματισμός που μπορούν να τον αποδεχθούν μόνο άνθρωποι που έχουν εξάρτηση από την Ορθοδοξία. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε…


«Το να καλλιεργείς μια δουλική εξάρτηση των χριστιανών δεν είναι ορθόδοξο. Η ορθόδοξη επιλογή δεν είναι να σου πω εγώ πότε θα φτερνιστείς. Το πότε θα φτερνιστείς ή πότε θα πας εδώ, πότε θα πας εκεί, είναι δική σου δουλειά. Εγώ θα σου πω τι είναι σωστό να κάνεις, μόνος σου όμως θα πάρεις την απόφαση της πράξης σου, για να έχεις και την ευθύνη. Βλέπουμε ­ και σε αυτό θα συμφωνήσω μαζί σας ­ ότι καλλιεργείται μερικές φορές η τάση από τη μεριά των πνευματικών να θέλει ο άλλος να πάει μια επίσκεψη και να λέει: «Θα ρωτήσω τον πνευματικό μου». Γιατί να πρέπει να ρωτήσεις τι να κάνεις; Πότε εσύ θα γίνεις ένα υπεύθυνο πρόσωπο;».


­ Πιστεύετε ότι διαφέρει η πίστη ενός ανθρώπου που ζει στην άγνοια από αυτήν ενός ανθρώπου που έχει κατακτήσει ένα μέρος της γνώσης;


«Να σας πω… Εγώ είμαι ίσως και από χαρακτήρος εύπιστος. Δηλαδή, παρ’ όλη την εκπαίδευσή μου και τη μαθητεία μου, έχω πίστη ενός απλοϊκού χωρικού. Δεν έχω την πίστη την καλλιεργημένη, την πίστη του διανοούμενου ανθρώπου που τα περνάει όλα από το εργαστήριο της σκέψης του. Το να έχω την πίστη του απλού χωρικού εμένα μου αρκεί· και ας έχω μορφωθεί και ας έχω διαβάσει πολλά πράγματα. Ισως αυτό να είναι δώρο του Θεού. Η αλήθεια είναι κάτι που κατακτιέται με πίστη και όχι με γνώση. Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι ο Θεός είναι αυτός ο οποίος σου δίνει τη δυνατότητα να έρθεις σε μια επαφή με την αλήθεια όσο θέλει Αυτός· όχι όσο θέλεις εσύ ούτε όσο μπορείς εσύ. Γιατί εσύ πολλά πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις, είναι πεπερασμένος ο νους σου και επομένως δεν έχεις τη δυνατότητα να φτάσεις στην πλήρη θέα / θέαση της αλήθειας. Αυτό το πράγμα συμβαίνει με πολύ λίγους ανθρώπους, αυτούς που έχουν φτάσει σε μια ολοκληρωμένη σχέση με τον Θεό. Οι άγιοι. Οι άγιοι είναι οι θεούμενοι άνθρωποι, αυτοί οι οποίοι ήρθαν σε μια εμπειρική πλέον σχέση με τον Θεό. Η αλήθεια δεν είναι αυτή που διδάσκεται στα εγχειρίδια. Δεν είναι δηλαδή όπως είναι η γεωγραφία ή η ιστορία. Πρέπει να πάθεις τα θεία για να μάθεις τα θεία. Πρέπει να δώσεις αίμα για να πάρεις πνεύμα, λένε οι Πατέρες. Δηλαδή πρέπει να αγωνιστείς, να πονέσεις πολύ. Η απόκτηση της αλήθειας είναι το δυσκολότερο πράγμα που υπάρχει, διότι δεν εξαρτάται από εξωτερικούς και εγκεφαλικούς παράγοντες. Για να αποκτήσεις γνώσεις, φέρ’ ειπείν, πρέπει να πας στο τάδε ή στο δείνα πανεπιστήμιο. Δεν είναι το ίδιο πράγμα· η αλήθεια, η αυτοαλήθεια ­ γιατί γι’ αυτή μιλάμε ­, η απόλυτη αλήθεια είναι μια δωρεά την οποία ο Θεός δίνει στον άνθρωπο».


­ Εχετε δει εσείς ανθρώπους να λειτουργούν ως βαθιά θρησκευόμενοι στον χώρο των ανθρώπων που δεν θεωρούνται γενικώς θρησκευόμενοι;


«Το βλέπουμε αυτό και στις δημοσκοπήσεις, στις ερωτήσεις που γίνονται στα νέα παιδιά. Προ δύο – τριών μηνών δημοσιεύθηκε μια δημοσκόπηση που έγινε μεταξύ νέων 15 ως 28 ετών, που είναι στην εφηβική και στη μετεφηβική ηλικία. Στο ερώτημα «Πιστεύετε στον Θεό;» η απάντησις ήτο «Ναι» σε ποσοστό 87% ­ ένα ποσοστό που είναι το ανώτερο που υπάρχει σε όλη την Ευρώπη. Οι έλληνες νέοι λένε αυτό το πράγμα. Και σε άλλο ερώτημα, όπως «Πάτε στην εκκλησία; Πόσο συχνά;», ένα 10% πάει κάθε Κυριακή, 18%-20% πάει δύο φορές τον μήνα και ένα άλλο ποσοστό πάει πολύ αραιά. Θέλω να πω με αυτό ότι τα δύο ποσοστά δεν συμπίπτουν».


­ Για σας είναι πιο σημαντικό το 87% από το 10% και το 15%;


«Κατ’ αρχήν είναι ένα θετικό στοιχείο το 87%, το οποίο δεν απορρίπτω. Αλλά, αν το κρίνω θεολογικά, βλέπω ότι εκεί υπάρχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να προβληματιστούμε για να ανεβάσουμε τα δύο άλλα ποσοστά».


­ Ποιο πιστεύετε ότι είναι το βασικό πρόβλημα το οποίο ευθύνεται γι’ αυτή τη διάσταση ανάμεσα στον άνθρωπο που πιστεύει στον Θεό και σε αυτόν που πάει στην εκκλησία;


«Νομίζω ότι φταίμε και εμείς, η Εκκλησία, δηλαδή οι πνευματικοί πατέρες, οι οποίοι καταστήσαμε την εκκλησία μια τυπολατρία περισσότερο και λιγότερο αυτή την εμπειρία που την αποκτά κανείς ζώντας την εκκλησιαστική ζωή στο βάθος της».


­ Η τέχνη και η επιστήμη πιστεύετε ότι έρχονται σε σύγκρουση με τον Θεό;


«Οχι βέβαια».


­ Με τον καιρό παρατηρούμε διάφορες επιστημονικές επιτυχίες, οι οποίες ­ πέραν όλων των άλλων ­ βοηθούν να ανεβαίνει ο μέσος όρος ζωής. Συνειρμικά λοιπόν σκέφτομαι μήπως ο άνθρωπος όσο κατακτά τη γνώση τόσο περισσότερο κατακτά και την αιωνιότητα. Μήπως δηλαδή έρχεται πιο κοντά στο μήνυμα που μας στέλνει το Ευαγγέλιο.


«Μα η γνώσις είναι δώρο του Θεού. Ποιος μας έδωσε το μυαλό; Ο άνθρωπος έχει δύο χαρακτηριστικά ιδιώματα, τα οποία δεν έχει κανένα άλλο δημιούργημα του Θεού από το ζωικό βασίλειο· έχει το αυτεξούσιο ­ που σημαίνει το ελεύθερο ­ και έχει και το λογικόν, δηλαδή τον νου, με τον οποίο μπορεί να σκέφτεται. Μόνο ο άνθρωπος είναι λογικός και αυτεξούσιος. Λογικός σημαίνει «μπορώ και σκέφτομαι ό,τι θέλω» και επομένως προάγω την επιστήμη, την τέχνη και όλα αυτά… Και έχω και το αυτεξούσιο να κάνω τις επιλογές μου, ανεξάρτητα από την οιανδήποτε εξωτερική επίδραση, για να είμαι υπεύθυνος για τις επιλογές που κάνω. Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι ο άνθρωπος είναι ο μικροθεός, «Θεός περιβολών εν σαρκί» είναι η φράσις του Μεγάλου Αθανασίου. Αυτό δείχνει ότι τελικά ο άνθρωπος είναι θεοειδής· μοιάζει δηλαδή με τον Θεό και προορίζεται να πλησιάσει και να φθάσει πλέον εις τα κράσπεδα του Θεού. Δηλαδή να θεωθεί».


­ Μακαριώτατε, είστε ηγέτης πια μιας Εκκλησίας η οποία είναι η μεγαλύτερη ορθόδοξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και ταυτόχρονα είστε ένας πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό τι ευθύνη σάς δημιουργεί;


«Πιστεύω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο προνόμιο το οποίο έχουμε· να είμαστε Ελληνες και εν ταυτώ να έχουμε την Εκκλησία μας, η οποία εξασφαλίζει την οντότητά μας πλέον ως έθνους και ως λαού. Εγώ πιστεύω ότι η Ορθοδοξία είναι όρος επιβιώσεως του Ελληνισμού, αν θέλουμε ο Ελληνισμός να ζήσει και να μπορέσει να έχει διάρκεια. Κοιτάξτε, μέσα στην παγκοσμιοποίηση την οποία ζούμε στις ημέρες μας και η οποία ασφαλώς μένει να διευρυνθεί στα επόμενα χρόνια εμείς οι μικροί λαοί διατρέχουμε τον κίνδυνο αφομοιώσεώς μας από τους άλλους. Σήμερα για να επιβιώσεις μέσα στη χοάνη των εθνών χρειάζεται να διαθέτεις τρία πράγματα ή ένα από τα τρία: πολιτική ή στρατιωτική δύναμη, όγκο πληθυσμού ή να δημιουργείς και να εξάγεις πνεύμα, πολιτισμό. Ε, αυτό το τρίτο ήταν πάντοτε για την Ελλάδα αυτό που μπορούσε να προσφέρει. Αυτό το πνεύμα αποτελεί τον πιο πολύτιμο μαργαρίτη που διαθέτουμε εμείς παγκοσμίως. Αυτό το πνεύμα εμείς, οι Νεοέλληνες, το έχουμε ρίξει στα σκουπίδια, δεν ασχολούμαστε καθόλου με αυτό, παρά ασχολούμαστε με το κατά κεφαλήν εισόδημα αποκλειστικά και μόνο, με το πώς θα αυξήσουμε τα έσοδά μας τα υλικά και τα χρηματικά… Δηλαδή, είμαστε μεταπράτες κατά κάποιον τρόπο ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε παραγωγοί και εξαγωγείς πνεύματος».


­ Ποιος είναι ο πραγματικά πλούσιος στην εποχή μας;


«Ο εν ολίγοις αναπαυόμενος».


­ Η αμαρτία είναι γνώση;


«Είναι γνώση και εμπειρία, πικρή μάλιστα».


­ Τότε γιατί είναι κάτι που θα πρέπει να αποφεύγεται;


«Μα διότι είναι πικρή. Η γεύση της είναι πικρή. Είναι σαν το κινίνο: απ’ έξω έχει ένα επίχρισμα γλυκύτητος και ύστερα από λίγο αρχίζει η πίκρα η μεγάλη, που σου δημιουργεί τύψεις, σου δημιουργεί άγχος, σου δημιουργεί στρες και σε οδηγεί ευτυχώς στο θεραπευτήριο του εξομολογητηρίου. Εκεί βρίσκεις τη γαλήνη σου, γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι το εξομολογητήριο είναι το θεραπευτήριο, είναι το «ντους της ψυχής» που σου ξαναδίνει τη λευκότητα που έχασες».


­ Η χειροτονία σας πότε έγινε;


«Ηταν Ιούλιος του 1961, στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, με χειροτονούντα τον τότε Μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο, ο οποίος είχε κάνει στο Νταχάου και ήταν ένας άγιος άνθρωπος».


­ Πάντως, Μακαριώτατε, δίνετε την εντύπωση ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πολύ καλή επαφή με την πραγματικότητα.


«Και να εύχεστε να τη διατηρήσω. Μην κλειστώ εδώ μέσα και χάσω αυτήν την επαφή γιατί αλίμονό μου… Ολοι όσοι παίρνουν μια θέση κινδυνεύουν από αυτό…».


­ Μπορείτε να μου πείτε ποια είναι η καθημερινή επαφή σας με την πραγματικότητα;


«Κατ’ αρχήν διαβάζω όλο τον Τύπο, όλα τα περιοδικά και όλα τα βιβλία που μου στέλνουν».


­ Θα μπορούσα, δηλαδή, να υποθέσω ότι μπορεί να διαβάζετε και αστυνομικά μυθιστορήματα;


«Οχι, δεν έχω καιρό δυστυχώς».


­ Μυθιστορήματα όμως διαβάζετε;


«Ναι».


­ Θα μπορούσατε να φαντασθείτε τον εαυτό σας να πηγαίνει σε μια ροκ συναυλία, ας πούμε;


«Η θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας ή και του κάθε επισκόπου, του κάθε κληρικού, είναι πολύ λεπτή. Διότι μέσα στην Εκκλησία έχουμε μια ιδιαίτερα ευρεία γκάμα ανθρώπων, από τους άκρως συντηρητικούς ως τους άκρως φιλελευθέρους, αυτούς που θέλουν να τα αλλάξουν όλα. Ολοι αυτοί είναι παιδιά μας, ανήκουν στην Εκκλησία, με διαφορετικές όμως νοοτροπίες. Αυτό που ο ένας το θεωρεί αμαρτία ο άλλος θεωρεί ότι δεν είναι τίποτα και το αντίστροφο. Εγώ όμως είμαι για όλους, δεν είμαι ούτε μόνο για τους μεν ούτε μόνο για τους δε. Πρέπει, λοιπόν, να κρατήσω μερικές ισορροπίες, πρέπει να προσέχω τις κινήσεις μου, διότι αν θα κερδίσω τους μεν, διατρέχω κίνδυνο να χάσω τους δε. Πρέπει να κινούμαι σαν το εκκρεμές έτσι ώστε να τους ικανοποιώ όλους ­ ή μάλλον να τους ενώνω. Είμαι επάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί και πρέπει να κοιτάξω πώς θα διατηρήσω την ισορροπία. Πιστεύω όμως ότι σιγά σιγά θα μπορέσω με τη διδασκαλία και τον λόγο να δώσω τις κατευθύνσεις ώστε και οι δύο πλευρές να πλησιάσουν λιγάκι και να συναντηθούν στη μέση. Τα άκρα ποτέ δεν είναι ευχάριστα. Ακρα σημαίνει φανατισμός, σημαίνει εκκεντρικότης. Η μέση είναι η βασιλική οδός. Είναι η τέλεια οδός».


­ Τον Σεπτέμβριο θα έρθουν οι Rolling Stones στην Αθήνα. Εκεί θα μαζευτούν όλοι οι νέοι από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Θα πηγαίνατε σε μια τέτοια συναυλία; (γέλια)


«Θα προσπαθήσω να πάω. Πρέπει με τέτοιες ενέργειες να δηλώσουμε ότι η Εκκλησία είναι μέσα στην εποχή κι από τα «μέσα» κάνει τον δικό της αγώνα».


­ Σας ευχαριστούμε και δίνουμε ραντεβού στους Rolling Stoneς τον Σεπτέμβριο… (γέλια)


«Το ξέρετε ότι έχω πάει αρκετές φορές στο Μέγαρο; Μου αρέσει να παρακολουθώ τέτοιες εκδηλώσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να είναι παρών στη ζωή. Τίποτα δεν προχωράει όταν κλεινόμαστε σε γυάλινους πύργους. Αυτά. Δυστυχώς πρέπει να φύγω. Με περιμένει πολύ φορτωμένο πρόγραμμα τώρα».


­ Σας ευχαριστούμε και πάλι.