Ο ποιητικός ρεαλισμός ενός Ιρλανδού






«Οταν στέλνω τη σκέψη μου σε εκείνο το καλοκαίρι του 1936,
με κατακλύζουν κάθε λογής αναμνήσεις. Εκείνο το καλοκαίρι αποκτήσαμε το πρώτο μας ραδιόφωνο (…) και πάθαμε ψύχωση μαζί του. Και όπως μας έφτασε αρχές Αυγούστου, η θεία μου η Μάγκι (…) πρότεινε να του δώσουμε ένα όνομα. Ηθελε να το βαφτίσει Λου, όπως λεγόταν ο παλιός κελτικός Θεός του Θερισμού».


Ο απρόσμενος «επισκέπτης» που ανέστειλε εκείνο το καλοκαίρι την καθιερωμένη τάξη του καταπιεσμένου μικρόκοσμου των αδελφών Μάντι στο χωριό Μπάλιμπεγκ της Βορείου Ιρλανδίας δεν ονομάστηκε ποτέ «Λου» αλλά το παγανιστικό πανηγύρι της Λούνασα κατόρθωσε να εισχωρήσει, έστω και μέσα από τη μουσική που ακουγόταν από τη συσκευή του, στον αυστηρό καθολικισμό της ιρλανδικής οικογένειας. Η μουσική άλλωστε και πολύ περισσότερο η σωματική της έκφραση, ο χορός, είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν σε όλο το έργο του Μπράιαν Φρίελ, στο «Χορεύοντας στη Λούνασα».


«Ο χορός», σημειώνει ο Νίκος Χουρμουζιάδης, μεταφραστής και σκηνοθέτης της παράστασης που ανέβηκε τον Φεβρουάριο στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη, «διατρέχει το έργο σε όλα τα επίπεδα. Λειτουργεί καταλυτικά, άλλοτε ως διασκέδαση και άλλοτε ως τρόπος έκφρασης, ως μέσο φυγής ή ως κατάλοιπο παγανιστικό, ενώ τον βλέπουμε να υποκαθιστά ακόμη και την τελετουργία του γάμου. Τα πρόσωπα εκτονώνονται μέσα από τον χορό, παραδίδονται θα έλεγα σε μια μανία βακχική και έτσι υπερβαίνουν τον χρόνο, ξαναβρίσκουν ένα μέρος από τον εαυτό τους και στο τέλος οδηγούνται στη λύτρωση. Θα έλεγα μάλιστα ότι ένα από τα βασικά στοιχεία του μύθου στην περίπτωση αυτή είναι ακριβώς ο τονισμός τής πέρα από χρονικά και χωρικά όρια καταλυτικότητας μιας έκφρασης όπως ο χορός».


Γεννημένος το 1929 στο Ομαχ της Βορείου Ιρλανδίας, ο Μπράιαν Φρίελ ­ στην Ελλάδα έχουν παιχθεί τρία ακόμη έργα του, το «Φιλαδέλφεια, έρχομαι κοντά σου!», το «Πολίτες Β’ κατηγορίας» και πρόσφατα η «Μόλι Σουίνι» ­ θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος δημιουργός του σύγχρονου ιρλανδικού θεάτρου. Ξεκίνησε ως συγγραφέας σύντομων διηγημάτων και ίσως γι’ αυτό η τέχνη της αφήγησης διαπερνά ολόκληρη σχεδόν τη 40χρονη δραματική παραγωγή του. «Εν τούτοις, στο «Χορεύοντας στη Λούνασα», παρά τη σχετική ακινησία της επιφάνειας», συνεχίζει ο σκηνοθέτης, «διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή που άρχισα να στήνω την παράσταση ότι, αν και δεν είναι θεαματικό, το έργο είναι εξόχως θεατρικό».


Το έργο, από το οποίο απουσιάζει ένας κυρίαρχος χαρακτήρας, αναφέρεται σε πέντε αδελφές – θύματα μιας καταπιεστικής καθολικής ηθικής. Πρόκειται για την Κέιτ, που είναι η μεγαλύτερη και η μόνη που κερδίζει ως δασκάλα κάποια χρήματα, την Αγκνες και τη Ρόουζ, που βγάζουν ένα χαρτζιλίκι πλέκοντας γάντια, τη Μάγκι και την Κρις. Η Κρις μάλιστα έχει ένα γιο, τον Μάικλ ­ είναι ο αφηγητής των γεγονότων ­, από τη σχέση της με τον Τζέρι Ιβανς. Στο σπίτι τριγυρίζει και ο αδελφός τους, ο πατήρ Τζακ, που δούλεψε 25 χρόνια ως ιεραπόστολος στην Ουγκάντα και ο οποίος τώρα «πάνω από τα 50 πια και με κλονισμένη υγεία γύρισε στην πατρίδα του» γοητευμένος από τις αρχαίες τελετουργίες που γνώρισε εκεί.


Αν και συγγραφέας πολιτικός στην ουσία του, ο Μπράιαν Φρίελ ­ αναφέρουμε χαρακτηριστικά την ίδρυση από τον ίδιο και τον ηθοποιό Στίβεν Ρία το 1980 του «Φιλντ Ντέι», ενός θεατρικού οργανισμού που περιόδευε στην επαρχία με έργα πολιτικής θεματολογίας ­ δεν αφήνει να διαφανεί στο έργο αυτό μια σαφής πολιτική διάσταση. «Θα μπορούσαμε βεβαίως», τονίζει ο κ. Χουρμουζιάδης, «να κάνουμε μια αλληγορική ανάγνωση του έργου παραλληλίζοντάς το με τη μοίρα της ίδιας της Ιρλανδίας. Σκεφθείτε ότι στον μικρόκοσμο αυτόν υπάρχουν τα πάντα. Και ο πόθος για ανεξαρτησία, και οι εμφύλιες διαμάχες, και η τάση φυγής, και η νοσταλγία… Πράγματα και καταστάσεις που ακούγονται ιδιαίτερα οικεία σε εμάς τους Ελληνες».


Η οικειότητα αυτή των καταστάσεων ήταν που βοήθησε τους ηθοποιούς να προσεγγίσουν τους ήρωες του Φρίελ. «Τους έφερε μάλιστα τόσο κοντά τους», υπογραμμίζει ο κ. Χουρμουζιάδης, «που η απόσταση ήταν σχεδόν απαγορευτική για να τους ερμηνεύσουν». Η συγγένεια βεβαίως του Φρίελ με την Ελλάδα προχωρεί για τον σκηνοθέτη ακόμη βαθύτερα. «Αν συμφωνήσουμε ότι μια μορφή τραγικότητας είναι η άγνοια του ανθρώπου απέναντι στην καταστροφή, η αθωότητα με την οποία βιώνει τις εμπειρίες της καθημερινότητας, τότε μπορούμε να εντοπίσουμε, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, στοιχεία τραγικά και στο «Χορεύοντας στη Λούνασα». Ειδικά όταν στα εμβόλιμα αφηγηματικά μέρη προκαταβάλλονται, εν είδει τραγικής ειρωνείας, και μελλοντικά γεγονότα που αφορούν τα πρόσωπα του αναπολούμενου παρελθόντος».


Οι αναλογίες βεβαίως είναι έκδηλες και με τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ ­ δεν είναι τυχαίο ότι αυτό ήταν το πρώτο έργο που διασκεύασε ο Φρίελ ­, ένα έργο που παίζεται σε εναλλασσόμενο δραματολόγιο στην Πειραματική Σκηνή σε σκηνοθεσία και πάλι του Νίκου Χουρμουζιάδη. «Ο όρος «ποιητικός ρεαλισμός» που έχει συχνά χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει το ιδιότυπο άρωμα που αναδίδεται από την καθημερινότητα των μικρών ανθρώπων των «Τριών αδελφών» αλλά και του «Γυάλινου κόσμου» θα μπορούσε εξίσου πιστά να αποδοθεί και στο «Χορεύοντας στη Λούνασα». Και δεν πρόκειται μόνο για τα αφηγηματικά μέρη που πράγματι διατρέχονται από μια υποδόρια ποίηση. Οπως και στα δύο προγενέστερα έργα, η ποιητικότητα εδράζεται κυρίως στην αδιόρατη, σχεδόν μουσική, ροή του οικείου λόγου που προσδίδει σημασία στα ασήμαντα».


Το «Χορεύοντας στη Λούνασα» του Μπράιαν Φρίελ παρουσιάζεται ως τις 11 Απριλίου στο θέατρο «Αμαλία» (Αμαλίας 71, Θεσσαλονίκη) από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». Μετάφραση – σκηνοθεσία: Νίκος Χουρμουζιάδης, σκηνικά – κοστούμια: Ιωάννα Μανωλεδάκη, χορογραφία: Ντάνης Λαδόπουλος. Παίζουν: Στάθης Μαυρόπουλος, Στέλλα Μιχαηλίδου, Ελένη Δημοπούλου, Ρούλα Μανισσάνου, Μένη Κυριάκογλου, Εφη Σταμούλη, Νίκος Λύτρας, Γιώργος Γλάστρας.