Ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Σεργκέγεβιτς Χρουστσόφ γεννήθηκε στο χωριό Καλίνοβκα της Ουκρανίας. Ο πατέρας του ήταν ανθρακωρύχος. Ο Χρουστσόφ έμαθε λίγα γράμματα στο χωριό του αλλά αναγκάστηκε να εργάζεται από μικρή ηλικία. Νωρίς δραστηριοποιήθηκε σε εργατικές οργανώσεις και το 1918, έτος έναρξης του εμφυλίου πολέμου της νεοπαγούς Σοβιετικής Ενωσης, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και σύντομα έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Ουκρανίας ως καθοδηγητής.


Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου ο Χρουστσόφ φοίτησε σε σχολείο για εργάτες και χάρη στη γνωριμία του με τον Λαζάρ Καγκάνοβιτς, γραμματέα του κόμματος στην Ουκρανία, κατέλαβε διάφορες θέσεις στην κομματική οργάνωση της περιοχής.


Λίγα χρόνια αργότερα ο Χρουστσόφ βρέθηκε στη Μόσχα, όπου, αφού σπούδασε με εξαιρετική επίδοση στη Βιομηχανική Ακαδημία, το 1932 τοποθετήθηκε δεύτερος γραμματέας της περιφερειακής οργάνωσης. Τα επόμενα χρόνια η άνοδός του στην κομματική ιεραρχία υπήρξε γρήγορη. Το 1934 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, το 1935 έγινε γραμματέας της κομματικής οργάνωσης της Μόσχας και της περιφέρειάς της (τον ίδιον χρόνο του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για τη συμβολή του στην αποπεράτωση του μετρό της Μόσχας), το 1937 έγινε μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανωτάτου Σοβιέτ, το 1938 γραμματέας της κομματικής οργάνωσης της Ουκρανίας και το 1939 μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής, του οργάνου που ουσιαστικά κυβερνούσε τη Σοβιετική Ενωση.


H πάλη για τη διαδοχή


Αφοσιωμένος υποστηρικτής του Στάλιν, ο Χρουστσόφ υπηρέτησε τα σχέδια του δικτάτορα κατά τις τρομερές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 όταν εξολοθρεύτηκε όλη η παλιά ηγεσία του κόμματος. Οταν η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε κατά της Σοβιετικής Ενωσης τον Ιούνιο του 1941, ο Χρουστσόφ αποσπάστηκε στις ένοπλες δυνάμεις και υπηρέτησε σε διάφορα μέτωπα, μεταξύ των οποίων το Στάλινγκραντ και το Κουρσκ. Το 1943 έλαβε τον βαθμό του αντιστρατήγου.


Μετά τον πόλεμο ανατέθηκε στον Χρουστσόφ το καθήκον να συντονίσει τις προσπάθειες για την ανόρθωση της καθημαγμένης ιδιαίτερης πατρίδας του Ουκρανίας. Το έργο του αυτό τερματίστηκε με την πρόσκληση του Στάλιν, το 1949, για επιστροφή στη Μόσχα. Εκεί ο Χρουστσόφ ανέλαβε πάλι τη διεύθυνση της κομματικής οργάνωσης της πρωτεύουσας και έγινε ένας από τους πλέον έμπιστους συμβούλους του Στάλιν.


Οταν πέθανε ο Στάλιν στις 5 Μαρτίου του 1953 τα ανώτατα αξιώματα της χώρας, του γενικού γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος και του πρωθυπουργού, κατέλαβε ο από καιρό προορισμένος για διάδοχός του Γκεόργκι Μαλένκοφ. Αλλά ο Χρουστσόφ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη, και η πάλη για την τελική διαδοχή του Στάλιν δεν άργησε να εκδηλωθεί. Πρώτο θύμα της υπήρξε ο τρομερός Λαβρέντι Μπέρια, υπουργός των Εσωτερικών και υπεύθυνος των υπηρεσιών ασφαλείας. Οι υπόλοιποι διεκδικητές φοβούνταν ότι ο Μπέρια θα επιχειρούσε να καταλάβει την ανώτατη αρχή, ενώ τον υποπτεύονταν κιόλας ότι είχε επισπεύσει τον θάνατο του Στάλιν με σκοπό τη διαδοχή.


Καταγγέλλοντας τον Στάλιν


Τον Ιούλιο του 1953 ανακοινώθηκε ότι ο Μπέρια είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και περί το τέλος του έτους ότι είχε δικαστεί με την κατηγορία της προδοσίας, ότι είχε καταδικαστεί και τουφεκιστεί. Είναι αμφίβολο αν ο Μπέρια πέρασε πράγματι από δίκη. Το πιθανότερο είναι ότι δολοφονήθηκε αρκετά πριν από τη σχετική ανακοίνωση. H εξόντωσή του θεωρείται κυρίως έργο του Χρουστσόφ. Ο επόμενος στόχος του Χρουστσόφ ήταν ο Μαλένκοφ. Τον Σεπτέμβριο του 1953 τον απομάκρυνε από τη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος και την κατέλαβε ο ίδιος. Το 1955 του αφαίρεσε την πρωθυπουργία και την ανέθεσε στον στρατάρχη Νικολάι Μπουλγκάνιν, τον οποίο είχε αυτός επιλέξει. Το 1958 τον ανέτρεψε και αυτόν και έγινε ο ίδιος πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ενωσης.


Με τους κατάλληλους χειρισμούς ο Χρουστσόφ εξουδετέρωσε και τους άλλους εσωκομματικούς αντιπάλους του, όπως ο επί σειρά ετών υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μολότοφ και ο υπουργός Αμυνας στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκοφ. Ετσι ο Χρουστσόφ απέμεινε κυρίαρχος του παιχνιδιού.


Αλλά η μεγάλη στιγμή στη σταδιοδρομία του Χρουστσόφ είχε προηγηθεί. Ηταν το 20ό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης που συνήλθε τον Φεβρουάριο του 1956 στη Μόσχα. Πράγμα απίστευτο, η μυστική ομιλία που εξεφώνησε ο πρώτος γραμματέας του κόμματος ήταν ένας καταπέλτης κατά του Στάλιν. Ο Χρουστσόφ τον κατηγόρησε για κτηνώδη συμπεριφορά, για κατάχρηση εξουσίας, για αμέτρητα, φρικαλέα και αδικαιολόγητα εγκλήματα και για την προσωπολατρία που είχε καλλιεργήσει και επιβάλει γύρω από το άτομό του.


Αποσταλινοποίηση και συνύπαρξη


H ομιλία του Χρουστσόφ ήταν το σύνθημα για να αρχίσει η διαδικασία της λεγόμενης αποσταλινοποίησης που έφερε αρκετή χαλάρωση στα μέτρα καταπίεσης και ανελευθερίας που εφάρμοζε ως τότε το σοβιετικό καθεστώς. Πάμπολλοι πολιτικοί κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ αποκαταστάθηκαν επίσης πολλοί από εκείνους που είχαν πέσει θύματα της ανασφάλειας, της καχυποψίας και της ισχυρογνωμοσύνης του Στάλιν. Την πολιτική χαλάρωση συνόδευσε οικονομική μεταρρύθμιση με μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών που τόσο είχαν λείψει στους σοβιετικούς πολίτες.


Τη θετική εικόνα της χρουστσοφικής διακυβέρνησης που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήρθε να αμαυρώσει με τον χειρότερο τρόπο λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1956, η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της Ουγγαρίας. Ενθαρρυμένοι από το κλίμα της αποσταλινοποίησης, οι Ούγγροι πίστεψαν ότι είχε έρθει και γι’ αυτούς η ώρα να διεκδικήσουν περισσότερη ελευθερία. Τα σοβιετικά όπλα τούς διέψευσαν οικτρά. Τον προηγούμενο χρόνο ωστόσο ο Χρουστσόφ είχε επισκεφθεί τη Γιουγκοσλαβία και είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις της χώρας του μαζί της, οι οποίες είχαν διακοπεί το 1948 μετά την ανυπακοή του δικού της δικτάτορα Ιωσήφ Τίτο στα προστάγματα του Στάλιν.


Στον τομέα των διεθνών σχέσεων ο Χρουστσόφ πρότεινε το δόγμα του, της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, σοσιαλιστικού και καπιταλιστικού, επισφραγίζοντας αυτή τη στάση του με την επίσκεψή του στις ΗΠΑ το 1959 και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Τη χαλάρωση των διεθνών εντάσεων που προκάλεσε αυτή η προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής ήρθαν μολοντούτο να σκιάσουν σοβαρές κρίσεις, κατά τις οποίες ασταθής και αντιφατική υπήρξε η αντίδραση του Χρουστσόφ, ο οποίος συνήθιζε να εναλλάσσει καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις με απειλές. Ετσι η σκληρή στάση του στο γερμανικό ζήτημα κατέληξε στην ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961, ενώ η υποχωρητικότητά του στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962 συνέβαλε πιθανώς ώστε να αποφευχθεί η παγκόσμια σύρραξη.


H Κίνα και το κατεστημένο


Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σημειώθηκε η σοβαρότερη εσωτερική ρήξη στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. H πολιτική του Χρουστσόφ τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ιδεολογικές διαφωνίες και μεθοριακές διαφορές οδήγησαν την κομμουνιστική Κίνα σε βαριές κατηγορίες κατά της ΕΣΣΔ και του ηγέτη της, με αποτέλεσμα τη διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κομμουνιστικές υπερδυνάμεις.


Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί ως προς τα αίτια της πτώσης του Χρουστσόφ. Ανάμεσά τους μια από τις πρωτεύουσες θέσεις φαίνεται να κατέχει η δυσαρέσκεια των εκπροσώπων του κομματικού κατεστημένου λόγω των προσπαθειών του Χρουστσόφ για την αναδιοργάνωση και την αποκέντρωση του κομματικού μηχανισμού, πράγμα που έθετε σε κίνδυνο την εξουσία τους και τα προνόμιά τους. Ως άλλη αιτία, σοβαρότερη ίσως, αναφέρεται η αγροτική πολιτική του Χρουστσόφ. Τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την αξιοποίηση απέραντων παρθένων εκτάσεων που θα καθιστούσαν την ΕΣΣΔ αυτάρκη σε αγροτικά προϊόντα κατέληξαν σε αποτυχία.


Στις 14 Οκτωβρίου του 1964 ο Χρουστσόφ υπέβαλε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος την παραίτησή του από τα αξιώματά του για λόγους «υγείας και προχωρημένης ηλικίας». Πιστεύεται ότι ο κυριότερος αρχιτέκτονας της πτώσης του ήταν ο ως τότε προστατευόμενός του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ο οποίος και τον διαδέχθηκε την επομένη ως γραμματέας του κόμματος.


Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ο Χρουστσόφ τα έζησε στην αφάνεια, στην «ντάτσα» του. Οταν πέθανε, δεν του έγινε επίσημη κηδεία και δεν ενταφιάστηκε καν στο τείχος του Κρεμλίνου, όπως συνηθιζόταν για τους μεγαλόσχημους του καθεστώτος.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ