Στις 3 Ιουλίου 1994 σε μια απομονωμένη περιοχή στην Αγία Μαρίνα Μεσσαγρού Αίγινας έκλεινε με τον πιο απρόσμενο και τραγικό τρόπο ένας από τους πλέον σημαντικούς όσο και απόρρητους φακέλους που είχε σχηματίσει η ΕΛ.ΑΣ. για τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Ηταν προϊόν μιας μυστικής έρευνας η οποία, σύμφωνα και με νεότερα στοιχεία που αναδεικνύονται τις τελευταίες ημέρες, ήταν καθοριστική για την εξιχνίαση τρομοκρατικών ενεργειών. Εκείνη την ημέρα φίλοι του ανεκάλυπταν απαγχονισμένο μέσα σε κλειδωμένο δωμάτιο συγγενικού σπιτιού τον 39χρονο τυπογράφο Βαγγέλη Λάμπρου, για τον οποίον υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της Αστυνομίας υποστήριζαν ότι αποτελούσε ένα από τα κεντρικά «πρόσωπα» στη δράση του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα και άλλων «θυγατρικών» οργανώσεων. Μόνο που ποτέ δεν κατόρθωσαν να τεκμηριώσουν οτιδήποτε πέρα από σειρά ενδείξεων και πιθανολογήσεων.


Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, ο Βαγγέλης Λάμπρου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος «έζησε μια ζωή σχεδόν όμοια με αυτήν του Δημήτρη Κουφοντίνα, αποκομμένος από την οικογένειά του, ακολουθώντας μια προσωπική διαδρομή στον αντιεξουσιαστικό χώρο». Μια διαδρομή που φέρεται ότι ξεκίνησε από επαφές με κατά καιρούς υπόπτους για εμπλοκή σε τρομοκρατικές οργανώσεις την περίοδο 1975-1980 και σταθμούς την άσκηση ποινικής δίωξης αλλά και την πανηγυρική απαλλαγή του για τον εμπρησμό των πολυκαταστημάτων «Ατενέ» και «Κλαουδάτος» τον Ιούνιο του 1981. Αμέσως μετά οι αξιωματικοί τής ΕΛ.ΑΣ. υποστήριζαν ότι σχετίζεται με την οργάνωση Αντικρατική Πάλη του Χρήστου Τσουτσουβή, με την Επαναστατική Αλληλεγγύη του Κυριάκου Μαζοκόπου, ενώ υπήρξαν και ορισμένες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για συμμετοχή του στο περιώνυμο «ριφιφί του αιώνα» το 1992. Πάλι όμως δεν υπήρξε καμία απόδειξη. Ο αφανής «συνήθης ύποπτος» της ΕΛ.ΑΣ. όμως είχε επιλέξει από το 1993 τη δική του μοναχική πορεία που τον οδήγησε στην αμφισβήτηση των πάντων, στο αδιέξοδο, στα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και στην επιλογή του τραγικού τέλους, χωρίς κανένας από τους φίλους του να μπορεί να αποτρέψει αυτή την επιλογή θανάτου. Η άγνωστη ιστορία του Βαγγέλη Λάμπρου και των συνεχών αναζητήσεων της ΕΛ.ΑΣ. που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» δεν αναδεικνύει μόνο τον κύκλο των… «τυφλών ερευνών» της Αστυνομίας επί σειρά ετών· προσδιορίζει και τα προσωπικά αδιέξοδα ενός ανθρώπου ο οποίος εμφανίζεται να ανδρώνεται στον αντιεξουσιαστικό χώρο, να προσεγγίζεται πιθανόν από οργανώσεις ένοπλης πάλης και να οδηγείται τελικώς στο τίποτε, στην κατάπτωση και μετά στην αυτοκτονία.


* Οι διπλές επιθέσεις


Η πρώτη και η μοναδική φορά που δημοσιοποιούνται στοιχεία της Αστυνομίας για τον Βαγγέλη Λάμπρου είναι μετά τον διπλό εμπρησμό στις 3 Ιουνίου 1981 των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ» στο κέντρο της Αθήνας. Είχε προηγηθεί στις 19 Δεκεμβρίου 1980 η ολοκληρωτική καταστροφή των πολυκαταστημάτων «Μινιόν» και «Κατράντζος Σπορ» στο κέντρο της Αθήνας που ανέλαβε η οργάνωση Οκτώβρης 80. Ακολούθησε και ένας τρίτος διπλός εμπρησμός στις 7 Ιουλίου 1981 στα πολυκαταστήματα του «Δραγώνα» στην Αθήνα και του «Λαμπρόπουλου» στον Πειραιά, χωρίς όμως μεγάλες καταστροφές αυτή τη φορά. Την πρώτη χρονικά επίθεση, σε «Μινιόν» και «Κατράντζο», ανέλαβε η οργάνωση Οκτώβρης 80, στις άλλες δύο διπλές επιθέσεις όμως δεν υπήρξε καμία ανάληψη ευθύνης και αστυνομικοί υποστηρίζουν ότι αυτό υπήρξε μετά τη σύλληψη υπόπτων το δεύτερο «πλήγμα» στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Αυτές λοιπόν ακριβώς τις τρεις διπλές εμπρηστικές επιθέσεις στα πολυκαταστήματα την περίοδο 1980-1981, με τις οδυνηρές συνέπειες για το εμπόριο, επανεξετάζει σήμερα η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.


Και αυτό γιατί η οργάνωση Οκτώβρης 80 και οι δράστες των εμπρησμών θεωρείται ότι αποτελούσαν την πρώτη βασική διάσπαση του ΕΛΑ, ύστερα και από τον θάνατο του ιδρυτή της οργάνωσης Χρήστου Κασσίμη το 1977, ενώ ήσαν και ο προπομπός της οργάνωσης Αντικρατική Πάλη του Χρήστου Τσουτσουβή. Πρόκειται για δύο οργανώσεις που επεδίωκαν σκληρά χτυπήματα.


Μία ημέρα λοιπόν μετά τον δεύτερο διπλό εμπρησμό πολυκαταστημάτων (τον Ιούνιο του 1981) το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ανακοινώνει ότι αναζητεί τις αδελφές Αικατερίνη και Ευαγγελία Τσαγκαράκη, ηλικίας τότε 23 και 20 ετών, θυγατέρες υπευθύνου Ασφαλείας του Νομισματοκοπείου της Τράπεζας της Ελλάδος, ως ύποπτες συμμετοχής στην ενέργεια αυτή. Η έρευνα της Αστυνομίας στράφηκε στην Ευαγγελία Τσαγκαράκη γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι «ανήκε στον χώρο των εξτρεμιστών», όπως ανέφεραν οι αστυνομικοί, αλλά και είχε επισκεφθεί στις φυλακές τον 24χρονο τότε Γιάννη Μπουκετσίδη, όταν αυτός εκρατείτο ως ύποπτος για βομβιστική επίθεση στην Εφορία Πειραιά το 1980. Ο Μπουκετσίδης αθωώθηκε γι’ αυτή την επίθεση, όπως και όταν κατηγορήθηκε το 1990 ως συνεργός του Κυριάκου Μαζοκόπου, στα χέρια του οποίου εξερράγη εκρηκτικός μηχανισμός.


* Οι ύποπτες αδελφές


Οπως ανέφεραν τότε αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., για τις αδελφές Τσαγκαράκη προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία και συγκεντρώθηκαν μαρτυρίες σε σχέση με τους εμπρησμούς. Ετσι λοιπόν η έρευνα της Αστυνομίας κατέληξε στη σύλληψη του 25χρονου τότε Βαγγέλη Λάμπρου, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τις αδελφές Τσαγκαράκη (αργότερα αναφέρεται ότι παντρεύτηκε την Ευαγγελία), αλλά και του Θόδωρου Πισιμίση, για τον οποίον αστυνομικοί έχουν προχωρήσει και σε άλλες αποτυχημένες ενέργειες για να διερευνήσουν τυχόν ρόλο του σε κεντρικό επίπεδο με τη δράση του ΕΛΑ.


Ο Λάμπρου, ο οποίος είχε παλαιότερα διέλθει από την οργάνωση Ρήγας Φεραίος, είχε δικτυωθεί στον «χώρο» των Εξαρχείων και εμφανιζόταν ως υποστηρικτής της ένοπλης δράσης, προφυλακίζεται κατηγορούμενος για τους εμπρησμούς. Μάλιστα εκείνο το χρονικό διάστημα, καλοκαίρι 1981, συζούσε με μια άλλη κοπέλα στην περιοχή της Καλλιθέας, στο διαμέρισμα της οποίας σημειώθηκε έκρηξη. Ο Λάμπρου υποστήριξε ότι η έκρηξη σημειώθηκε από διαρροή γκαζιού και δεν υπήρξε συνέχεια στην έρευνα των αστυνομικών. Στα τέλη Ιουλίου 1981 η οργάνωση Οκτώβρης 80 εκδίδει, όπως έπραττε και ο ΕΛΑ, «πληροφοριακό δελτίο» όπου αναφέρει ότι «ο αγωνιστής Βαγγέλης Λάμπρου είναι ακόμη φυλακισμένος και αντιμετωπίζει μια στημένη κατηγορία». Σύντομα οι κατηγορίες των αστυνομικών καταρρέουν και οι κατηγορούμενοι για τους εμπρησμούς των πολυκαταστημάτων «Ατενέ» και «Κλαουδάτος» απαλλάσσονται διά βουλεύματος αφού δεν προέκυψε οποιαδήποτε σχέση τους με την υπόθεση.


* Η προκήρυξη της «17Ν»


Εντυπωσιακό στοιχείο της συγκεκριμένης υπόθεσης με τους εμπρησμούς των πολυκαταστημάτων ήταν η κριτική που άσκησε αμέσως μετά η 17Ν με προκήρυξή της το καλοκαίρι του 1981. Ερευνήθηκε λοιπόν εκ των υστέρων, παρά την απαλλακτική απόφαση, ο τυχόν «ρόλος» του Ευάγγελου Λάμπρου με την Αντικρατική Πάλη του Χρ. Τσουτσουβή αλλά και άλλα μέλη ένοπλων οργανώσεων. Ο Λάμπρου καλείται πολλές φορές για «άτυπες» καταθέσεις στην τότε υπεύθυνη των ερευνών Κρατική Ασφάλεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο φάκελος που εξακολουθεί να σχηματίζει η Αστυνομία γι’ αυτόν του αποδίδει καθοριστικό ρόλο, χωρίς καμία τεκμηρίωση. Φέρεται ότι γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις, γι’ αυτό και προσεγγίζεται από πληροφοριοδότες της Αστυνομίας. Οι αξιωματικοί τής ΕΛ.ΑΣ. ερευνούν αν ο Λάμπρου είχε ως τυπογράφος σχέση με την έκδοση των «πληροφοριακών δελτίων» που εξέδωσε κατ’ επανάληψη ο ΕΛΑ. Νεότερος κύκλος ερευνών ακολουθεί γι’ αυτόν μετά την έκρηξη στο εργαστήριο του Μαζοκόπου το 1990, χωρίς όμως πάλι καμία επαλήθευση και χωρίς να δημοσιοποιείται οτιδήποτε για την «εστίαση» της έρευνας στο πρόσωπό του. Οι αστυνομικοί φέρεται ότι εξέτασαν τότε και την τυχόν σχέση του με το επονομαζόμενο «ριφιφί του αιώνα» στην Τράπεζα Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης το 1992, που πολλοί αστυνομικοί αποδίδουν στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα. Οι αξιωματικοί τής ΕΛ.ΑΣ. και σε αυτή την περίπτωση διαθέτουν ένα «σενάριο» που περιλαμβάνει στο «ριφιφί» προσωπικούς φίλους στον αντιεξουσιαστικό χώρο αλλά και ποινικούς του Βαγγέλη Λάμπρου με συγγενικά πρόσωπα στην τράπεζα. Και σε αυτή την περίπτωση όμως δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο και οι αναφορές των αστυνομικών είναι έωλες και πιθανότατα σε λάθος κατεύθυνση.


ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Η γνωριμία με τον Κουφοντίνα


Από το 1993 και μετά ο Λάμπρου παρουσιάζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Πολλοί λένε ότι ακολουθεί ίσως μια τάση προς την αυτοχειρία που παρουσιάστηκε στον «χώρο» μετά τους θανάτους του Χρήστου Τσουτσουβή το 1985 και του Μιχάλη Πρέκα το 1987 στην Καλογρέζα, ο οποίος προτίμησε το «τέλος» από την παράδοσή του στους αστυνομικούς. Ο 39χρονος καταφεύγει το 1994 στην Αίγινα, όπου φιλοξενείται σε σπίτι ενός ζευγαριού συγγενών του ­ ασχολούνται με τη μελισσοκομική ­ που φέρεται ότι έχουν απασχολήσει, όπως και άλλοι «σύντροφοι» του Λάμπρου, την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Εκείνοι προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να βοηθήσουν τον Λάμπρου να συνέλθει, το τέλος όμως φαίνεται ότι ήταν προδιαγεγραμμένο. Η γνωμάτευση στις 4 Ιουλίου 2001 του τότε ιατροδικαστή Πειραιά κ. Βύρωνα Κανάκη και η σύντομη αναφορά του ανθυπαστυνόμου Σταύρου Μάρναρη, του τοπικού Τμήματος Μεσσαγρού, όριζαν το τέλος. Τώρα πλέον η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία διερευνά νεότερα στοιχεία για την αναφερόμενη γνωριμία του με τον Δημήτρη Κουφοντίνα και άλλα μέλη της 17Ν, ενώ το 2000 στο πλαίσιο αυτό ερεύνησε τους τραπεζικούς λογαριασμούς συγγενικών του προσώπων. Από την οικογένειά του ζει μόνο ο 85χρονος πατέρας του, ο οποίος, όπως ανέφερε προχθές στο «Βήμα», «γνώριζε ελάχιστα πράγματα για τη ζωή του γιου του και ένα από αυτά ήταν ο θάνατός του».