Στα 25 δημιουργικά του χρόνια
ο βιρτουόζος του βιολιού και συνθέτης, με τις αρετές των ευρωπαίων συνθέτων, τους οποίους συνάντησε στο Βερολίνο, έγραψε 170 μικρά και μεγάλα έργα. Ανάμεσά τους έργα για σόλο πιάνο και δύο πιάνα, έργα για βιολί και πιάνο, έργα για βιολοντσέλο και πιάνο, μουσική δωματίου, καθώς και ορχηστρικά έργα. Το όνομά του βρίσκεται στις μουσικές λίστες του κόσμου, μαζί με τους μεγάλους Ελληνες, τη Μαρία Κάλλας, τον Δημήτρη Μητρόπουλο κ.ά. Η διαδικασία όμως με την οποία προσέφερε τόσο απλόχερα την ιδιοφυΐα του παραμένει γκρίζα, όπως και οι λόγοι για τους οποίους η ελληνική μουσική σκηνή τον αποδοκίμασε χαρακτηρίζοντας τη μουσική του δύσκολη και στρυφνή.


Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1904 στη Χαλκίδα της Εύβοιας. Τα μέλη της οικογένειάς του είχαν παράδοση στη μουσική, ο πατέρας του Αλέκος και ο θείος του Κώστας συμμετείχαν στην Αντώνειο Φιλαρμονική, αυτοί του έδωσαν και τα πρώτα μαθήματα. Εξαρχής φάνηκε το εκπληκτικό ταλέντο του στο βιολί, σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, από όπου αποφοίτησε με το βραβείο Συγγρού, ενώ στα δεκαεπτά του βρέθηκε στο Βερολίνο με την υποτροφία Αβέρωφ, στο πιο καίριο σημείο της μουσικής κοινωνίας της Ευρώπης. Εκεί φοίτησε δίπλα στους Φίλιπ Γιάρναχ, Αρνολντ Σένμπεργκ και αργότερα στον Κουρτ Βάιλ και στον Φερούτσιο Μπουζόνι. Στο Βερολίνο η καριέρα του ως βιολονίστα έδυσε, για να ανατείλει ως συνθέτη. Από τα πρώτα του έργα ήταν η ενορχήστρωση της «Κρητικής Γιορτής» του Δημήτρη Μητρόπουλου, που συνοδεύτηκε από μια νέα υποτροφία από τον Εμμανουήλ Μπενάκη.


Με την επιβολή του ναζισμού στην Ευρώπη ο Σένμπεργκ και άλλοι μουσικοί αποχώρησαν από το πληχθέν Βερολίνο. Ο Σκαλκώτας τούς ακολουθεί, αν και ο δρόμος προς την Αθήνα είναι δύσβατος, τα οικονομικά του αδύναμα και η απογοήτευσή του μεγάλη. Στην Αθήνα, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, εμφανίζεται ως διευθυντής ορχήστρας παρουσιάζοντας στο ρεπερτόριό του και δικά του έργα. Οι κριτικές όμως είναι κακές. Αν και μετέπειτα φύλακες άγγελοι του έργου του όπως ο πρόεδρος της Εταιρείας Φίλων Σκαλκώτα μουσικολόγος Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου έκαναν μια σημαντική προσπάθεια να αναδείξουν τη μουσική του δημιουργία, η αντίληψη που καθηλώθηκε στο μυαλό των Ελλήνων ήταν κυρίως αυτή του στρυφνού και δύσκολου συνθέτη. Σε αυτήν συνέβαλε και η ιδιάζουσα προσωπικότητα του συνθέτη, η τάση του για απομόνωση αλλά και το γεγονός ότι υπήρξε ιδιαίτερα λιγομίλητος.


Καταβεβλημένος από τα ψυχολογικά του κυρίως προβλήματα ο Σκαλκώτας πέθανε σε ηλικία 49 χρόνων από περίσφιξη κήλης. Είχε εν τω μεταξύ νυμφευθεί δύο φορές – με τη Ματθίλδη Τέμκο, την περίοδο 1929-1930, από την οποία απέκτησε μια κόρη, την Αρτεμη, και τη Μαρία Παγκαλή στα 42 του, από την οποία απέκτησε τον γιο του Αλέκο.


Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του ήλθε η διεθνής αναγνώριση. Ενα μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα από το Konzerthaus του Βερολίνου καθώς και το πρώτο διεθνές επιστημονικό μουσικολογικό συνέδριο για το έργο του, στο πλαίσιο του εορτασμού της χιλιετίας, έφεραν το όνομα του μεγάλου συνθέτη στο παγκόσμιο προσκήνιο. Ακολούθησε η Πλήρης Εκδοση Σκαλκώτα με τη δισκογράφηση (σε πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις) των συνθέσεών του από τη γνωστή δισκογραφική εταιρεία BIS, με ξένους και έλληνες μουσικούς και ορχήστρες. Ο διεθνής Τύπος κάνει λόγο για «τον Μεγάλο Ελληνα» («In Tune») αλλά και για «μουσική μεγάλης δεξιοτεχνίας που συνδυάζει την εύφορη έμπνευση με την έντονη αμεσότητα και την αδρή δύναμη με τη ρητορική και στωική ευγλωττία» («American Record Guide»).