Υπήρχε πάντα μια κλασική
παρανόηση, αρκετά διαδεδομένη στον δυτικό κόσμο, ότι η Ιντιρα Γκάντι ήταν κόρη ή συγγενής του Μαχάτμα Γκάντι. Με αρκετή δόση χιούμορ ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Ατένμπορο συνήθιζε να λέει ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο γύρισε το 1982 τη βιογραφική υπερπαραγωγή «Γκάντι» ήταν για να διαφωτίσει επιτέλους τους αδαείς συμπατριώτες του ότι στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση είχαν οι δύο συνονόματοι ινδοί πολιτικοί. Ο σκοπός του επετεύχθη εν μέρει, καθώς άφησε έναν διακεκριμένο πολίτη των ΗΠΑ εντελώς «αδιαφώτιστο» πάρα ταύτα. Λέγεται πως όταν η ταινία προβλήθηκε στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν πλησίασε τον δημιουργό και τον συνεχάρη για το έργο του λέγοντας: «Θαυμάσια ταινία. Ηταν μεγάλος άντρας. Οπως ακριβώς και η κόρη του».


Πατέρας της «μεγάλης» κόρης ήταν ένας άλλος διάσημος άντρας, ο πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας Τζαουαχαρλάλ Νεχρού. Ο Μαχάτμα Γκάντι πάντως δεν της ήταν εντελώς άγνωστος – μπαινόβγαινε συχνά στο σπίτι των Νεχρού ως καλός οικογενειακός φίλος. Το μοναχοπαίδι του ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος μεγαλώνει αναπνέοντας την έντονη μυρωδιά της πολιτικής και βιώνει από τα γεννοφάσκια της τους αγώνες κατά της βρετανικής αυτοκρατορίας. Πρότυπό της και ουσιαστικά ο μοναδικός άνθρωπος που έχει δίπλα της μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της από φυματίωση είναι ο πατέρας πολιτικός. Η επιρροή που έχει δεχθεί από εκείνον φαίνεται όταν ως φοιτήτρια της Οξφόρδης γράφεται σε οργανώσεις για την ανεξαρτησία της Ινδίας και κατά του φασισμού στην Ισπανία. Εκείνη την εποχή ερωτεύεται τον γοητευτικό συναγωνιστή της Φερόζ Γκάντι και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της τον παντρεύεται, το 1942. Αποκτούν δύο αγόρια, τον Ρατζίβ και τον Σαντζάι, αλλά στην πορεία ο Γκάντι αποφασίζει ότι προτιμά την μποέμικη ζωή του και το σκάει με μια νεαρή μουσουλμάνα. Η Ιντιρα επιστρέφει απογοητευμένη στο πατρικό της και αφοσιώνεται στους γιους της, ενώ ο Νεχρού ορκίζεται πρωθυπουργός. Στη διάρκεια της θητείας του η Γκάντι βρίσκει την ευκαιρία να κάνει πράξη μερικά από τα παθιασμένα φοιτητικά όνειρα και να γευτεί από πρώτο χέρι την εξουσία: αρχικά διατελεί μέλος του εκτελεστικού γραφείου του Κόμματος του Κογκρέσου και το 1955 εκλέγεται πρόεδρος της παράταξης. Το 1968, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της, θα πάρει την καρέκλα του στο πρωθυπουργικό γραφείο.


Από τότε θα κατηγορηθεί συχνά για υπερβολική εξάρτηση από αυτή την καρέκλα της εξουσίας, κατηγορία που οφείλεται και στο ότι οι τρεις εκ των τεσσάρων θητειών της ως πρωθυπουργού ήταν διαδοχικές. Η Ιντιρα αποκτά φανατικούς οπαδούς, ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες, οι οποίες εναποθέτουν στη μορφωμένη ηγέτιδα όλες τις ελπίδες τους για την έξοδό τους από τη φτώχεια και την καταπίεση. Με σύνθημα την «κατάργηση της φτώχειας» η πρωθυπουργός δείχνει διατεθειμένη να ανακουφίσει το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού από την εξαθλίωση, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά και η αντιπολίτευση βρίσκει «πάτημα» στην ασυνέπειά της. Οι ινδικές κάστες και οι τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις παραμένουν σχεδόν απαράλλακτες. Ο καθοριστικός ρόλος της στον πόλεμο της Ινδίας με το γειτονικό Πακιστάν (1971) καθώς και η άνεση με την οποία διατάσσει συλλήψεις και φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων της «χαρίζουν» στην Ιντιρα Γκάντι τη ρετσινιά της Σιδηράς Κυρίας. Μια ρετσινιά που η ίδια φροντίζει κάθε τόσο να δικαιώνει, όπως όταν κηρύσσει για δύο ολόκληρα χρόνια τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης βγάζοντας από τη μέση μερικούς ακόμη ανεπιθύμητους αντιφρονούντες, ως απάντηση σε όσα της προσάπτουν για εκλογική απάτη. Με ή χωρίς απάτη πάντως χάνει τις εκλογές το 1977, για να επανέλθει όμως δριμύτερη και «εξαγνισμένη» στα μάτια της κοινής γνώμης, για τα προηγούμενα ατοπήματα της κυβέρνησής της, το 1980.


Τρέφει λατρεία για τον μικρότερο γιο της Σαντζάι και τον προορίζει για διάδοχο. Οταν εκείνος σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει ποτέ τον χαμό του, αναλαμβάνει ωστόσο την πολιτική διαπαιδαγώγηση του πρεσβύτερου Ρατζίβ, ενός μπον βιβέρ που τον ενδιαφέρουν μάλλον οι επιχειρήσεις παρά η σταθεροποίηση της δημοκρατίας στην Ινδία.


Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι αυτονομιστές – των επαρχιών που ζητούν ανεξαρτησία από το ινδικό κράτος – προκαλούν νέα θερμά επεισόδια και η κυβέρνηση της Γκάντι σπεύδει να επαναφέρει την τάξη. Το 1984, ως αντίποινα σε βιαιοπραγίες από μέρους των σιχ εξτρεμιστών (φανατικοί οπαδοί του σιχισμού, μιας θρησκευτικής αίρεσης του ινδουισμού που συνδυάζει ινδουισμό και μουσουλμανισμό), διατάσσει η ίδια την επίθεση στον μεγάλο ιερό ναό των σιχ. Τα θύματα φθάνουν τους 450. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1984, η Γκάντι πέφτει νεκρή από τις σφαίρες δύο σιχ σωματοφυλάκων της. Οταν ο γιος της Ρατζίβ ορκίζεται αργότερα πρωθυπουργός πολλοί μιλούν για μια εκλογή η οποία προήλθε περισσότερο από συμπάθεια για τη δολοφονία της μητέρας του. Ούτε ο Ρατζίβ όμως ξέφυγε από την οικογενειακή κατάρα: δολοφονήθηκε το 1991, ενισχύοντας τη συναισθηματική προσκόλληση των Ινδών στη δυναστεία των Νεχρού-Γκάντι. Οι πάγκοι των μικροπωλητών στις προεκλογικές εκστρατείες έχουν ακόμη και σήμερα αφίσες με τα πρόσωπα της Ιντιρας και του Ρατζίβ.


Η ιταλικής καταγωγής χήρα του Ρατζίβ Γκάντι, Σόνια, ανέλαβε την προεδρία του Κόμματος του Κογκρέσου, ενώ οι ψηφοφόροι των Γκάντι ελπίζουν τώρα ότι η εγγονή τής Ιντιρα, Πριγιάνκα, θα συνεχίσει επάξια την πολιτική κληρονομιά και θα σώσει την ιστορική ινδική παράταξη.


«Αν πεθάνω σήμερα, κάθε σταγόνα από το αίμα μου θα δυναμώσει το έθνος» είπε κάποτε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας. Πράγματι, η ζωή και ο θάνατος της Ιντιρα Γκάντι κατάφεραν τις περισσότερες φορές να δυναμώσουν τα πάθη του έθνους, αλλά διχαστικά, χωρίς να εξαργυρώσει την αγάπη που της έτρεφε ένα μεγάλο μέρος του λαού της σε πολιτικό έργο το οποίο θα έμενε στην Ιστορία.