Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να κάνει από μόνο του τις θεσμικές αλλαγές που απαιτούνταν στο τραπεζικό σύστημα οδήγησε στον αφελληνισμό των ελληνικών τραπεζών, όπως ακριβώς στην Κύπρο είχε οδηγήσει στο «κούρεμα» των καταθέσεων. Η ζημιά είναι εξίσου σημαντική. Με τη μόνη διαφορά ότι στη μία περίπτωση την πληρώνουν οι καταθέτες και στην άλλη οι φορολογούμενοι. Σημαντικές είναι και οι ευθύνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που όχι μόνο δεν διόρθωσε τις παραλείψεις του παρελθόντος αλλά καλλιέργησε προσδοκίες για διαγραφή χρεών, οδηγώντας στα ύψη τα «κόκκινα» δάνεια και δημιουργώντας την ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης. Από κοντά και οι ιδεοληψίες των Ευρωπαίων, όχι μόνο του Βερολίνου που δίνει τον τόνο, αλλά και των Βρυξελλών, καθώς οι αγκυλώσεις και οι εμμονές της γραφειοκρατίας σε αρχές και αριθμητικούς δείκτες ευνόησαν στην πράξη ξένα συμφέροντα.
Το κόστος


Συνολικά, υπολογίζεται ότι η όλη ιστορία κόστισε στο Δημόσιο και στον έλληνα φορολογούμενο περί τα 30 δισ. ευρώ. Τόσα έχει βάλει το Δημόσιο στις τράπεζες. Βεβαίως εξ αρχής δεν προβλεπόταν ότι θα πάρει πίσω το σύνολο των χρημάτων, αλλά σημαντικό μέρος αυτών. Για παράδειγμα, στο πρώτο Μνημόνιο προβλεπόταν ότι από τα 25 δισ. ευρώ της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης θα έπαιρνε πίσω 16 δισ. ευρώ. Ομως σήμερα, με το ποσοστό του στις τράπεζες να έχει περιοριστεί στα επίπεδα του 25%, για να πάρει τα λεφτά αυτά, η συνολική χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών θα πρέπει να πάει στα 65 δισ. ευρώ από περίπου 1,2 δισ. ευρώ!
Από εκεί και πέρα, ζημιές καταγράφουν έλληνες ιδιώτες, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι, μέτοχοι, ασφαλιστικά ταμεία, οργανισμοί κ.λπ. που παραδοσιακά ήταν μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών και ιδιαίτερα της Εθνικής Τράπεζας. Συνολικά, έλληνες και ξένοι ιδιώτες επενδυτές είχαν βάλει στις προηγούμενες δύο ανακεφαλαιοποιήσεις 12 δισ. ευρώ που και αυτά εξαερώθηκαν.
Υπάρχουν όμως και σημαντικές «παράπλευρες» απώλειες. Περνώντας οι τράπεζες σε ξένα χέρια, χάνεται και ο έλεγχος υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, βιώσιμων ή μη. Και όταν ο έλεγχος αυτός περιέρχεται στα χέρια επιθετικών επενδυτικών κεφαλαίων, αυτά που η κυβέρνηση ονομάζει «γύπες» και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεσμευόταν ότι θα κρατήσει μακριά από τη χώρα και τώρα στο δεύτερο πακέτο προαπαιτούμενων προβλέπεται η αδειοδότησή τους και το πλαίσιο λειτουργίας τους, τότε το κόστος πολλαπλασιάζεται.
Οι προθέσεις των πιστωτών για να ελέγξουν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και μέσω αυτού την οικονομία έγιναν εμφανείς τον περασμένο Φεβρουάριο στο Eurogroup των Βρυξελλών. Τότε που όπως έλεγε ο Γιάνης Βαρουφάκης «η Ελλάδα άφησε το Μνημόνιο πίσω της». Ομως μαζί άφηνε και τα 10 δισ. ευρώ που προέβλεπε για τις τράπεζες. Με τη συμφωνία που υπέγραψε, τα 10 δισ. ευρώ «πέταξαν» από το ΤΧΣ για το Λουξεμβούργο, την έδρα του EFSF. Οι όποιες κεφαλαιακές ανάγκες θα προέκυπταν για τις τράπεζες, θα καλύπτονταν με νέο Μνημόνιο. Οπως και έγινε.
Τα «κόκκινα» δάνεια στα ύψη


Οι προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ για «κούρεμα» οδήγησε τα «κόκκινα» δάνεια στα ύψη. Εφτασαν σε τέτοιο επίπεδο που ξεπέρασαν ακόμη και το δυσμενές σενάριο των stress tests του 2014. Τότε τα «κόκκινα» δάνεια αντιστοιχούσαν στο 25% του συνόλου και το δυσμενές σενάριο που κάλυπτε την προοπτική για τα επόμενα τρία χρόνια, τα ανέβαζε στο 35%. Ομως η ρητορική περί «σεισάχθειας» και «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη» οδήγησε τα προβληματικά δάνεια στο 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Τη διαφορά από το 35% στο 50% ήλθε να καλύψει η νέα ανακεφαλαιοποίηση που προέκυψε από τα τελευταία stress tests.
Βεβαίως, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση δεν έγινε σωστά και για αυτό χρειάστηκε νέα. Ομως αυτό δεν προκύπτει από την πορεία των τραπεζικών μετοχών που δείχνουν το αντίθετο. Οι τιμές τους συνέχισαν να ανεβαίνουν μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2014 και άρχισαν να πέφτουν μόνο όταν μπήκαν στο κάδρο οι προεδρικές εκλογές και η αβεβαιότητα που προκάλεσε η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Την ώρα λοιπόν που τα «κόκκινα» δάνεια «τραβούσαν την ανηφόρα», η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών κατρακυλούσε. Οι τιμές τους στο χρηματιστήριο υποχωρούσαν και έφθασαν σε μερικά λεπτά του ευρώ. Και όταν πλέον η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, το οποίο προέβλεπε κεφάλαια 25 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, οι επενδυτές συνέχισαν να πωλούν τις τραπεζικές μετοχές για να τις αγοράσουν φθηνότερα αργότερα.
Μετοχές-ενέχυρο


Αρχικά η συμφωνία της 12ης Ιουλίου προέβλεπε ότι τα 25 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα δοθούν μέσω του ΤΧΣ, δηλαδή μέσω του Δημοσίου που θα χρεωνόταν το δάνειο. Στη συνέχεια, οι μετοχές θα έμπαιναν ως ενέχυρο στο υπό σύσταση Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων και από την πώλησή τους μέσα θα ξεπληρώνονταν τα 25 δισ. ευρώ των πιστωτών.
Το σχέδιο αυτό, εμπνεύσεως Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, διευκόλυνε τις επιδιώξεις όσων έβλεπαν με καλό μάτι να αποκτήσουν τον έλεγχο των τραπεζών και μαζί της ελληνικής οικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, η πώληση των μετοχών θα οδηγούσε μεν στον αφελληνισμό των ελληνικών τραπεζών, όμως η διαδικασία αυτή θα απέφερε έσοδα στο Δημόσιο, που θα αξιοποιούνταν για την ισόποση μείωση του χρέους.
Οπως όμως αποδείχθηκε στην πορεία, το σχέδιο για την ένταξη των τραπεζών στο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα διαπραγματεύθηκε ο κορεάτης σύμβουλος της κυβέρνησης Γκλεν Κιμ, στην πράξη δεν ήταν εφαρμόσιμο. Η Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Κομισιόν, εμμένοντας στους ευρωπαϊκούς κανόνες, υποστήριξε σθεναρά την αρχή ότι κρατικά κεφάλαια χρησιμοποιούνται σε τράπεζες και επιχειρήσεις μόνο όταν δεν υπάρχουν ιδιωτικά κεφάλαια. Ετσι, επέβαλε η ανακεφαλαιοποίηση να γίνει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των ιδιωτών.
Ο έλεγχος σε ιδιώτες


Κοινοτικές πηγές αναφέρουν ότι οι πιστωτές δεν εμπιστεύονταν την κυβέρνηση και ήθελαν ο έλεγχος των τραπεζικών μετοχών να βρίσκεται σε ιδιώτες. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις δεν αποκλείεται η Αθήνα να υποχώρησε στο θέμα των τραπεζών, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τη στήριξη των Ευρωπαίων και το χαλάρωμα τις πίεσης.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων πολιτικά εξυπηρετούσε τους πιστωτές. Διευκόλυνε τη χρηματοδότηση της Ελλάδος, καθώς απαιτούσε λιγότερα χρήματα. Στη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου προβλέπονταν 86 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, εκ των οποίων τα 25 δισ. ευρώ για τις τράπεζες. Από τα 86 δισ. ευρώ έχουν βρεθεί μόνο τα 50 δισ. ευρώ από τον ESM. Αν οι τράπεζες έπαιρναν τα μισά, τότε θα έμεναν μόνο 25 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση της χώρας και θα έπρεπε να βρεθούν άλλα 36 δισ. ευρώ κυρίως από το ΔΝΤ.
Ομως η Κριστίν Λαγκάρντ δεν είναι εύκολο να πείσει το Ταμείο να βάλει και άλλα λεφτά στην Ελλάδα, πέρα από τα 16 δισ. ευρώ που έχουν απομείνει από το προηγούμενο πρόγραμμα. Στους κόλπους του ΔΝΤ πολλοί ασκούν έντονη κριτική στη διοίκηση του Ταμείου, αφενός για την αποτυχημένη εμπλοκή του στην Ελλάδα και αφετέρου γιατί δίνει λεφτά σε μια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα και δεν χρηματοδοτεί εξίσου φτωχές, αφρικανικές ή άλλες υπό ανάπτυξη χώρες, που είναι και ο βασικός σκοπός του Ταμείου.
Ως εκ τούτου το σχέδιο προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Ετσι, μετά τα stress tests της ΕΚΤ, ο λογαριασμός για τις τράπεζες διαμορφώθηκε στα 14,4 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 3,8 δισ. ευρώ καλύφθηκαν με διάφορα εργαλεία και κυρίως από το «κούρεμα» και τη μετατροπή των τραπεζικών ομολόγων (LME) σε μετοχές. Το τελικό ποσό έπεσε στα 10,6 δισ. ευρώ, πολύ μακριά από τα 25 δισ. ευρώ της συμφωνίας. Από αυτά οι ιδιώτες έβαλαν περί τα 5 δισ. ευρώ και το Δημόσιο περί τα 6 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι για την κάλυψη του βασικού σεναρίου απαιτούνταν μόλις 1,8 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα 8,8 δισ. ευρώ αφορούσαν το δυσμενές σενάριο. Δηλαδή για να μην πήγαινε καμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε εκκαθάριση (resolution), απαιτούνταν 1,8 δισ. ευρώ ιδιωτικά κεφάλαια (1,34 δισ. ευρώ η Πειραιώς και 0,44 δισ. ευρώ η Εθνική) και τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να ήταν κεφάλαια από το ΤΧΣ.
Ομως οι Βρυξέλλες επέμεναν να σηκώσουν οι τράπεζες όσα το δυνατόν περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια με αποτέλεσμα την εξαέρωση της συμμετοχής του Δημοσίου και των παλαιών ιδιωτών μετόχων. Οι πιέσεις που άσκησαν να γίνουν άμεσα οι αυξήσεις, τα σφικτά χρονοδιαγράμματα που έθεσαν και τα οποία έγιναν πιεστικότερα εξαιτίας των κυβερνητικών καθυστερήσεων στην υιοθέτηση των προαπαιτουμένων, οδήγησαν και τις τέσσερις τράπεζες στην αγορά ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, τα χρήματα των ξένων επενδυτών για την Ελλάδα ήταν δεδομένα και εξ αρχής υπολογίζονταν περί τα 4,5 δισ. ευρώ. Οι επενδυτές λοιπόν εξαιτίας της αυξημένης προσφοράς πίεσαν τις τιμές προς τα κάτω.


Πλήρης έλεγχος
Πώς «εξαερώθηκαν» οι παλαιοί μέτοχοι

Ενώ η ανακεφαλαιοποίηση του 2014 έγινε σε τιμές που αντιστοιχούσαν μία φορά στη λογιστική αξία των τραπεζών, η νέα έγινε στο 0,35 της λογιστικής αξίας! Για να καλύψουν τα ποσά που ζητούσαν οι τράπεζες εξέδωσαν υπερπληθώρα μετοχών, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές (από 0,3 ως 4 λεπτά του ευρώ) και έτσι εξαερώθηκαν οι παλαιοί μέτοχοι, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο.
Ως αποτέλεσμα το Δημόσιο σήμερα, μετά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και ενώ έχει βάλει περί τα 31 δισ. ευρώ, ελέγχει περίπου το 25% του κλάδου, τη στιγμή που οι ιδιώτες, οι οποίοι έχουν βάλει 12 δισ. ευρώ, ελέγχουν το υπόλοιπο 75%, με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει σε επιθετικά hedge funds. Αλλωστε, μόνο τέτοια θα έμπαιναν σε μια χώρα με τόσο υψηλό πολιτικό ρίσκο.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση, όπως δήλωσε ο Γιάννης Δραγασάκης, θεωρεί ότι η μετοχική συμμετοχή του Δημοσίου είναι «μικρότερη αλλά ουσιαστική», αφού «οι νέες μετοχές θα έχουν πλήρη δικαιώματα ψήφου». Ομως με τα ποσοστά του Δημοσίου στις τράπεζες να είναι 2% στη Eurobank, 11% στην Alpha Bank, 25% στην Πειραιώς και 38% στην Εθνική, τα πλήρη δικαιώματα ψήφου μικρή σημασία έχουν.
Βεβαίως όλες αυτές οι αλλαγές αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγχώριων τραπεζών που πέρασε σε ξένα χέρια. Ταυτόχρονα οι πιστωτές, μετά τον Ιούλιο προώθησαν όλο το πλέγμα των αλλαγών για τον πλήρη έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Οι αλλαγές αυτές αφορούν τόσο την εταιρική διακυβέρνηση όσο και το θεσμικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των προβληματικών δανειακών χαρτοφυλακίων.
Σε επίπεδο διακυβέρνησης, το νέο πλαίσιο προβλέπει ότι ο έλεγχος του ΤΧΣ περνάει στις Βρυξέλλες και την DG Comp, ενώ οι διοικήσεις των τραπεζών θα αξιολογηθούν από ξένη εταιρεία. Επιπλέον, το Ταμείο θα τοποθετήσει στο διοικητικό τους συμβούλιο τρεις εκπροσώπους, οι οποίοι θα προεδρεύουν στις επιτροπές Ρίσκου, Εσωτερικού Ελέγχου και Αμοιβών και Εταιρικής Διακυβέρνησης, διαθέτοντας βέτο.
Τέλος, όσον αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, οι τράπεζες μετά την ανακεφαλαιοποίηση και τις υψηλές προβλέψεις που έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια, είναι σε θέση να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις και αναδιάρθρωση δανείων. Αυτό που λείπει είναι η ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου. Το πρώτο πακέτο με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ψηφίστηκε, ενώ ως το τέλος Δεκεμβρίου θα έχει ψηφιστεί και το πλαίσιο διαχείρισης επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ