Ο επικεφαλής της Gazprom Αλεξέι Μίλερ είναι τακτικός επισκέπτης της Ελλάδας. Με τον Α. Σαμαρά είχε συναντηθεί τρεις φορές και σύμφωνα με τις πληροφορίες και τις ανακοινώσεις της περιόδου εκείνης, η εταιρεία της οποίας ηγείται ενδιαφερόταν για την εξαγορά της ΔΕΠΑ.

Δημοσιογραφικές πληροφορίες σήμερα συγκλίνουν στο ότι το ενδιαφέρον αυτό παραμένει. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συγκαταλέγεται στα σενάρια που – βάσει διακηρύξεων – είναι διατεθειμένος να συζητήσει ο Αλ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μία τέτοια συμφωνία θα σήμαινε μεταβίβαση ενός κρατικού μονοπωλίου σε ένα άλλο κρατικό μονοπώλιο. Κάτι που ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί ούτε και οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού φαίνεται πιθανό να εγκρίνουν. «Ειδικώς αν πρόκειται για ένα ρωσικό ενεργειακό μονοπώλιο», σημειώνουν πηγές που γνωρίζουν καλά τον κλάδο.

Η συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με τον ρώσο αξιωματούχο στο Μέγαρο Μαξίμου διήρκεσε περί τις δυόμισυ ώρες. Παρών ήταν και ο Π. Λαφαζάνης, με τον οποίο ο κ. Μίλερ είχε συνάντηση και νωρίτερα την Τρίτη. Οι δηλώσεις που ακολούθησαν τις συναντήσεις, τόσο από τον κ. Μίλερ όσο και από τον κ. Λαφαζάνη (αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έκανε κάποια δήλωση), δεν προσέφεραν κάτι συγκεκριμένο και χειροπιαστό. Και πάντως δεν επιβεβαίωσαν σε καμία περίπτωση τα δημοσιεύματα της προηγούμενης εβδομάδας, σύμφωνα με τα οποία στην Αθήνα θα επρόκειτο να υπογραφεί την Τρίτη μία συμφωνία για την κατασκευή του ρωσοελληνικού αγωγού, η οποία θα συνοδευόταν με προκαταβολές από τα κέρδη της τάξης των 5 δισ. ευρώ.

Οσοι παρακολούθησαν την συνάντηση Πούτιν – Τσίπρα πρίν από δύο εβδομάδες στην Μόσχα, επιμένουν και υπογραμμίζουν ότι και εκεί οι αναφορές σε μία ενδεχόμενη συμφωνία κατασκευής αγωγού περιορίστηκαν σε επίπεδο προθέσεων και δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη ανακοίνωση.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και την Τρίτη στην Αθήνα, όπου το μόνο που ανακοινώθηκε ήταν η συμφωνία για την έναρξη διαδικασιών που (ενδεχομένως) θα οδηγήσει στον σχηματισμό μίας κοινοπραξίας για την κατασκευή του αγωγού.

Κατόπιν αυτού, το θέμα της ρωσικής χρηματοδότησης, έστω και μέσω μίας ενεργειακής συμφωνίας, παραμένει σε εκκρεμότητα, με άγνωστες τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει «τελική» διευθέτηση.

Σύμφωνα με πηγές που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο πεδίο, η απουσία συγκεκριμένης εξέλιξης σχετίζεται στενά με τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο διάστημα των τελευταίων εβδομάδων. Και ειδικότερα με την προσπάθειά της να αναζητήσει στην Μόσχα ένα αντίβαρο για την κλονισμένη σχέση εμπιστοσύνης με τους εταίρους και παραδοσιακούς συμμάχους της Ελλάδας κατά το διάστημα των τελευταίων μηνών.

Οι ίδιες πηγές επιμένουν ότι η πίεση που δέχεται η Αθήνα από την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες έχουν άμεση σχέση και με την δυσφορία των ευρωπαίων έναντι μίας απόπειρας να στραφεί η ελληνική κυβέρνηση προς ανατολάς, κάτι που σε πρώτο στάδιο είχε εκδηλωθεί με την ασαφή στάση που τήρησε σε ό,τι αφορά το θέμα των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας για την κρίση στην Ουκρανία.

Κατόπιν αυτών και με την διαπραγμάτευση με τους εταίρους να μπαίνει εκ των πραγμάτων και των χρονοδιαγραμμάτων στο τελικό της στάδιο, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται πλέον να χάνει την δυναμική στήριξης στην οποία είχε επενδύσει προεκλογικά και μετεκλογικά, καθώς επιχειρούσε στο οικονομικό πεδίο να συνδιαλλαγεί με την Ουάσιγκτον και στο γεωπολιτικό με την Μόσχα.