Η εκτενής αναφορά του και οι παροτρύνσεις για εξάντληση όλων των δυνατοτήτων συνεννόησης με την Τουρκία και τις βαλκανικές γειτονικές χώρες, καθώς και η εμφατική επισήμανση για την αναγκαιότητα διευρύνσεων και πολιτικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήρισαν την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στην ΚΟ του κόμματός του το μεσημέρι της Τετάρτης και – κατά πολλούς – έδωσαν το στίγμα για την προσεχή περίοδο και καθοριστικά μηνύματα εντός και εκτός Ελλάδος.
Παράλληλα, αίσθηση προκάλεσαν οι χαμηλοί τόνοι ως προς το θέμα των πρόωρων εκλογών.
«Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και ενδιαφέρουσες και πρέπει να έχουμε εγρήγορση αλλά και ψυχραιμία και κυρίως τα θέματα αυτά (σ.σ. εθνικά) δεν μπορεί να αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης, μικροκομματικής πολλές φορές, στο εσωτερικό», υπογράμμισε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Αδειασμα» εμπρηστικών δηλώσεων για τα εθνικά
Η αναφορά του Αλ. Τσίπρα στην ένταση που παρατηρείται στο Αιγαίο ήταν ιδιαιτέρως προσεκτική και κυρίως διατήρησε σαφείς αποστάσεις από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που τον τελευταίο καιρό υπαινίσσονταν ότι η κυβέρνηση ενδεχομένως συμμετέχει στην καλλιέργεια της έντασης.
Σύμφωνα πάντως με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφές πως η ένταση στα ελληνοτουρκικά είναι κάτι που ο κ. Τσίπρας σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να βρει μπροστά του σε περίπτωση που αναδειχθεί νικητής ενδεχόμενων εκλογών στις αρχές του επόμενου έτους.
Στο πλαίσιο αυτό, η κριτική του κατά της τουρκικής προκλητικότητας διατυπώθηκε με την φράση: «η αποστολή από πλευράς της Τουρκίας ερευνητικού σκάφους, συνοδευόμενου μάλιστα από πολεμικά πλοία, προκειμένου να διεξάγει σεισμικές έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, αποτελεί απροκάλυπτη παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο. Και αυτή η προκλητική παραβίαση πρέπει άμεσα να τερματιστεί».
Εξάντληση κάθε διπλωματικής δυνατότητας
Συμπλήρωσε ότι «η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να στέκεται στο πλάι της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού λαού, καθιστώντας σαφές ότι ο μόνος δρόμος για επίλυση των διαφορών στην περιοχή είναι ο διάλογος και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και όχι η δημιουργία τετελεσμένων μέσω μάλιστα μονομερών προκλητικών ενεργειών».
Παρότρυνε δε «να εξαντληθεί κάθε διπλωματική δυνατότητα ώστε η Τουρκία να προβεί στην ουσιαστική κίνηση εκείνη η οποία θα αποκλιμακώνει την ένταση, προκειμένου να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις» και συμπλήρωσε: «Η επικοινωνία με την Τουρκική πλευρά είναι απαραίτητη ώστε να καταστούν σαφείς οι σοβαρές συνέπειες που θα είχε μια τακτική κλιμάκωση και διεύρυνσης της έντασης. Αλλά και για να επιδιωχθεί η αποκλιμάκωση».
Χαρακτήρισε το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας όχι «όχι απλά δίαυλο επικοινωνίας», αλλά «ένα καίριο εργαλείο για την ανάπτυξη των σχέσεων των δύο κρατών» και τόνισε ότι «η σύγκλησή του απαιτεί την κατάλληλη προετοιμασία αλλά και την κατάλληλη χρονική συγκυρία, ώστε το εργαλείο αυτό να αξιοποιηθεί σωστά και να έχει αποτελέσματα, να συνεισφέρει στην αποκλιμάκωση της έντασης και στην ενίσχυση των σχέσεων, με σύναψη ουσιαστικών συμφωνιών και όχι πλά να ενταχθεί σε μια επικοινωνιακή λογική επικάλυψης της υπαρκτής όμως έντασης, με σωρεία ανούσιων διακηρύξεων».
Συνεχίζοντας στο ίδιο κλίμα, ο κ. Τσίπρας σημείωσε πως «παράλληλα και ειδικά σε αυτό το περιβάλλον ρευστότητας, η ενίσχυση της συνεργασίας της Ελλάδας και της Κύπρου με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου είναι ιδιαίτερα σημαντική», όμως πρέπει σταθερά να προσανατολιστεί, «όχι στην κλιμάκωση της έντασης και στη γεωπολιτική πόλωση, αλλά στην κατοχύρωση της ειρήνης της συνεργασίας και της σταθερότητας στην περιοχή. Στο να καταστούν σαφή προς όλους, τα οφέλη της συνεργασίας επί τη βάσει τους διεθνούς δικαίου».
Την ανησυχία του εξέφρασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα στα Δυτικά Βαλκάνια και την έξαρση του εθνικισμού, που όπως είπε, «επιβαρύνει την προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και του ζητήματος της ονομασίας της FYROM».
«Ούτε η κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας στην περιοχή, ούτε ο αυτόνομος ρόλος της ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, είναι δυστυχώς σήμερα δεδομένοι», σημείωσε ο κ. Τσίπρας και προσέθεσε ότι απαιτούνται «απτές και όχι επικοινωνιακές πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα μεταξύ των οποίων είναι και η ενίσχυση της Διαβαλκανικής Συνεργασίας».
Αναφέρθηκε επίσης στην ενίσχυση των Τζιχαντιστών και στην επιδείνωση του εμφυλίου πολέμου στην Συρία, στη διάλυση του Ιράκ και στην πολιτειακή κατάρρευση της Λιβύης, που όπως είπε αποτελούν μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη.
Τόνισε δε ότι στο πλαίσιο του αγώνα κατά των Τζιχαντιστών, πρέπει να υποστηριχτούν οι Κουρδικές δυνάμεις στην προστασία του Κομπάνι.
Ξεκάθαρη ως προς τις διαθέσεις του στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο ήταν η αναφορά του Αλ. Τσίπρα στο θέμα των συνεργασιών, που απευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά στο εσωκομματικό ακροατήριο.
Πρέπει «να πατήσουμε γερά στο θεμέλιο που πάντα υπολόγιζε η Αριστερά στη στρατηγική και την τακτική της: Στην πολιτική της διεύρυνσης της επιρροής μας, στην πολιτική των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Χωρίς επιπολαιότητες, αλλά και χωρίς φοβίες. Με σεβασμό στις αξίες μας, αλλά και στις αξίες όσων βρίσκονται δίπλα μας», είπε ο κ. Τσίπρας και ανέφερε πως «υπάρχουν στιγμές, που πρέπει να διευρύνουμε τα μέτωπα της πάλης ακόμα και με συμμάχους που μας φαίνονται ασταθείς, ταλαντευόμενοι, όχι αρκετά δυνατοί και αποφασισμένοι για να αντέξουν την πορεία μέχρι το τέλος».
Θέλοντας δε να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην συγκεκριμένη πρόκληση, συμπλήρωσε: «πρέπει να προβληματιστούμε αν σήμερα είναι μια τέτοια στιγμή, μια παρόμοια στιγμή για την Αριστερά και τη χώρα. Αν μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε πιο ολοκληρωμένα στο σήμερα, η ενωτική εμπειρία και παράδοση της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια».
Με δεδομένες τις αντιδράσεις που συναντά η απόπειρα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει και να επιτύχει διευρύνσεις, ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι «σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να είμαστε συνεπείς, αλλά και ταυτόχρονα ευέλικτοι. Σταθεροί στις ιδέες μας αλλά και διορατικοί».
Εθεσε δε ένα σαφές δίλημμα προς όσους αντιδρούν στην προσπάθεια αυτή, τονίζοντας ότι «οι αντίπαλοί μας, είναι αλήθεια θα μας ήθελαν κλεισμένους και απομονωμένους στα κάστρα της βεβαιότητας και της υπεροψίας. Ότι έχει κριθεί το παιχνίδι, ότι είναι στρωμένος ο δρόμος μπροστά μας. (…) Και βεβαίως πολύ θα ήθελαν οι αντίπαλοί μας να μην προσπαθούμε να διευρύνουμε τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες μας».
Κατόπιν αυτών, έκλεισε την αναφορά του στις προοπτικές συμμαχιών, λέγοντας «δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Δεν πρόκειται να επαναπαυτούμε ούτε στις δημοσκοπήσεις, ούτε στις όποιες θετικές ενδείξεις».