«Οι άξιοι είναι αρκετοί και παντού, αλλά δεν μπορούν να φανούν και να ακουστούν μέσα στην απέραντη χωματερή. Χρειάζεται να καθαρίσουμε σιγά σιγά το σκουπιδαριό και όσο ξεπλένεται η σήψη όλο και θα ανακαλύπτουμε κάποιο κόσμημα που θα πρέπει να μαζέψουμε, να το καθαρίσουμε, να το γυαλίσουμε για να μας φωτίσει με την λάμψη του. Επίπονο, χρονοβόρο καθάρισμα, μουτζούρηδες θα γίνουμε», μου λέει καλός φίλος τις προάλλες.

Δεν έχω ακούσει τίποτα που να εκφράζει καλύτερα την ανάγκη της κοινωνίας μας σήμερα. Την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι εδώ που φτάσαμε δεν μας έφεραν μόνοι τους κάποιοι πολιτικοί. Ήρθαμε όλοι μαζί. Η δυσλειτουργία ήταν –είναι– δομικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας. Τη διατρέχει οριζοντίως, κανένα κομμάτι της δεν είναι αμόλυντο.

Ωστόσο, η αντίληψη ότι όλα τα μέρη ενός δυσλειτουργικού συστήματος είναι εξίσου δυσλειτουργικά και ανεπίδεκτα αναμορφώσεως είναι μία πολύ κοινή παγίδα του ανθρώπινου μυαλού που θέλει πάντα να βρίσκει απλές και σαφείς κατηγορίες μέσα στις οποίες να εντάξει την πραγματικότητα. Οι κοινωνίες, όμως, είναι σύνθετα, δυναμικά συστήματα, τα οποία διαμορφώνονται από τις δυνάμεις που δρουν μέσα τους και τις διαμορφώνουν ταυτόχρονα.

Οι πολιτικοί, η πολιτική, οι πολίτες και οι ιδιώτες αποτελούν όλοι μέρη του συστήματος, και η συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται εντός του συστήματος καθορίζει την πορεία του. Μια κοινωνία που δεν συνειδητοποιεί τη συλλογική της δύναμη (που θα πει, την ευθύνη της για τη μοίρα της – την ως τώρα και τη μελλοντική) δεν μπορεί να έχει προοπτική• θα συνεχίσει να θρηνεί για την κατάσταση στην οποία την οδήγησαν «κάποιοι» και θα αφεθεί μοιραία να συρθεί πάλι από «κάποιους» άλλους.

Ποια θα είναι η πορεία της χώρας στο εξής; Εξαρτάται από το αν θα επικρατήσουν οι μουτζούρηδες ή οι μουτζώνοντες. Εκείνοι που θα ψάξουν τους «ψύλλους στ’ άχυρα» ή εκείνοι που μέσα στην οργή και την αγανάκτησή τους προτιμούν «να καεί, να καεί» ολόκληρος ο αχυρώνας. Οι Μεσσιανικές λύσεις της κάθαρσης μέσω της ολοκληρωτικής καταστροφής ασκούν ανέκαθεν πολύ ισχυρότερη γοητεία στο θυμικό από την ψύχραιμη και επίπονη «λάντζα» της αδιάκοπης, καθημερινής προσπάθειας να ξεχωρίσεις την ήρα από το σιτάρι• να κρίνεις ανθρώπους, λόγους και προθέσεις χωρίς ετοιματζίδικες ευκολίες a priori κατατάξεων σε «καλούς» και «κακούς»• να συμφιλιωθείς με τη βασανιστική αοριστία του πραγματικού κόσμου, όπου ενδεχομένως να υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που δεν είναι εγγενώς τεμπέληδες, δημοσιογράφοι που δεν είναι εγγενώς ψεύτες και πολιτικοί που δεν είναι εγγενώς διεφθαρμένοι.

Όλοι αυτοί που είναι διατεθειμένοι να συμβάλλουν σε έναν διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία μας, που θα ήθελαν να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους διαφορετικά, που θα ήθελαν ο δημόσιος βίος να μην είναι αβίωτος, πρέπει να ψάξουν να βρουν τους ομοίους τους σήμερα, να ανοίξουν αυτή τη συζήτηση, να διαμορφώσουν αιτήματα και συμμαχίες. Εν ολίγοις, πρέπει να γίνουμε μουτζούρηδες.