Κυβέρνηση και δανειστές προωθούν ένα μοντέλο 4ετούς ενισχυμένης εποπτείας της χώρας μας, χωρίς όμως χρήματα!

Το μεταμνημονιακό πλαίσιο που μελετάται περιλαμβάνει μια δέσμη μέτρων και δράσεων, τα οποία η Ελλάδα θα δεσμευτεί να υλοποιήσει. Αντί όμως για χρηματοδότηση, θα λαμβάνει απλώς το «καλώς έχειν» από τους Ευρωπαίους. Με αυτό τον τρόπο θα δίνεται το σήμα στις αγορές ότι η χώρα είναι αξιόπιστη και δεν έχει κατρακυλήσει στις πρακτικές του παρελθόντος.

Στα υπό συζήτηση μέτρα θα πρέπει να προσθέσουμε και την εφαρμογή όσων έχουν ήδη ψηφισθεί: μείωση συντάξεων (2019), μείωση αφορολόγητου (2019 ή 2020) και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% (2019-22).

Η ίδια η κυβέρνηση επιθυμεί την εποπτεία, ως μέσο για να πείσει τους επενδυτές να τη δανείσουν.

Διότι από εδώ και στο εξής θα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές για να ανανεώνει τα ομόλογα που λήγουν. Αυτό το εγχείρημα έχει 3 δυσκολίες:

1. Έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα

2. Η εποχή του φθηνού χρήματος φτάνει στο τέλος της, Τα επιτόκια αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά από το 2019.

3. Τα ελληνικά ομόλογα παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, γιατί δεν έχουν «βάθος» και υψηλή εμπορευσιμότητα, ενώ κατέχονται σε μεγάλο ποσοστό από κερδοσκοπικά hedge funds.

Σε περίπτωση λοιπόν μια διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι τα πρώτα που θα πληγούν.

Το μόνο μαξιλάρι ασφαλείας που μας προσφέρεται είναι η συσσώρευση από φέτος περίπου 18 δις αποθεμάτων, ώστε με αυτά να πληρώσουμε τα ομόλογα που λήγουν στο 2019, αν δεν καταφέρουμε να δανειστούμε από τις αγορές.

Το μαξιλάρι αυτό όμως είναι προσωρινό και ακριβό. Θα έχουμε δηλαδή δανειστεί ένα χρόνο νωρίτερα 18 δις με μέσο επιτόκιο 2,5% (περίπου 4% από αγορές και 1% από ESM). Αυτό ισοδυναμεί με ετήσια επιβάρυνση στον προϋπολογισμό 450 εκ.
Η ειρωνεία είναι πως η κυβέρνηση δέχεται αυτό το σενάριο, ενώ καταγγέλλει περίπου ως προδοσία την εναλλακτική που υπάρχει: την προληπτική γραμμή. Αυτή περιλαμβάνει εξίσου ενισχυμένη εποπτεία, είναι όμως διάρκειας 1 + 1 έτους (αν χρειαστεί δηλαδή καλύπτει και το 2020), ενώ προσφέρει φθηνή χρηματοδότηση με 1% επιτόκιο. Επίσης, παρέχει εγγύηση στους επενδυτές να δανείσουν την Ελλάδα και στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται φθηνά από την ΕΚΤ.

Συγκρίνοντας τις 2 εναλλακτικές, το μοντέλο που προωθείται είναι σαφώς χειρότερο από την προληπτική γραμμή.

Η κυβέρνηση το επιλέγει αψήφιστα γιατί θέλει να πουλήσει επικοινωνιακά τη δήθεν «καθαρή έξοδο». Οι δε Ευρωπαίοι γιατί η προληπτική γραμμή πρέπει να περάσει από τα κοινοβούλιά τους, κάτι που ασφαλώς δεν επιθυμούν.
Όπως φαίνεται λοιπόν θα πορευθούμε με αυτό και ο Θεός βοηθός…

Ο κ. Δημήτρης Γκιόκας είναι Οικονομολόγος – μέλος της Δημοκρατικής Ευθύνης