Δημόσιο χρέος. Από τους όρους της διευθέτησής του θα κριθεί το επίπεδο ζωής των μελλοντικών γενεών. Κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα. Ολοι, ωστόσο, μπορούν να μιλάνε για το δημόσιο χρέος –ειδήμονες και μη –και να λένε ό,τι νομίζουν. Να διαφωνούν αυτοί που λένε ότι πρέπει να το πληρώσουμε –πώς και πότε –με τους άλλους που λένε πως είναι «επονείδιστο», αλλά όλοι να λένε ανεμπόδιστα ό,τι θεωρούν σωστό. Σε βαθμό ανέφελο. Κατά κυριολεξία, καθένας λέει ό,τι θέλει. Μπορεί να αντιμετωπίζει τη δημόσια κριτική, την αποδοκιμασία, ακόμα και τη χλεύη, αλλά ουδείς διανοείται ότι δεν δύναται να εκφέρει θέση. Ούτε, επίσης, να πει ότι ο αντίπαλος δεν δικαιούται διά να ομιλεί. Και ορθώς. Δημοκρατία έχουμε και η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα να διαφωνούμε για τα μικρά και τα μεγάλα θέματα της πολιτικής κοινότητας. Ακόμη και στα πιο μεγάλα, όπως το χρέος.

Δεν είναι τα ίδια

Υπάρχουν όμως και τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Δεν είναι τα ίδια. Σε αυτά η διαφωνία αντιμετωπίζεται περίπου όπως η βλασφημία σε τόπο λατρείας. Εδώ όποιος διαφωνεί είτε σιωπά είτε άλλως λογοκρίνεται, τιμωρείται ή διαπομπεύεται. Τα «εθνικά θέματα» δεν είναι κατ’ ανάγκην τα πιο σημαντικά θέματα μιας κοινωνίας, ούτε καν του έθνους. Είναι όμως αυτά στα οποία, ανεξαρτήτως της σημασίας τους, η αποκλίνουσα άποψη δαιμονοποιείται. Μπορούμε να ορίσουμε ως «εθνικά» τα θέματα που εξαιρούνται από το πεδίο της δυνητικής διαφωνίας. Είναι τα θέματα στα οποία δεν επιτρέπεται να υπάρχει (αντί)λογος. Είναι άβατα.
Ενα τέτοιο υπήρξε για χρόνια το ζήτημα του ονόματος του βόρειου γείτονα. Οποιος δεν συμφωνούσε με την επίσημη ελληνική θέση σιωπούσε, το ψιθύριζε ή απλώς το έλεγε κωδικοποιημένα. Ενας έλληνας πρέσβης μιλούσε για τη «Δημοκρατία της Κολοκυνθούς», σαρκάζοντας την πολιτική που υπηρετούσε…
Αυτά, λοιπόν, τα «εθνικά θέματα» είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο λαθών, αυτοπαγίδευσης και αποτυχίας. Οχι για κάποιον μεταφυσικό λόγο, ούτε φυσικά λόγω συνωμοσίας σκοτεινών δυνάμεων, αλλά επειδή η πολιτική πράξη δεν είναι προϊόν σκέψης, αλλά φόβου και αυτοθυματοποίησης. Στο ζήτημα του ονόματος η ελληνική διπλωματία έκανε πολύ κρίσιμα λάθη.

Πρώτον, είναι λάθος επί της αρχής να θέλεις να επιβάλεις σε μια άλλη χώρα την ονομασία της, όσο κι αν το όνομά της σε κάνει να δυσφορείς –εύλογα ή όχι. Δεν θα σου άρεσε ποτέ να σ’ το κάνουν. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών αυτονόητα περιλαμβάνει και το δικαίωμά τους να διαλέγουν όνομα.

Δεύτερον, είναι λάθος εκ του αποτελέσματος να νομίζεις ότι θα το καταφέρεις, διότι αυτό δείχνει περιορισμένη επίγνωση ιδεολογικών προσλήψεων και γεωπολιτικών συσχετισμών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα με τις λέξεις «Μακεδονία», «Μακεδόνες», «μακεδονικός», όλος ο πλανήτης (και οι Ελληνες εκείνης της εποχής) αντιλαμβάνεται μια γεωγραφική περιοχή, ενώ στα τέλη του 20ού η πρόσληψη στην Ελλάδα παραπέμπει μονοσήμαντα στην αρχαιότητα. Τέλος, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά ο πλανήτης –από τα επίσημα κράτη, τις εφημερίδες, τις εγκυκλοπαίδειες ως την κοινή γνώμη –με τη λέξη «Μακεδονία» αποκαλεί το ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας και μετέπειτα ανεξάρτητη Δημοκρατία.
Ενώ, λόγου χάρη, διεθνώς τα προβλήματα της Ελλάδας με την Τουρκία γίνονται αντιληπτά, η ελληνική αξίωση σχετικά με το όνομα της γείτονος δεν έγινε ποτέ κατανοητή. Ειδικά, το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική» εκλαμβάνεται ως επιθετικότητα της Ελλάδας εναντίον του γειτονικού κράτους. Ετσι, η χώρα έμεινε σχεδόν μόνη της. Τώρα, εν όψει της ενδεχομένου εισόδου της πΓΔΜακεδονίας στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία ζητεί από την Ελλάδα να αντισταθεί, αλλά τι να το κάνουμε; Οι Ρώσοι υπήρξαν από τους πρώτους που αναγνώρισαν «Δημοκρατία Μακεδονίας»…

Τρίτον, είναι σφάλμα να συσχετίζεται μονοσήμαντα ο εθνικισμός στον λόγο της χώρας αυτής με το όνομά της. Αν απαγορεύσεις σε κάποιον το όνομα που επιθυμεί, δεν σημαίνει πως στερείς και τις λοιπές του ιδιότητες. Αν σε έναν Ολυμπιακό τού απαγορεύεις να το λέει, μάλλον θα τον κάνεις πιο επίμονο. Με το να στερείται κανείς τη δυνατότητα να έχει επισήμως το όνομά που πιστεύει και με το οποίο έχει μεγαλώσει, δεν περιορίζεται ο φανατισμός για την ταυτότητά του. Αντιθέτως, καθίσται ακόμη πιο ακατέργαστα πρωτόγονο, όπως φάνηκε πανηγυρικά τα τελευταία χρόνια με την κυβέρνηση Γκρούεφσκι και τα αγάλματα με τους Βουκεφάλες που γέμισε τα Σκόπια.

Τελευταίο, μα όχι έσχατο όμως, δεν είναι μόνο ότι έτσι ενισχύεται ο εφιάλτης από τον οποίο υποτίθεται ότι παλεύουμε να προφυλαχτούμε στη γείτονα. Δυστυχώς, ενισχύεται και ο ίδιος εφιάλτης στα καθ’ ημάς. Μια νέα εθνικοφροσύνη γεννήθηκε. Αυτή κανοναρχεί την εθνική ορθότητα, με το «έτσι θέλω» ενός απόστρατου ο οποίος τολμά στη χώρα που ως το 1974 είχε στρατιωτική δικτατορία να φωνασκεί «ζήτω ο Στρατός, ζήτω οι Ειδικές Δυνάμεις» σε πολιτική συγκέντρωση. Η υπόδικη ηγεσία της Χρυσής Αυγής, από το δικαστήριο που σέρνεται εδώ και δύο χρόνια ως εγκληματική οργάνωση, πρωτοστατεί σε μαζική «υπερκομματική» διαδήλωση και χειροκροτείται. Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται…

Μεταξύ ευκαιρίας και ολίσθησης

Τα λάθη, λοιπόν, υπήρξαν ζωτικά, γι’ αυτό και η Ελλάδα, ανομολόγητα εδώ και μια δεκαετία, έχει μπει σε τροχιά έμπρακτης μεταμέλειας με την αποδοχή σύνθετης ονομασίας. Η αλλαγή της κυβέρνησης στα Σκόπια δίνει στις δύο χώρες μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξουν πίστα, ενώ μια ενδεχόμενη επίλυση του θέματος θα ενισχύει συνολικά την εν γένει διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στα σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίζει στη γειτονιά της και ευρύτερα στην ΕΕ.
Δυστυχώς, όμως, τίποτε δεν είναι απλό. Τα «εθνικά θέματα», πέραν του συναισθήματος και του πάθους που προκαλούν στον λαό, προσφέρονται κατ’ εξοχήν για σπέκουλα και πειρασμό δημιουργίας πολιτικού κόστους στον αντίπαλο. Ετσι όπως ακριβώς έγινε στη δεκαετία του ’90 εντός ΝΔ και μεταξύ ΠαΣοΚ και ΝΔ.
Αν αυτό επαναληφθεί σήμερα, όπως διαβλέπει κανείς από τον τρόπο που πολιτεύεται η συντηρητική παράταξη, κυρίως μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, θα είναι ολέθριο. Η ολίσθηση στον δρόμο του μισαλλόδοξου διχασμού δεν θα έχει μόνο ως συνέπεια τη μη επίλυση του Μακεδονικού. Θα πολώσει ακόμη περισσότερο τα καθ’ ημάς με την επιβράβευση αυτής της νέας εθνικοφροσύνης: ιδεοληπτική ασυνεννοησία με το εξωτερικό, έξαλλος αυταρχισμός στο εσωτερικό. Σήμερα όμως, περισσότερο από ποτέ, δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες.
Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν. καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ