Πρόσφατη δημοσκόπηση στην αλλοδαπή έδειξε ότι η διεθνής εικόνα της Ελλάδας και των Ελλήνων δεν είναι και τόσο λαμπρή. Υποθέτω ότι θα σπεύσουν πάλι οι υπερπατριώτες να κατακεραυνώσουν τους μισέλληνες και να δοξάσουν το ανάδελφον έθνος μας· ίσως να ξαναμιλήσουν και για το «μεγαλείον της φυλής». Αυτές οι τρεις λέξεις, μια και τις αναφέραμε, μπορεί να φαίνονται λίγο μεγαλόστομες, αλλά σε μας τους Ελληνες είναι πολύ οικείες, σχεδόν φυσικές. Πώς θα μας φαινόταν άραγε αν τις μεταφράζαμε; Αν τις βάζαμε, π.χ., στο στόμα ενός Αγγλου; «The greatness of the race». Ενός Γάλλου; «La grandeur de la race». Ωραία ακούγονται.


Ισως λοιπόν να φταίει και η ελληνική ξιπασιά για την αρνητική εικόνα που έχουν για μας οι συνευρωπαίοι μας. Δεν μπορεί όμως, θα φταίει και κάτι άλλο. Σαν κάπως υπερβολική μού φαίνεται αυτή η αρνητική εικόνα, παρά τη φιλαυτία και τα άλλα ελαττώματα της σοβινιστικής μας ιδεοληψίας. Τι φταίει; Μα νομίζω φταίνε και οι συσχετισμοί με την ελληνική αρχαιότητα.


Σε μας προάγουν συμπλέγματα ανωτερότητας και φιλαυτίας, αλλά και αυτοαπόρριψης και κατωτερότητας. Στους ξένους που μας «κρίνουν» προάγουν συνειδητές ή λανθάνουσες συγκρίσεις της ελληνικής αρχαιότητας με μια σύγχρονη Ελλάδα που απορρίπτεται, ως ανεπαρκής κληρονόμος ένδοξου παρελθόντος.


Τέτοιες συγκρίσεις βέβαια μεταξύ ιστορικών μορφωμάτων που διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους και περιόδων που απέχουν τόσους αιώνες η μια από την άλλη είναι συγκρίσεις πρόχειρες, μανιχαϊκές, α-νόητες. Το ίδιο και η όλη λογική που τις στηρίζει: η λογική της κληρονομημένης «συνέχειας», με τις ρατσιστικές της αποχρώσεις. Δεν θα επιμείνω λοιπόν στη σύγκριση καθαυτή. Θα μείνω στο ένα σκέλος της: στην απορριπτική κρίση για τη σύγχρονη Ελλάδα, όπως την εκφέρουν οι τρίτοι, οι «ξένοι».


Μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα είχαν φτάσει στην απόρριψη αν είχαν σχηματίσει μια ρεαλιστικότερη εικόνα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, διαμορφωμένη γύρω από το παρόν και το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της. Τι θα έβλεπαν άραγε σε αυτό το πρόσφατο παρελθόν, αν κάτι είχαν μάθει γι’ αυτό στα σχολεία και στα πανεπιστήμια της χώρας τους; Αν η ευρωπαϊκή τους συνείδηση και παιδεία δεν είχε γεμίσει τις κεφαλές τους με τις εικόνες μιας εξιδανικευμένης αρχαιότητας; Αν γι’ αυτό το πρόσφατο παρελθόν μπορούσαν να τους μιλήσουν σωστά οι έλληνες φίλοι και γνωστοί τους και αν αυτό τους θύμιζε κατά καιρούς η προπαγάνδα του ελληνικού κράτους; (Ναι, η προπαγάνδα, περί αυτού πρόκειται). Νομίζω πως η εικόνα που θα σχημάτιζαν μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες απλές προτάσεις.


Νομίζω ότι θα έβλεπαν μια κοινωνία που δεν έχει βιώσει την Αναγέννηση και τη λεγόμενη «επιστημονική επανάσταση» ­ όπως, αργότερα, δεν μετέσχε ούτε στη «βιομηχανική». Θα έβλεπαν ότι οι πρόσφατες καταβολές της ριζώνουν σε ένα σύνολο από κοινωνίες χριστιανικές, υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη Βενετία, που συναποτελούσαν ένα ορθόδοξο και ελληνόφωνο «Γένος». Θα έβλεπαν το «γένος» αυτό να διαμορφώνεται σε «έθνος» ­ λίγο αργότερα από ορισμένα ευρωπαϊκά έθνη, λίγο νωρίτερα από ορισμένα άλλα. Θα έβλεπαν τα ευπορότερα στρώματα αυτής της εθνότητας, εξαίρεση στα εξαθλιωμένα Βαλκάνια, να αγγίζουν τον Διαφωτισμό· να τον αγγίζουν μόλις, αλλά πάντως να το κατορθώνουν· χάρη στα ανοίγματά τους προς τη θάλασσα και το εμπόριο, χάρη στον πλούτο που σωρεύει η διασπορά τους σε όλη την Ευρώπη.


Θα έβλεπαν να ωριμάζει πρώιμα και να ξεσπάει, στην ελληνική χερσόνησο, μια ενδιαφέρουσα «μεικτή» επανάσταση, κοινωνική και συνάμα εθνική. Και μετά, να συγκροτείται εκ του μηδενός ένα σύγχρονο κράτος· να καθιερώνεται, επίσης πρώιμα, ένα δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό καθεστώς και να επιβιώνει, να εξελίσσεται και να διαρκεί ως τις ημέρες μας, παρά τα ελαττώματα και τις κατά καιρούς αναστολές του.


Και θα διαπίστωναν ότι έτσι, σε ένα διάστημα 170 ετών, μόλις έξι – επτά γενεών, αυτή η κάπως ιδιότυπη ευρωπαϊκή κοινωνία, ξεκινώντας από μια κατάσταση υποτέλειας, οικονομικής εξαθλίωσης και πολιτισμικής αδράνειας, συγκροτείται σε μια χώρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αναπτυγμένη.


Η παράγραφος που προηγήθηκε συνοψίζει, πολύ σχηματικά, ορισμένες απόψεις που έχω διατυπώσει και παλαιότερα, με εκτενέστερη ανάπτυξη (σε αυτήν εδώ τη στήλη και σε άλλα δημοσιεύματα). Οσοι αναγνώστες τις έχουν ξαναδιαβάσει, ας συγχωρήσουν την επανάληψη. Οι άλλοι, ας συγχωρήσουν τη συντομία και τη σχηματικότητα.


Η αναφορά αυτή πάντως ήταν αναγκαία για να ξαναπιάσω το νήμα στην επόμενη επιφυλλίδα, με θέμα σχετικό, αλλά πολύ ειδικότερο: τη διεθνή «προβολή» της χώρας μας, έτσι όπως επιχειρείται με τις λεγόμενες «ελληνικές σπουδές» σε ξένα πανεπιστήμια.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.