Δύο γεγονότα αυτής της εβδομάδας, το ένα από τη γειτονιά μας, το άλλο από τη Νοτιοανατολική Αφρική. Ο Ράτκο Μλάντιτς, πολέμαρχος των Σέρβων της Βοσνίας στη διάρκεια του εκεί πολέμου, καταδικάστηκε σε ισόβια από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τις σφαγές στη Σρεμπρένιτσα. Και από την άλλη, ο επί δεκαετίες απόλυτος κυρίαρχος της Ζιμπάμπουε Ρόμπερτ Μουγκάμπε παραιτείται και πέφτει σε κατάθλιψη. Οι πανηγυρισμοί του πλήθους στους δρόμους στο άκουσμα της παραίτησής του τον οδηγούν σε νευρική κατάρρευση.
Υπάρχει κάτι που να συνδέει αυτές τις τόσο διαφορετικές ιστορίες και τα αντίστοιχα εθνικά δράματα; Ποια σχέση μπορεί να έχουν η πορεία και η κατάληξη ενός κινήματος ανεξαρτησίας στη μαύρη Αφρική με τα μαζικά εγκλήματα ενός εθνικιστή στη Βοσνία της δεκαετίας του ’90;
Στην ελληνική πολιτική μνήμη και στην άβυσσο των συναισθημάτων της όλα είναι δυνατά. Ενας ολόκληρος κόσμος από τη Δεξιά μέχρι την αριστερή και προοδευτική ενδοχώρα ταυτίστηκε επί χρόνια με τέτοιους ανθρώπους. Ο Μλάντιτς, ο Κάραζιτς ή διάφοροι μεγάλοι οδηγητές των κινημάτων του «Τρίτου Κόσμου» βρήκαν συμμάχους αλλά και συστηματικούς υπερασπιστές στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική τάξη.
Ηταν οι «καταραμένοι» του κόσμου που δεν τους ήθελαν η Δύση, οι Αμερικανοί, η παγκοσμιοποίηση. Εμείς (οι Ελληνες) ήμασταν και είμαστε αυτοί που δεν είχαμε αποικίες και που αισθανόμασταν πάντα κοντά στα «θύματα». Ο Μλάντιτς θεωρήθηκε πατριώτης αγωνιστής και έπειτα θύμα, ο Μουγκάμπε ελευθερωτής. Από την Αριστερά και την παραδοσιακή Κεντροαριστερά της Μεταπολίτευσης, με εξαίρεση λίγους της ανανεωτικής Αριστεράς, αποθεώθηκαν οι κατά καιρούς κήρυκες κάθε «αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης». Λίγο ενδιέφεραν το σύστημα διακυβέρνησης και οι πρακτικές ηγετών και κομμάτων που εμφανίζονταν με την αίγλη του αντιστεκόμενου. Αρκεί που τους επιλέξαμε να υπηρετούν τον μύθο της μάχης του Καλού με το Κακό, του Δαβίδ με τον Γολιάθ.
Μετά το 1990 αυτή η ψυχοσυναισθηματική έλξη διαδόθηκε αστραπιαία και σε ένα μεγάλο κομμάτι της συντηρητικής Δεξιάς. Η εθνικολαϊκή προδιάθεση για τα αντιστασιακά παραδείγματα, ειδικά όταν ερχόταν από ομόδοξους και ομόθρησκους, συγκέντρωσε όλα τα συστατικά της ελληνικής ιδεολογίας. Κάποιοι έκαναν τον σταυρό τους βρίζοντας τους Βόσνιους μουσουλμάνους και άλλοι από δίπλα ονειρεύονταν μια «ήττα του ΝΑΤΟ» ή τις περίφημες ρωγμές στο σύστημα εξουσίας των ευρωπαίων νεοαποικιοκρατών.
Ακόμα και όταν τα τριτοκοσμικά είδωλα ξεσκεπάστηκαν ως οικογενειοκρατικές δεσποτείες και τερατώδεις κυψέλες κλεπτοκρατίας, έμειναν ο αχός και το άρωμα της συναισθηματικής συνενοχής. Απλώθηκε λοιπόν το μεγάλο νέφος των συμψηφισμών (γιατί, οι άλλοι δηλαδή καλύτεροι είναι;) και κυνισμού κάτω από το λούστρο της εξιδανίκευσης των εκάστοτε «απείθαρχων» στα κελεύσματα της νέας τάξης πραγμάτων.
Εχουμε ασχοληθεί πολλές φορές με διάφορες μορφές τεχνοκρατικού κυνισμού και οικονομικής τύφλωσης. Με τις στρεβλώσεις και τις εκτροπές μέσα στο δυτικό, φιλελεύθερο παράδειγμα εξουσίας. Ελάχιστα όμως έχουμε συζητήσει για τις βλαβερές συνέπειες που είχε ο δικός μας εθνικός ρομαντισμός που λάτρευε τους «αποδιοπομπαίους», ανεξαρτήτως των πράξεών τους. Υπήρχε πάντα η ιδέα πως εμείς γνωρίζουμε καλύτερα τους αυθεντικούς συμμάχους και τους πραγματικούς εχθρούς, τους δίκαιους και τους ενόχους στην παγκόσμια σκηνή. Παραφράζοντας οικείες εκφράσεις, ζήσαμε συχνά με τη βεβαιότητα πως ο ήλιος της δικαιοσύνης είναι στο DNA αυτού του λαού. Ηταν ο εξαγνιστικός κοινός τόπος πάνω στον οποίο σταθήκαμε διαβάζοντας λάθος τη διεθνή πολιτική, τόσο τα συμφέροντα όσο και τα ζητήματα αξιών και συμβολισμών που είχε αυτή η στάση.
Μπορεί φυσικά να πει κανείς πως όσο υπήρχε η μεταπολεμική διαίρεση των στρατοπέδων και οι αντιαποικιακές επαναστάσεις στον Νότο διατηρούσαν την αίγλη τους, κάποιες ταυτίσεις ήταν αναπόφευκτες. Εστω ως συμπάθειες, ελπίδες ή ίχνη αλληλεγγύης σε κάτι σχετικά καινούργιο και αδοκίμαστο. Κάπως έτσι μπορεί να δει κανείς και ως γραφική αυταπάτη τη χορδή που παλλόταν με έναν Καντάφι, έναν Μεγκίστου και διαφόρους άλλους.
Πάνε όμως αρκετές δεκαετίες που τα αποθέματα προοδευτικού και απελευθερωτικού λυρισμού έχουν γίνει τοξικά. Διότι οι πληροφορίες ήταν διαθέσιμες και τα δεδομένα ατράνταχτα. Η εικόνα των καθεστώτων και των συστημάτων εξουσίας το ίδιο. Δεν υπήρχαν λοιπόν δικαιολογίες για την ελληνική τύφλωση και για τις εκδηλώσεις θαυμασμού σε σφαγείς. Το άγος όσων δεν είδαν τότε τη Σρεμπρένιτσα πάει μαζί με το αίσχος όσων ρίγησαν με υπερηφάνεια στις εικόνες του στρατηγού Μλάντιτς και των «παλικαριών του».
Αν με τις ειδήσεις αυτής της εβδομάδας νιώθουμε πως κλείνουν κάποιες επώδυνες εκκρεμότητες της πρόσφατης Ιστορίας, τα πέπλα του ιδιότυπου «ρομαντικού» κυνισμού παραμένουν στη θέση τους. Οσο δεν τα συζητούμε ανοιχτά και όσο κρατάει τα σκήπτρα το αθάνατο «γιατί, οι άλλοι είναι καλύτεροι;» τόσο η αλήθεια θα παίρνει αναβολή. Μαζί με την αμέριμνη συνείδηση ότι εμείς γνωρίζουμε καλύτερα και από τα διεθνή ποινικά δικαστήρια.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ