Συχνά όταν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να λύσουμε ουσιώδη προβλήματα, τα συγκαλύπτουμε γλωσσικά. Τότε είναι που η γλώσσα περνάει από τη χρήση στην κατά-χρηση και τέτοιοι χρήστες της γλώσσας δεν είναι, στην ουσία, παρά γλωσσικοί καταχραστές. Πρόκειται για μια γλωσσική τακτική, που γεννήθηκε στη δεκαετία του ’70. Τότε η αγγλική γλώσσα άρχισε να «πλουτίζεται» με καταχρηστικές γλωσσικές δηλώσεις, με νεολογισμούς που συγκάλυπταν ή εξωράιζαν τη σκληρή πραγματικότητα. Η ανεργία μεταμφιέστηκε σε διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, οι σπατάλες ονομάστηκαν αντιοικονομικές δαπάνες, οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις χαρακτηρίστηκαν υπερχρεωμένες ή προβληματικές, με αποκορύφωμα την απόλυση εργατών που βαφτίστηκε επανεπιλογή (reselection)!


Στα τέλη της επόμενης δεκαετίας (του ’80) νέα πολιτικοκοινωνική έξαρση εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, το κήρυγμα το γνωστό ως «politically correct» (συντομογραφία PC): πώς θα εκφράζεται κανείς ώστε να είναι «πολιτικά ορθώς», πώς θα αναφέρεται σε πρόσωπα και καταστάσεις με «πολιτική ευπρέπεια». Με το κήρυγμα αυτό εμφανίστηκε στις ΗΠΑ πλήθος γλωσσικών νεολογισμών που ξεκίνησαν, όπως όλο το κίνημα, ως κοινωνική και γλωσσική ευαισθησία απέναντι σε ομάδες καταπιεζομένων ή περιθωριοποιημένων ατόμων, για να καταλήξει τελικά σε μια επιφανειακή γλωσσική συγκάλυψη των πραγμάτων ή σε ιδεοληπτικές και γλωσσοπλαστικές ακρότητες.


Το κίνημα της πολιτικής ευπρέπειας ξεκίνησε σωστά: Οχι, στις κάθε μορφής διακρίσεις· όχι, στους ρατσισμούς· όχι, στον κοινωνικό στιγματισμό των μαύρων, των κίτρινων, των ομοφυλόφιλων, των παχύσαρκων, των αλκοολικών, των ανάπηρων κλπ.· και, προπάντων, όχι στις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Ηταν ένα κήρυγμα πολιτικής, κοινωνικής και γλωσσικής ευαισθησίας απέναντι στις ομάδες των ανθρώπων αυτών τόσο στην ουσία (άρση των διακρίσεων) όσο και στον τύπο, στη γλωσσική διακριτικότητα που πρέπει να έχει μια κοινωνία όταν αναφέρεται σε τέτοιες ομάδες ή άτομα. Οσο το κίνημα αυτό έμεινε το ίδιο στα όρια της πολιτικής και λεκτικής ευπρέπειας, είχε αρκετή απήχηση. Ετσι, σε μια πιο ευαισθητοποιημένη χρήση της γλώσσας αντί για το μαύρος ή το νέγρος ή και το (ευπρεπέστερο) έγχρωμος υπήρξε η τάση να χρησιμοποιηθεί το Αφροαμερικανός. Ομοίως, αντί για το ανάπηρος χρησιμοποιήθηκε η περίφραση άτομο με ειδικές ανάγκες· για τα παχύσαρκα άτομα αντί για το χοντρός/χοντρή ελέχθη κάτι αντίστοιχο προς τα δικά μας εύσωμος ή ευτραφής ή λίγο υπέρβαρος· για το νάνος κάτι σαν το δικό μας βραχύσωμος κ.ο.κ. Σωστά δηλ. επέμειναν να λείψουν από τη χρήση λέξεις υποτιμητικά φορτισμένες, όπως τα δικά μας σακάτης ή βαρέλι ή χοντρομπαλάς ή μπασμένος ή ζουμπάς κ.τ.ό. Εκεί μάλιστα που η γλώσσα εκλήθη να καλύψει μακροχρόνιες κοινωνικές διακρίσεις ήταν η λέξη man («άνδρας» – «άνθρωπος») και τα επαγγελματικά ονόματα σε -man (chairman, salesman, policeman κ.λπ.) που είχαν έντονη ανδροκρατική προέλευση και χρήση. Στις περιπτώσεις αυτές το γυναικείο κίνημα επέβαλε τα chairperson, salesperson, police officer, headteacher ή head (αντί headmaster), human being (αντί man) κ.ο.κ. Εγκυρα λεξικά της Αγγλικής δίνουν συστηματικά πληροφορίες για το πώς μπορεί να εκφραστεί κανείς στις περιπτώσεις αυτές ώστε να είναι «πολιτικά ορθός».


Ωστόσο, ήλθε στιγμή στις ΗΠΑ που η διαμαρτυρία έγινε εξουσία και οι πρώην καταπιεζόμενοι έγιναν οι ίδιοι καταπιεστές. Η κίνηση για άρση των διακρίσεων πέρασε σε ακρότητες, σε λογοκρισία, σε υστερία πολιτικής ευπρέπειας, τόσο που άρχισαν οι διανοούμενοι να επαναστατούν και να μιλούν για «αμερικανικό σταλινισμό», για «δικτατορία των μειονοτήτων», για «διανοητική και πολιτιστική τρομοκρατία». Σταχυολογώ από δημοσιευμένα άρθρα (βλ. Σημείωση) μερικά παραδείγματα γλωσσικών καταχρήσεων, που μας ενδιαφέρουν εδώ και στις οποίες οδήγησε η «ιδεολογία» της πολιτικής ορθότητας: αντί του μαύρος ελέχθη άτομο με μεγάλη ποσότητα μελανίνης· αντί του ανάπηρος ελέχθη ικανός κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικό άτομο· αντί του αλκοολικός είπαν άτομο με διακεκομμένη διαύγεια πνεύματος· αντί του παχύσαρκος είπαν άτομο με οριζόντια σωματική ανάπτυξη· αντί του νάνος άτομο με περιορισμένη κατακόρυφη ανάπτυξη· αντί του (ανδρική) ανικανότητα χρησιμοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της φαλλοκεντρικής δραστηριότητας· αντί του σύζυγος (ο) το (ακραίο) νομιμοποιημένος βιαστής!


Είναι φανερό ότι τέτοιες ακρότητες οδηγούν σε μια νέου τύπου «ξύλινη γλώσσα», τη γλώσσα της πολιτικής ευπρέπειας. Μ’ αυτήν προστατεύεται λεκτικά ο αλκοολικός, ενώ παράλληλα ξεκινάει σε ορισμένες πολιτείες της Αμερικής μια νέα μορφή «ποτοαπαγόρευσης» με υποχρεωτική αναγραφή πάνω στις φιάλες του κρασιού «Η κατανάλωση οινοπνεύματος βλάπτει σοβαρά την υγεία»! Προστατεύεται λεκτικά ο παχύσαρκος, αλλά οι επιχειρήσεις απολύουν ή αρνούνται να προσλάβουν υπέρβαρα άτομα! Για ποια δε «προστασία της διαφορετικότητας» και στοιχειωδών δικαιωμάτων του ατόμου μπορεί να μιλάει κανείς, όταν ο καπνιστής στις ΗΠΑ βρίσκεται σχεδόν υπό διωγμόν; Τι επιπτώσεις επίσης έχει στην πράξη η πολιτική ευπρέπεια όταν ξαναγράφονται ­ με το πνεύμα και τη γλώσσα της πολιτικής ορθότητας ­ παραμύθια, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα (που στο καλάθι της για τη γιαγιά τη θέση της μπουκάλας με το κρασί παίρνουν η φιάλη με το μεταλλικό νερό!) και η Χιονάτη με τους επτά νάνους (με τους νάνους μεταπλασμένους για λόγους πολιτικής ορθότητας!);


Για μια ακόμη φορά στην ιστορία των κοινωνιών έχουμε να κάνουμε με ιδεοληπτικές ακρότητες που καλείται να υπηρετήσει η γλώσσα. Ετσι η γλώσσα, αντί να απο-καλύπτει την αλήθεια, «βιάζεται» από τους οπαδούς της πολιτικής ορθότητας να συγ-καλύπτει την αλήθεια και να περνάει από τη χρήση στην κατάχρηση.


Σημείωση


Στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος» έχουν δημοσιευθεί ή αναδημοσιευθεί ενδιαφέροντα άρθρα για το θέμα της «πολιτικής ευπρέπειας», από τα οποία αναφέρω τα άρθρα του Jean-Sebastian Stehli (3.3.91 και 18.8.91), του Pierre Cayrol (24.11.91) και του Δ. Μητρόπουλου (7.8.94). Αναφέρω επίσης το άρθρο της Αμάντας Μιχαλοπούλου στην Καθημερινή (25.9.94).