Το ευτύχημα με αυτά τα κείμενα που γράφω για το θέατρο είναι ότι η μη αναγώγιμη διάσταση του ίδιου του θεάτρου δεν επιτρέπει να εγγράφονται ως κριτικές σε κανένα κατάστιχο, αν και γράφονται για το θέατρο. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να δίνουν την εντύπωση στον αναγνώστη τους πως τον αφορούν εξίσου με το ίδιο το θέατρο.
Είδα στο Θέατρο Τέχνης (Υπόγειο) τη Λέσχη του Στρατή Τσίρκα και δεν μπορώ παρά να συγκρατώ την εξής σημείωση από τα Ημερολόγιά του: «Νομίζω πως ένας καλός άνθρωπος με πολιτική δράση, ένας αγωνιστής, πρέπει να έχει υπ’ όψιν του και τον πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο λογοτέχνης τη ζωή και τη δράση».
Δεν ξέρω αν ο Τσίρκας απαντούσε έμμεσα στον Μάρκο Αυγέρη. Γνωρίζω όμως πως, λογοτεχνικά τουλάχιστον, η Λέσχη δεν με συγκινεί πια. Πέρασε η εποχή που η «συντροφικότητα» προσέδιδε στο μυθιστόρημα του Τσίρκα τη «δόξα» της «εποχής». Τώρα, η απαίτηση της μοναξιάς επιβάλλει στην ανάγνωσή του μια απόσταση και από τον συγγραφέα και από την «εποχή». Και η απόσταση συμβάλλει στο να διαβάζει κανείς, περισσότερο από το μυθιστόρημα, τα «κλειδιά» του.
Διότι πώς γράφεται σήμερα ένα μυθιστόρημα, 57 χρόνια από τότε που γράφτηκε η Λέσχη; Πόσο ρεαλιστικά μπορεί να αποδοθεί; Πόσο «πολιτικοποιημένο» του επιτρέπεται να είναι μετά τη Ζήλια (1957) του Alain Robbe-Grillet; (Για να μην αναφερθώ στη λογοτεχνία του Σκαρίμπα που ευτύχησε στο θέατρο από τον Αρη Μπινιάρη.)
To πρόβλημα είναι: πώς ανεβάζεται ένα μυθιστόρημα και πώς μπορεί να αποφύγει κανείς τον εγγενή νατουραλισμό, όπως στην περίπτωση του Τσίρκα, που, παρά τη λυρική του απροσδιοριστία, στόχος του παραμένει, κατά τη γνώμη μου, η ρεαλιστική αληθοφάνεια, υπ’ όψιν βεβαίως της αλήθειας της Ιστορίας, ως μοναδικού του κριτή;
Οπότε, τι σημαίνει για το θέατρο και τη θεωρία του σύγχρονου δράματος ένα τέτοιο διάβημα που αυξάνει μάλλον τον φθίνοντα φετιχισμό του (αριστερού) εμπορεύματος και βυθίζει τον θεατή στον ύπνο της ωραίας κοιμωμένης του δάσους;
Oι φιλόδοξες αυτές παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης έχουν άραγε άλλη σημασία εκτός του ότι στην πρεμιέρα της Λέσχης παρέστη ο αριστερός Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης; Kαι γιατί ο Βούτσης παρευρέθηκε; Aπό αυτό και μόνο το ερώτημα –αν απαντηθεί –φαίνεται η σημασία του όλου διαβήματος, που, κατά τη γνώμη μου, είναι καθαρά ιδεολογική.
Τρεις περίπου ώρες Τσίρκας, από την Εφη Θεοδώρου που έκανε και αυτή την «εργασία πένθους» της απέναντι στην Ιστορία, δεν μου δίνουν, ομολογώ, τη συγκίνηση του ποιήματος εκείνου του Σεφέρη που επηρέασε τον Τσίρκα: «Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα» (1942).
Και φοβούμαι ότι η Θεοδώρου σκηνοθέτησε τον Τσίρκα «πολιτικά ορθά», συνδέοντας, όπως στις προηγούμενες παραστάσεις της, μυθιστόρημα και θέατρο. Ομως, αυτό που μας δείχνει πάντοτε το θέατρο του μυθιστορήματος δεν έχει σχέση ούτε με το θέατρο ούτε με το μυθιστόρημα. Η Θεοδώρου χωρίς την έγερση του κοινού και παρά τη διεγερσιμότητα των καλών ηθοποιών, μας υπέβαλε να ακούμε αυτό που βλέπουμε όπως έκανε στο ραδιόφωνο ο Αχιλλέας Μαμάκης. Το αποτέλεσμα; Επέστρεψα νοσταλγικά στο καλό ραδιόφωνο μεταξύ μετάδοσης της φωνής της Κατίνας Παξινού και των διαγγελμάτων του βασιλιά Παύλου.
Η σκηνή, όμως, που τίποτα δεν ζητά από την Ιστορία, όταν περιοριστεί στη μέγιστη των γενικεύσεων (την ιδεολογία), τότε αφορά μόνον τον Βούτση, τον Τσίπρα ή τον Μητσοτάκη στην πλατεία, εφόσον στο προσκήνιο θα παραμένει ες αεί ο Λαζόπουλος.
Οπότε η σύσταση του Στάθη Λιβαθινού προς τους πολιτικούς («να έρχονται, να μας βλέπουν, να μας ακούνε και να μας λογαριάζουν») έχει νόημα;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ