Κάποιες σκέψεις με αφορμή την εξαιρετική παράσταση «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Σκέψεις που δεν υπογράφει κριτικός ή θεατρολόγος, αλλά μια γυναίκα που αγαπάει τις σκοτεινές πλατείες.
Οι σκηνοθέτες στην Ελλάδα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους καταξιωμένους και στα κωλόπαιδα. Τον διαχωρισμό συνήθως κάνουν σκηνοθέτες που θεωρούν τους εαυτούς τους «καταξιωμένους», τους άλλους «κωλόπαιδα».
Ο παραπλανητικός χαρακτηρισμός «κωλόπαιδο» δεν μέμφεται τόσο την ηλικία, όσο την οπτική. «Κωλόπαιδο» δεν είναι μόνο ο νευρωσικός 30άρης που ερευνά. Είναι κι ο αιρετικός 50άρης που επίσης ερευνά. Εξ ου και οι παραστάσεις τους, μας οργίζουν, μας συγχύζουν, μας σπάνε τα νεύρα. Ομως, δεν αδιαφορούμε. Και δεν τις προσπερνάμε. Νίκος Καραθάνος, Χουβαρδάς, Τερζόπουλος, η Σκότη, ο Μόσχος –μέχρι το φύσει και θέσει κωλόπαιδο, τον Δημήτρη Καραντζά. Και ίσως κάποιον ξεχνώ.
Αντιθέτως, οι «καταξιωμένοι του παραθεάτρου» –mais si, υπάρχει κι αυτό –ευδοκιμούν στις παρυφές, όχι στις κορυφές της τέχνης τους. Πιστεύουν ότι όντως «ηθοποιός σημαίνει φως», αφού το είπε κοτζάμ Χορν, μάτια μου όμορφα. Αγαπούν τους κλασικούς συγγραφείς κλασικά ανεβασμένους και αποστεγνώνουν με τον αποχυμωτή της καρδιάς μας τους χυμούς από κάθε είδος θεάτρου.
Στην αρχαία τραγωδία ο ηθοποιός ολοφύρεται.
Στην αρχαία κωμωδία ο ηθοποιός κραδαίνει ένα πέος, αρμενάκι είμαι, κυρά μου, πάρε με.
Στη φάρσα καλύπτουμε το στόμα στο «χο χο χο» της κυρίας με το μπούστο.
Στον ρεαλισμό μαυροντυνόμαστε διότι when in doubt wear black. Στον νατουραλισμό –όχι, αγάπη μου, δεν είναι το ίδιο –τσιρίζουμε. Και πέφτει και καμιά μπάφλα να ισιώνει η ηρωίδα.
Απλά πράγματα, του Θεού. Κλαίω, γελάω, φωνάζω, σωπαίνω, διασχίζω τη σκηνή, μπαίνω από αριστερά, μπαίνω από δεξιά, υποκλίνομαι, βγαίνω, ξεντύνομαι, πάω σπίτι μου, κόβω φλέβες, πεθαίνω. Ω, οι μικροχαρές της ζωής.
Το δε αστικό θέατρο ευκολάκι: λίγο βελούδο, λίγη δαντέλα, λίγο κρασί και τ’ αγόρι μου εξασφαλίζουν την ευλογία του Γρηγορίου Ξενόπουλου –αγνοώντας πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας.
Ενας Κόκκινος Βράχος, μια Φωτεινή Σάντρη καθισμένη στην μπερζέρα κι όξω απ’ την πόρτα.
Το λες και Θέατρο του Μπερζερισμού.
Οι «καταξιωμένοι» αναπολούν το μπουλβάρ –κρυφά μην τους πιάσει η γειτονιά το στόμα τους.
Θεωρούν ριζοσπαστισμό την αποψιλωμένη σκηνή του Καρόλου Κουν, μισό αιώνα και βάλε πριν.
Νομίζουν πως οι ήρωες του Μίλερ απαραιτήτως κλαίνε ή ουρλιάζουν ή και τα δυο μαζί.
Ο δε Τσέχοφ δεν έχει χιούμορ, δεν μπορεί να έχει χιούμορ, κοτζάμ γιατρός. Θα ζήσουμε, θείε Βάνια. Με ζανάξ.
Κι έτσι, ανεβάζουν τα ίδια και τα ίδια. Και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Με τον ίδιο τρόπο. Και τον ίδιο και τον ίδιο και τον ίδιο.
Οι πραγματικά καταξιωμένοι σκηνοθέτες θα ανατρίχιαζαν με τον όρο. Σκέψου τώρα να αποκαλέσει κάποιος έτσι από τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Βολανάκη, τον Ευαγγελάτο, τον Βουτσινά μέχρι τον Σταμάτη Φασουλή σήμερα. Ή τους τόσο σημαντικούς ηθοποιούς-σκηνοθέτες που πυρπολούν σανίδια με μια πιο mainstream οπτική.
Που κι αυτοί, στην τελική, μέινστριμ ξεμέινστριμ, κωλόπαιδα είναι. Τσογλάνια που ψάχνουν και ψάχνονται, δοκιμάζουν κι απορρίπτουν, δοκιμάζονται κι απορρίπτονται. Πέφτουν και σηκώνονται. Και προχωράνε. Εστω και μισό βήμα. Γιατί όποιος μένει ακίνητος, τον τρώει το αγιάζι. Της θεατρικής ορθότητας, εν προκειμένω.
Το καλοκαίρι με τους «Ορνιθες» ο Νίκος Καραθάνος έγινε ένας Σατανάς χωρίς τον Φάουστ του. Πέσανε να τον ξεσκίσουν όλοι εκείνοι που, λίγο πριν, στο Ντακάπο, πίναν καφέ με τον Αριστοφάνη. Ο οποίος και τους έδωσε ντιρεκτίβα: Ετσι το θέλω, τούτο κράτα το, κείνο πέτα το, βρίστε τον Ευριπίδη, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσαμε, πάμε Λεωνίδα για γεμιστά. Είναι γεγονός πως άμα έχεις τέτοιο κονέ, ποιος Καραθάνος και μαλακίες, βάψε έναν φαλλό ροζ γαριδί και να περάσει ο επόμενος.
Το ίδιο αντιμετώπισε το άλλο κωλόπαιδο –εδώ ΚΑΙ ηλικιακά -, ο Δημήτρης Καραντζάς. Διάβαζα τις απόψεις κάποιου σκηνοθέτη-να-τον-πω; για το ανέβασμα της «Δωδέκατης νύχτας» στο Εθνικό. Δεν του άρεσε. Καθόλου, μα καθόλου, μα καθόλου. Γούστο του καπέλο του, θα μου πεις. Απ’ το σημείο όμως να κουνάς δαχτυλάκι και να αναφέρεσαι στο «σενάριο του Σαίξπηρ», «το σε – νά – Ρι – ο του Σαίξ – πηρ» υπάρχει μια μικρή απόσταση. Της τάξεως του Υπερσιβηρικού.
Ο Σαίξπηρ έγραφε σενάρια. Μάλιστα. Κανένα πρόβλημα. Κι ο Αισχύλος. Κι ο Γκολντόνι κι ο Λαμπίς. Κι ο Οντέτς, αμέ; Και μια μέρα πήγαν όλοι μαζί πενταήμερη και γράψανε τόσα σενάρια που έτριβε τα χέρια του ο Φίνος.
Απ’ την άλλη μεριά –αν δεν είσαι η επιτομή της σκατοψυχιάς –σε πιάνει και μια τρυφερότητα για όλους τους «καταξιωμένους» με τα ρημάδια τα εισαγωγικά ως βαρίδια στη ζωή τους. Και γενικά για όποιον προσπάθησε και δεν τα κατάφερε. Γιατί ήταν λίγος και δεν το ‘ξερε. Αισθάνεσαι μια τρυφερότητα όμοια με εκείνη του Καβάφη για τον εξουθενωμένο Οροφέρνη του. Με όνειρα ξεκίνησε ο όμορφος νέος. Κάπως θα αγωνιστεί, κάτι θα κατορθώσει, κάπως θα διαπρέψει…
«Κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη».
Με τα ίδια όνειρα ξεκίνησαν και των μετόπισθεν οι μπερζεριστές. Κάτι να κάμουν. Κάτι να σχεδιάσουν. Κι απέτυχαν οικτρά κι εξουθενώθηκαν. Κι εμείς, ακόμα κι όταν αγαπάμε μπερζέρες, δαντέλες, μετάξια και πέρλες –πλέον ρωτάμε για την ποιότητα.
Διότι τελικά, όταν όλοι φύγουν, εμείς εκεί μέσα θα ζήσουμε, θείε Βάνια.
Μια γυναίκα απ’ την πλατεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ