Ως μια έντονα αμφιλεγόμενη σελίδα στην ιστορία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη προβάλλεται από τους πρόθυμους επικριτές του η μη διακοπή της έκδοσης των εφημερίδων και περιοδικών του («Βήμα», «Νέα», «Οικονομικός Ταχυδρόμος», «Ταχυδρόμος») με την κήρυξη της δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967, όπως επέλεξαν άλλοι εκδότες.

Οπως όμως υποστήριξα και την περασμένη Κυριακή, τα έντυπα αυτά υπήρξαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το καταφύγιο κάθε ασφυκτιώσας φωνής, που, έστω και προσεκτικά, με υπονόμευση και με συμβολισμούς, συνέβαλε στη διατήρηση και ενδυνάμωση του ρεύματος αμφισβήτησης των δικτατόρων και της ανάγκης για δημοκρατικές ελευθερίες που είχαν καταργηθεί. Ο άξιος διάδοχος του Δημητρίου Λαμπράκη Χρήστος, που έγραψε τη δική του λαμπρή δημοσιογραφική ιστορία, αφήνοντας μάλιστα παράλληλα πίσω του το σημαντικότερο πολιτιστικό μνημείο της σύγχρονης ιστορίας μας, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διωκόμενος ο ίδιος, φυγάς και κρυπτόμενος πριν συλληφθεί και εγκλεισθεί σε κελί απομόνωσης, επέτρεψε να συνεχισθεί η έκδοση των εφημερίδων του, προφανώς για να μη μείνουμε στον δρόμο πάνω από πεντακόσιοι άνθρωποι, αλλά κυρίως με την ορθή, όπως αποδείχθηκε, προσδοκία ότι θα αποτελούσαμε τη διαβρωτική, υπονομευτική τής δικτατορίας αντιπολίτευση και ταυτόχρονα το καταφύγιο των ευρεθέντων στην ανεργία δημοσιογράφων και τεχνικών Τύπου.

Ως διευθυντής του «Ο.Τ.» είχα προσλάβει ορισμένους άνεργους συντάκτες, ενώ έδωσα βήμα στις πένες προσωπικοτήτων της πολιτικής και των δημοκρατικών ιδεωδών που έγραφαν συνήθως με ψευδώνυμο, με κίνδυνο και των αρθρογράφων αλλά και των φιλοξενούντων τα άρθρα τους (π.χ. Σόλων Γρηγοριάδης, Γρηγόρης Φαράκος, Σταύρος Ηλιόπουλος, Κώστας Χατζηαργύρης), λαμπρά στελέχη της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (π.χ. Γ. Βερνίκος, Ν. Αλιβιζάτος) όπως ελάχιστοι γνωρίζουν. Υπήρξε έγγραφος έπαινος του Γιάννη Ρίτσου. Πίσω από το ψευδώνυμο Ποπολάρος, σε μια εβδομαδιαία στήλη των «Νέων» φιλοξενούνταν και τα επικίνδυνα κριτικά σχόλια της ταπεινότητάς μου.
Μένει έντονη στη μνήμη μου μια κρίσιμη συνάντησή μου με τον Χρήστο Λαμπράκη κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973 και την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Τότε είχε παγώσει κάθε διάθεση διακινδύνευσης και σχεδόν όλες οι σχολιογραφικές στήλες, που είχαν προηγουμένως αναθαρρήσει, εσίγησαν από τον φόβο του διαβόητου ταξίαρχου Ιωαννίδη. Στο αγωνιώδες ερώτημά μου αν θα συνέχιζα τη στήλη του Ποπολάρου: «Αν αποδέχεστε το ρίσκο, εγώ συμφωνώ. Μόνο που θα ήθελα πριν δημοσιεύονται στα «Νέα» να τη διαβάζω και εγώ ώστε να ξέρω τουλάχιστον γιατί θα βρεθώ μαζί σας στη φυλακή» ήταν η γενναία απάντηση του Λαμπράκη. Και συνεχίσαμε προσεκτικά, παρά τις απειλές από τη γραμματεία Τύπου της Ζαλοκώστα έως ότου η τραγωδία της Κύπρου έφερε το 1974 ξανά τη δημοκρατία στην Ελλάδα και όχι η κατασταλείσα εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, όπως πιστεύεται και διδάσκεται παραπλανητικά στην πάντα μωροπίστευτη και πάντα προδομένη Ελλάδα των δήθεν αυταπατηθέντων, των ψεκασμένων και των κουκουλοφόρων. Κατανοητό το γιατί επιδιώκεται η φίμωση των ΜΜΕ, που δεν υπηρετούν την εκάστοτε εξουσία. Και εδώ και αλλού, παντού και πάντα. Από τον Κάστρο και τον Ερντογάν μέχρι τον Μαδούρο και τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Ελπίζω να μη σιγήσομε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ