μνήμη Γιώργου Χειμωνά
«Η φυματίωση, όμως, που έχω περάσει, είναι με ελάχιστες διαφορές η φυματίωση του Μαγικού Βουνού (…) Αντιλήφθηκα τότε σαστισμένος (μόνο ό,τι είναι ολοφάνερο σε κάνει να σαστίζεις) πως το ίδιο μου το σώμα ήταν ιστορικό. Κατά μίαν έννοια, το σώμα μου είναι σύγχρονο του Χανς Κάστορπ, του ήρωα του Μαγικού Βουνού∙ (…) το σώμα μου είναι πολύ πιο γέρικο από μένα, λες κι έχουμε πάντα την ηλικία των κοινωνικών φόβων που οι περιστάσεις της ζωής μάς έκαναν να γνωρίσουμε».
Αυτή η θαρραλέα αποστροφή από το εναρκτήριο Μάθημα του Ρολάν Μπαρτ στο «Κολέγιο της Γαλλίας» υπήρξε και το δικό μου έναυσμα να αποδεχτώ την πρόσκληση και να «ανοίξω» ως κεντρικός ομιλητής το 25ο Πανελλήνιο Πνευμονολογικό Συνέδριο την περασμένη Πέμπτη.
Μόνο που το δικό μου σώμα –έκθεμα ανιδιοτελές υπέρ της επιστήμης το 1949 στα αμφιθέατρα της Ιατρικής, ιδιοτελής εκθέτης τώρα της n-οστής μου δύναμης προς τη ζωή –δεν κατατρύχεται πλέον από τους κοινωνικούς φόβους που οι περιστάσεις με έκαναν να γνωρίσω. Ο λόγος; Κατάλαβα πως όλοι είμαστε επιζώντες με αναστολή και πως –παρά ταύτα –όσο αναπνέουμε ελπίζουμε.
Για να εξηγήσω όμως στο εξειδικευμένο ακροατήριό μου ότι η ασθένεια είναι η προσπάθεια της φύσης να επιτύχει μια νέα ισορροπία στον άνθρωπο και για να ισχυριστώ, όπως ο Κανγκιλέμ, πως το κανονικό διαφέρει από το παθολογικό όπως διαφέρει μια ποιότητα από μια άλλη, όφειλα να συνοδεύσω την εξομολογητική μου παρέκβαση με μια παρατήρηση από την περιοχή της νευρολογίας, ώστε τα ευήκοα ώτα στην αίθουσα του Χίλτον να επαναλάβουν ευχαρίστως ό,τι έλεγε ο Λακάν για τον ακατανόητο εαυτό του: «Αυτός ο Λακάν, τι κοινοτυπία!».
Εκτός λοιπόν από το ποιητικό κείμενο που τους ανέγνωσα –επιθυμώντας, ως πρωτεϊνούχος δαίμων, να διαβάλω τον ιατρικό πατερναλισμό -, μια άλλη απόφανσή μου, στηριγμένη σε νομοταγείς νευρολογικές πρακτικές, θα μπορούσε να πείσει τους ακροατές μου πως ό,τι άκουσαν και ενδεχομένως ό,τι δεν κατάλαβαν, εκτός από τη συναισθηματική ευφορία ή τη γνωσιακή δυσφορία που τους προκάλεσε, τους έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να αντιληφθούν πως η ποίηση ζητά ακροατές-πάσχοντες από τη λεγόμενη ανομική αφασία, σύμπτωμα της οποίας είναι η δυσκολία εύρεσης των σωστών λέξεων κατά την εκφορά του λόγου παρότι η κατανόησή τους παραμένει ανεπηρέαστη. Αλλά αυτός δεν είναι ο εγκυρότερος ορισμός της ποίησης; Να εκφράζεται με ένα quid pro quo, ένα «άλλο αντί άλλο» το οποίο γίνεται αντιληπτό όχι μόνο ως αλληγορία αλλά και ως εκείνη η ανοικειότητα του νοήματος που δημιουργεί την τέχνη;
Για να το πω αλλιώς: ποιος άλλος λόγος δίνει τον κώδικα για την αποκωδικοποίησή του παρά η ποίηση; Ο Φουκό έτσι συνέδεε την τρέλα με τη λογοτεχνία. Ο γιατρός και πεζογράφος Γιώργος Χειμωνάς, μιλώντας (σε γιατρούς) για τη διαφορά επιστήμης και λογοτεχνίας, σημείωνε πως όταν η πρώτη διαθέτει «γλώσσα», προάγεται σε τέχνη.
Ο εκθέτης n και ύψωση σε δύναμη που λέγαμε!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ